Tuesday, May 31, 2011

Ένα παραμύθι. Ιστορίες για τον πόνο της ξενιτιές

Ήταν έτσι κρύο χειμωνιάτικο. . .Σούρουπο. . . κι’ ο βοριάς «που τα’ αρνάκια παγώνει» από νωρίς άρχισε τη δουλειά του. . .Ξερός και άγριος έκλεισε τον κόσμο, νωρίς, νωρίς στα σπίτια του.
… Έλα γιαγιά πες μας ένα παραμύθι. . .γκρινιάζαμε όλοι. . .κι’ αυτή σαν είδε και αποεΐδε πως δεν μπορεί να αποφύγει, γλυκοκάθισε στη θέση της κι’ άρχισε με τη χωριάτικη προφορά της να διηγείται την ιστορία της.
… Όταν είσαι πετράδι να είσαι διαμάντι . . .
… Όταν είσαι σιδερικό να είσαι χρυσός. . .
… Και όταν είσαι άνθρωπος να είσαι καλός. . . να είσαι σωστός. . . γεμάτος αγάπη για όλους. . .
… Ακούστε λοιπόν την ιστορία αυτή:
… Μια φορά κι’ έναν καιρό ήταν ένας νοικοκύρης σαν τον παππού καληώρα, που δεν τα ‘βγαζε πέρα και τόσο καλά στα οικονομικά του. Ήταν φτωχός. Η Τουρκιά μας είχε ρουφίζει το αίμα απ’ τον καιρό που έπεσε η ρωμιοσύνη στα χέρια της. . . Μαύρες μέρες, άσχημη ζωή. Πήρε λοιπόν των οματιών του ο δυστυχής και ξενιτεύτηκε κατά πέρα. . . Απέναντι στην Ανατολή. . . Χτίστης ήταν, μάστορας καλός, τα χέρια του έπιαναν και βρήκε εύκολα δουλειά.
Έπιασε δουλειά σ’ έναν αγά, μεγάλο και τρανό, εκεί στη Σμύρνη. Η Σμύρνη τότε άνθιζε κι’ έδενε με τον ελληνισμό της. . .
… Εκεί που λέτε δούλεψε πολλά χρόνια ατέλειωτα, κι’ απέραστα. . .
. . .Ε, άμα καζάντισε πια και σηκώθηκε να φύγει γιατί άφησε πίσω σπιτικό και παιδί βυζανιάρικο, του λέει ο αγάς.
Ώρα καλή σου γκιαούρ πρωτομάστορα, μα πριν φύγεις θα μας δώσεις πέντε μιτζίτια να σου πω μια συμβουλή.
Αυτός σαν καλόβουλος που ήταν του λέει καλά.
Το λοιπόν λέει ο αγάς. Όπου κι’ αν είσαι τον ίσιο δρόμο να τραβάς! ! !
Ύστερα όμως του λέει, άλλα πέντε μιτσίτια να σου πω μιαν άλλη συμβουλή. Καλά του λέει αυτός και του ‘δωσε κι’ αυτά.
Και του ‘πε ο αγάς .Ότι βλέπεις στη ζωή σου θα λες όλα καλά! !
Αλλά ο αγάς δεν τον άφηνε να φύγει.
Θα μου δώσεις του λέει άλλα πέντε να σου πω άλλη μια συμβουλή.
Το θυμό σου θα τον κρατάς για αύριο.
Καλά του λέει ο άνθρωπος μας και μαζεύει τα μπογαλάκια του να φύγει, γιατί στο μεταξύ αυτό, του έμειναν μόνο λίγα μιτσίτια πια. . .
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει φτάνει σ’ ένα σταυροδρόμι. . . Εκεί βρίσκει άλλους τρεις συγχωριανούς του που του λένε, έλα να κόψουμε λίγο δρόμο για πιο γρήγορα. Μα αυτός θυμήθηκε τη συμβολή του αγά, τον ίσιο δρόμο να τραβάς. Και τράβηξε ίσια το δρόμο του.
Άμα πήγε καμιά δεκαριά μίλια συνάντησε τον ένα από τους τρεις συγχωριανούς του να τον περιμένει.
Άστα του λέει: Το και το: μας λήστεψαν οι Τούρκοι στο κοντοδρόμι και τους άλλους δυο τους σκότωσαν. . .
Τότε ο άνθρωπός μας δόξασε τον Θεό και προχώρησε το δρόμο του.
Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε και σε καμιά δεκαριά μέρες συνάντησε έναν πύργο μεγάλο. . .
Χτυπά την πόρτα μπαίνει μέσα, και τι να δει, νεκροκεφαλές και σκελετοί παντού κρεμασμένα! ! ! Μα αυτός τσιμουδιά. Όλα καλά έλεγε πάντα, σαν τον ρωτούσαν. . .
Αργά το βράδυ λοιπόν τον κάλεσε ο οικοδεσπότης για φαγητό και κάθισαν στο τραπέζι .
Ο άνθρωπός μας τσιμουδιά. . .
Όταν βράδιασε και απόφαγαν πήγαν να κοιμηθούν . Το πρωί ο οικοδεσπότης τον φώναξε κοντά του και τον ρωτά, Καλά δεν βλέπεις τίποτα παράξενα εδώ μέσα. Όχι λέει ο φίλος μας. Όλα καλά! ! ! Θυμήθηκε την δεύτερη συμβουλή του αγά .
Βρε από δω , βρε από κει, τίποτα. Όλα καλά! ! ! Και σηκώνεται να φύγει. . .
Του λέει τότε ο ιδιοκτήτης του πύργου. Τα κεφάλια που βλέπεις εδώ και οι σκελετοί ήταν επισκέπτες φιλοπερίεργοι που τους έκοβα τα κεφάλια για την περιέργεια τους. Εσύ όμως επειδή ήσουνα καλός δε σου πήρα το κεφάλι. . .
Κι’ από πάνω φωνάζει τους υπηρέτες του και τους διατάζει να του δώσουν το καλύτερο άλογο για τον δρόμο του, φορτωμένο με χίλια χρυσά μιτσίτια ! ! !
… Ευχαριστεί που λες ο άνθρωπος μας τον ιδιοκτήτη του πύργου, καβαλά το άτι και δρόμο για το χωριό του. . .
* * * * * * * * * * * * * * * *
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, κι’ ύστερα από είκοσι τόσες μέρες, φθάνει στο χωριό του.
Όπως πλησίαζε λοιπόν στα πρώτα σπίτια από μακριά βλέπει το σπίτι του με τα παράθυρα φωτισμένα και δυο σκιές να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται μέσα στο φως πίσω από τις κουρτίνες και τα τζάμια του παραθύρου. . .
… Θολώνει το μυαλό του καημένου, τραβάει τη χαντζάρα και τρέχει ολόισια να σφάξει την γυναίκα του και «το φίλο της» γιατί νόμιζε πως τον απατούσε! !
… Όμως κείνη την στιγμή αμέσως θυμήθηκε τη Τρίτη συμβουλή του αγά: Το θυμό για αύριο! !
… Άιντε να δώσουμε τόπο στην οργή. Γυρίζει το χαλινάρι του αλόγου και με τη σκέψη να σκοτώσει την «άπιστη γυναίκα» αύριο, τραβά ίσα να κοιμηθεί σ’ ένα χάνι. . .
… Την επαύριο λοιπόν πια ολόισια στο σπίτι κι’ άμα μπήκε μέσα βλέπει να κατεβαίνει απ’ τη σκάλα, στο χαγιάτι σφιχταγκαλιασμένη την γυναίκα του, με τον «φίλο της» . . .
… Πριν προλάβει όμως ν’ ανοίξει το στόμα του ο καλός μας παρατάει «το φίλο» η γυναίκα του και τρέχει να αγκαλιάσει τον άνδρα της! ! !
Γιατί βέβαια αμέσως τον γνώρισε, παρ’ ότι πέρασαν είκοσι χρόνια! ! !
Καλώς τον, καλώς τον, τον άνδρα μου, έλεγε εκείνη και τον αγκάλιαζε! ! ! Από πίσω «ο φίλος της, έμεινε να χάσκει με ανοιχτό το στόμα».
… Τρέχει που λες κι’ αυτός κοντά, κι αυθόρμητα αγκαλιάζει τον καινούριο επισκέπτη. . . με φωνές χαράς και κλάμα. . .
Πατέρα. . Πατέρα. . . έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα αναφιλητά του αφού τον καταφίλαγε και τον αγκάλιαζε σφιχτά. . . Καλώς ήρθες πατέρα μου και τον ψηλάφιζε να δει αν ήταν πράγματι εκείνος ζωντανός, γιατί τον είχαν ξεγραμμένο.
… Πεθαμένο. . .
… Κείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν γράμματα και ταχυδρόμοι! ! !
… Ήταν που λέτε ο γιος του αυτός! ! !
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Ψωμά: «Ιστορίες για τον πόνο της ξενιτιές και άλλα διηγήματα». Cape Town , South Africa

Monday, May 30, 2011

Επιγραφή σε τοίχο σε πόλη της Ισπανίας

Η κοινωνία είναι κάπως έτσι:

Ο φτωχός δουλεύει

Ο πλούσιος τον εκμεταλεύεται

Ο στρατιωτικός φυλάει και τους δυο

Ο φορολογούμενος πληρώνει και για τους τρεις

Ο βαγαμπόντης ξεκουράζεται και για τους τέσσερις

Ο μπεκρούλιακας πίνει και για τους πέντε

Ο τραπεζίτης καταχράζεται και τους έξι

Ο δικηγόρος κοροιδεύει και τους επτά

Ο γιατρός σκοτώνει και τους οκτώ

Ο νεκροθάφτης θάβει και τους εννέα

Ο πολιτικός ζει στις πλάτες και των δέκα...

Του πατέρα η συμβουλή, Στέλιος Καζαντζίδης

Στίχοι: Μπάμπης Μπακάλης, Κουβάς
Μουσική: Μπάμπης Μπακάλης, Κουβάς
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης

Όταν παιδί μου μεγαλώσεις
Και βγεις στον δρόμο της ζωής
Ποτέ κανέναν μη μισήσεις
Όσα φαρμάκια κι αν θα πιεις

Μες στην χρυσή καρδούλα σου
Αγάπη να'χεις μόνο
Και να κρατάς σαν τον Χριστό
Στην πίκρα και στον πόνο

Φίλο ποτέ να μην προδώσεις
Για να΄χεις πρόσωπο λαμπρό
Και στους γονείς να πηγαίνεις
Ένα ποτήρι με νερό

ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ «ΡΗΝΕΛ»

Κείνα τα χρόνια, του μεταπολέμου, σαν έπιανε να χειμωνιάζει και σαν ο βοριάς ξερός και ανελέητος ξύριζε δέντρα και ανθρώπους, όταν κατέβαινε από τις πλαγιές του Όλυμπου, εκεί κοντά την Αγιάσο, γεμάτος χιονόνερο και βούιζε πάνω στα σύρματα του τελέγραφου, με το μονότονο σφύριγμά του. . .

… Έπαιρνε μαζί του κάθε χαρά και δύναμη ανθρώπινη, γέμιζε στο πέρασμα του κρύο τσουχτερό και χιόνι παγωμένο. . .

… Τότε εμείς μωρά παιδιά επτά-οχτώ χρονών, μαζευόμασταν δίπλα στο σπίτι της θείας μου και δεν ξεκολλούσαμε πάνω απ΄ το μαγκάλι, που φρεσκογιάλιζαν τα κάρβουνα, από μοσχοβολημένα κούτσουρα λιόδεντρου! ! !

… Εκεί οι ξαδέλφες μας, σαν άρχισε να χωνεύει λίγο η φλόγα, από τα ξύλα, έριχναν μια σχάρα πάνω απ’ τη φωτιά και αρχίζαν να ψήνουν το χωριάτικο ψωμί με τυρί κασέρι από πάνω, για με κεφαλοτύρι. . .

Αλλά από κάτω, κατακρέατα στα κάρβουνα, έβαζαν κάστανα Αγιασώτικα, που μοσχοβόλαγε ο αγέρας στο δωμάτιο, και τα πρόσωπα έπιαναν να ροδοκοκκινίζουν. . .

… Και ο βοριάς απέξω δεν ξεχνούσε το σκοπό του. . . μανιασμένος και μονότονος, με μίσος και λύσσα θαρρείς, πήγαινε να παγώσει ό,τι έβρισκε μπροστά του. . . και να τρυπώσει στο σπίτι, απ’ τις χαραμάδες της πόρτας κι’ απ’ τα παράθυρα. . .

… Τότε η γιαγιά, ακουμπισμένη στο «μιντέρι» της χαρχάλιαζε τα μαγκάλι κι’ αναγάλλιαζε από χαρά που μας κοίταζε όλους αγαπημένους και μονιασμένους, γύρω από τη φωτιά του χειμώνα. . . Ανασάλευσε τη νησιώτικη βράκα της και μας απαλοκοίταζε όλους με κρυφό καμάρι. .

-- Έλα γιαγιά θα μας πεις κανά παραμύθι; Και παρακαλούσαμε εμείς με τα μάτια υγρά από αγάπη και λαχτάρα για την πολυαγαπημένη μας γιαγιούλα! ! !

…Ήταν δεν ήταν στα ογδόντα της, τότε, εκείνη.

Ξεροκόκαλη νησιώτα, σαν έμεινε μικροχήρα, μόνη μεγάλωσε τις τέσσερις κόρες τις, τιμή και καμάρι του χωριού, και τις καλοπάντρεψε.

… Και τώρα, μαραμένη κι’ όλο ρυτίδες στο σχεδόν κουτσουριασμένο πρόσωπο της, μα με δυο ολοζώντανα γαλανά μάτια, που γυαλίζαν γλυκά κι όλο αγάπη μεσ’ τις βαθιές κόνχες τους. . .

… Μας κοίταζε όλους σαν να ‘θελε να μας χαρίσει όλο το μέλι της γεροντικής αγάπης της και τη ζεστασιά της μεγαλομάνας! ! !

… Μας καλολόγιαζε και μας καμάρωνε. .

… Το παιδί του παιδιού μου δυο φορές παιδί μου! ! Έλεγε και ξανά ‘λεγε. Ξέρεις τι είναι αγάπη μουρέλιμ; μου ‘λεγε εμένα και με γλυκοτράβαγε κοντά, στη σουριασμένη της βράκα. . .

-- Τι ξέρω ‘γω γιαγιά τι μου λες τώρα εσύ; Της ανταπαντούσα εγώ και χωνόμουνα στην αγκαλιά της τη ζεστή και χανόμουν μες τη βράκα της! ! !

. . .Εκείνη με χάιδευε απαλά με τα κοκαλιάρικα χέρια της, όπως ήξερε να μας χαϊδεύει όλα τα εγγόνια της, και χασμουριόταν σαν τη γατούλα μας τη «η ψαρή» που εκεί στη γωνιά δίπλα μας μισοκοιμόταν. . .

Καημένη μου γιαγιά . . . σαν σε θυμάμαι τώρα, μόνο δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου για τον χαμό σου, που δεν είσαι πια κοντά μας, παρ’ ότι έφυγες εκατό τόσο χρονών από τον κόσμο τούτο, γεμάτη αγάπη και ευχές για μας και τις κόρες σου.

... Μας κοίταξε και μας καμάρωνε. . .

…Μεσ’ τα βαθιά τα μάτια της πελάγη απέραντα έκρυβε τη συλλογή της και τον πόνο μιας ολόκληρης ζωής. . . Μιας ζωής γεμάτης έγνοιες και πίστη στο δημιουργό της, στο Θεό, για τη δύναμη που τις έδινε να μη λυγά ποτέ. . .

Και πράγματι ποτέ δεν λύγισε τούτη η γριά . . . η νησιώτισσα. . . από νέα. . . Χοντροκόκαλη, κι’ αδάμαστη στον κάθε λογής καημό και πόνο, στάθηκε όρθια, μα και ταπεινή όλο αγάπη και δέος για την οικογένεια της κι’ ακόμα , κι’ ακόμα για τον πόνο του διπλανού της του γείτονα. . . Πόσοι πόνοι κείνα τα χρόνια του μεταπολέμου. . . Ο κόσμος πούλαγε και τα κρεβάτια του ακόμα, για μια μπουκιά ψωμί. . .

… Μας κοίταζε που λες και μας καμάρωνε. . .

. . .Κι’ έτσι άρχιζε τις ιστορίες της, που πάντα τελειωμό δεν είχαν. . .

… Εκείνη πάντα μας έλεγε, κι’ εμείς όλο ακούγαμε. Πότε νυσταγμένα, απ’ τα παιχνίδια της ημέρας, και πότε με λαχτάρα και περιέργεια όλο την ακούγαμε. . .

… Ένα βράδυ της λέω: γιατί γιαγιά τα χέρια σου είναι ζαρωμένα; Κι’ εκείνη μ’ απαλοκοίταξε χαμογέλασε και ψιθύρισε. . . «Εκεί που είσαι ήμουνα κι’ εκεί που είμαι θα ‘ρθεις» Που να ξέρω για το τι μου ‘λεγε η γιαγιά μου τότε. . . Μα θυμόμουν τα λόγια της πάντοτε όμως χωρίς νόημα. . . Τώρα όμως που τα χρόνια πέρασαν και τα χιόνια άρχισαν να πέφτουν στα μαλλιά κατάλαβα, πια τι ήθελε να μου πει! ! !

… Μα η γιαγιά τώρα έχει φύγει. . .Και μόνο το δάκρυ σαν έρθει απαλό στη θύμηση της ….. μου θολώνει το μάτι και μου γεμίζει τα μάγουλα υγρές σταγόνες. . .

Και στην καρδιά ο πόνος γίνεται μάρτυρας, για κείνη, που ήταν η αγάπη ολόκληρη! !Καημένη γιαγιούλα μου. . .

Εσύ ρώταγες αν ξέρουμε τι είναι αγάπη και δεν το ‘ξερες πως με τις πράξεις σου ήσουν η αγάπη σκέτη. . .

… Ένα βράδυ σαν κι’ εκείνο, μαζευτήκαμε πάλι όλα τα εγγόνια και την παρακαλέσαμε να μας πει μια ιστορία . Ένα παραμύθι.

Ήταν έτσι κρύο χειμωνιάτικο. . .Σούρουπο. . . κι’ ο βοριάς «που τα’ αρνάκια παγώνει» από νωρίς άρχισε τη δουλειά του. . .Ξερός και άγριος έκλεισε τον κόσμο, νωρίς, νωρίς στα σπίτια του.

… Έλα γιαγιά πες μας ένα παραμύθι. . .γκρινιάζαμε όλοι. . .κι’ αυτή σαν είδε και αποεΐδε πως δεν μπορεί να αποφύγει, γλυκοκάθισε στη θέση της κι’ άρχισε με τη χωριάτικη προφορά της να διηγείται την ιστορία της.

… Όταν είσαι πετράδι να είσαι διαμάντι . . .

… Όταν είσαι σιδερικό να είσαι χρυσός. . .

… Και όταν είσαι άνθρωπος να είσαι καλός. . . να είσαι σωστός. . . γεμάτος αγάπη για όλους. . .

… Ακούστε λοιπόν την ιστορία αυτή:

… Μια φορά κι’ έναν καιρό ήταν ένας νοικοκύρης σαν τον παππού καληώρα, που δεν τα ‘βγαζε πέρα και τόσο καλά στα οικονομικά του. Ήταν φτωχός. Η Τουρκιά μας είχε ρουφίζει το αίμα απ’ τον καιρό που έπεσε η ρωμιοσύνη στα χέρια της. . . Μαύρες μέρες, άσχημη ζωή. Πήρε λοιπόν των οματιών του ο δυστυχής και ξενιτεύτηκε κατά πέρα. . . Απέναντι στην Ανατολή. . . Χτίστης ήταν, μάστορας καλός, τα χέρια του έπιαναν και βρήκε εύκολα δουλειά.

Έπιασε δουλειά σ’ έναν αγά, μεγάλο και τρανό, εκεί στη Σμύρνη. Η Σμύρνη τότε άνθιζε κι’ έδενε με τον ελληνισμό της. . .

… Εκεί που λέτε δούλεψε πολλά χρόνια ατέλειωτα, κι’ απέραστα. . .

. . .Ε, άμα καζάντισε πια και σηκώθηκε να φύγει γιατί άφησε πίσω σπιτικό και παιδί βυζανιάρικο, του λέει ο αγάς.

Ώρα καλή σου γκιαούρ πρωτομάστορα, μα πριν φύγεις θα μας δώσεις πέντε μιτζίτια να σου πω μια συμβουλή.

Αυτός σαν καλόβουλος που ήταν του λέει καλά.

Το λοιπόν λέει ο αγάς. Όπου κι’ αν είσαι τον ίσιο δρόμο να τραβάς! ! !

Ύστερα όμως του λέει, άλλα πέντε μιτσίτια να σου πω μιαν άλλη συμβουλή. Καλά του λέει αυτός και του ‘δωσε κι’ αυτά.

Και του ‘πε ο αγάς .Ότι βλέπεις στη ζωή σου θα λες όλα καλά! !

Αλλά ο αγάς δεν τον άφηνε να φύγει.

Θα μου δώσεις του λέει άλλα πέντε να σου πω άλλη μια συμβουλή.

Το θυμό σου θα τον κρατάς για αύριο.

Καλά του λέει ο άνθρωπος μας και μαζεύει τα μπογαλάκια του να φύγει, γιατί στο μεταξύ αυτό, του έμειναν μόνο λίγα μιτσίτια πια. . .

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει φτάνει σ’ ένα σταυροδρόμι. . . Εκεί βρίσκει άλλους τρεις συγχωριανούς του που του λένε, έλα να κόψουμε λίγο δρόμο για πιο γρήγορα. Μα αυτός θυμήθηκε τη συμβολή του αγά, τον ίσιο δρόμο να τραβάς. Και τράβηξε ίσια το δρόμο του.

Άμα πήγε καμιά δεκαριά μίλια συνάντησε τον ένα από τους τρεις συγχωριανούς του να τον περιμένει.

Άστα του λέει: Το και το: μας λήστεψαν οι Τούρκοι στο κοντοδρόμι και τους άλλους δυο τους σκότωσαν. . .

Τότε ο άνθρωπός μας δόξασε τον Θεό και προχώρησε το δρόμο του.

Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε και σε καμιά δεκαριά μέρες συνάντησε έναν πύργο μεγάλο. . .

Χτυπά την πόρτα μπαίνει μέσα, και τι να δει, νεκροκεφαλές και σκελετοί παντού κρεμασμένα! ! ! Μα αυτός τσιμουδιά. Όλα καλά έλεγε πάντα, σαν τον ρωτούσαν. . .

Αργά το βράδυ λοιπόν τον κάλεσε ο οικοδεσπότης για φαγητό και κάθισαν στο τραπέζι .

Ο άνθρωπός μας τσιμουδιά. . .

Όταν βράδιασε και απόφαγαν πήγαν να κοιμηθούν . Το πρωί ο οικοδεσπότης τον φώναξε κοντά του και τον ρωτά, Καλά δεν βλέπεις τίποτα παράξενα εδώ μέσα. Όχι λέει ο φίλος μας. Όλα καλά! ! ! Θυμήθηκε την δεύτερη συμβουλή του αγά .

Βρε από δω , βρε από κει, τίποτα. Όλα καλά! ! ! Και σηκώνεται να φύγει. . .

Του λέει τότε ο ιδιοκτήτης του πύργου. Τα κεφάλια που βλέπεις εδώ και οι σκελετοί ήταν επισκέπτες φιλοπερίεργοι που τους έκοβα τα κεφάλια για την περιέργεια τους. Εσύ όμως επειδή ήσουνα καλός δε σου πήρα το κεφάλι. . .

Κι’ από πάνω φωνάζει τους υπηρέτες του και τους διατάζει να του δώσουν το καλύτερο άλογο για τον δρόμο του, φορτωμένο με χίλια χρυσά μιτσίτια ! ! !

… Ευχαριστεί που λες ο άνθρωπος μας τον ιδιοκτήτη του πύργου, καβαλά το άτι και δρόμο για το χωριό του. . .

* * * * * * * * * * * * * * * *

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, κι’ ύστερα από είκοσι τόσες μέρες, φθάνει στο χωριό του.

Όπως πλησίαζε λοιπόν στα πρώτα σπίτια από μακριά βλέπει το σπίτι του με τα παράθυρα φωτισμένα και δυο σκιές να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται μέσα στο φως πίσω από τις κουρτίνες και τα τζάμια του παραθύρου. . .

… Θολώνει το μυαλό του καημένου, τραβάει τη χαντζάρα και τρέχει ολόισια να σφάξει την γυναίκα του και «το φίλο της» γιατί νόμιζε πως τον απατούσε! !

… Όμως κείνη την στιγμή αμέσως θυμήθηκε τη Τρίτη συμβουλή του αγά: Το θυμό για αύριο! !

… Άιντε να δώσουμε τόπο στην οργή. Γυρίζει το χαλινάρι του αλόγου και με τη σκέψη να σκοτώσει την «άπιστη γυναίκα» αύριο, τραβά ίσα να κοιμηθεί σ’ ένα χάνι. . .

… Την επαύριο λοιπόν πια ολόισια στο σπίτι κι’ άμα μπήκε μέσα βλέπει να κατεβαίνει απ’ τη σκάλα, στο χαγιάτι σφιχταγκαλιασμένη την γυναίκα του, με τον «φίλο της» . . .

… Πριν προλάβει όμως ν’ ανοίξει το στόμα του ο καλός μας παρατάει «το φίλο» η γυναίκα του και τρέχει να αγκαλιάσει τον άνδρα της! ! !

Γιατί βέβαια αμέσως τον γνώρισε, παρ’ ότι πέρασαν είκοσι χρόνια! ! !

Καλώς τον, καλώς τον, τον άνδρα μου, έλεγε εκείνη και τον αγκάλιαζε! ! ! Από πίσω «ο φίλος της, έμεινε να χάσκει με ανοιχτό το στόμα».

… Τρέχει που λες κι’ αυτός κοντά, κι αυθόρμητα αγκαλιάζει τον καινούριο επισκέπτη. . . με φωνές χαράς και κλάμα. . .

Πατέρα. . Πατέρα. . . έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα αναφιλητά του αφού τον καταφίλαγε και τον αγκάλιαζε σφιχτά. . . Καλώς ήρθες πατέρα μου και τον ψηλάφιζε να δει αν ήταν πράγματι εκείνος ζωντανός, γιατί τον είχαν ξεγραμμένο.

… Πεθαμένο. . .

… Κείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν γράμματα και ταχυδρόμοι! ! !

… Ήταν που λέτε ο γιος του αυτός! ! !

* * * * * * * * * * * * * * *

… Η γιαγιά ξεχαρχάλεψε τη φωτιά που στο μεταξύ αυτό έμεινε στάχτη με μικρά μισόσβιστα καρβουνάκια και φώναξε τη μάνα μας.

Βασιλική! ! !Έλα. . .

… Έλα να πάρεις τα παιδιά να τα βάλεις στο στρώμα τους… Γιατί εμείς πια μισοκοιμόμασταν στα πόδια της γιαγιάς γύρω-γύρω στο μαγκάλι.

Η μάνα μου πολυάσχολη όπως πάντα έτρεξε απ’ τη κουζίνα, μας μάζεψε όλους σαν τα αρνάκια και μας απόθεσε, απαλά, απαλά, τον καθένα στη θέση του μέσα στο στρώμα. . .

Κι’ εμείς κάτω απ’ το πάπλωμα χουχουλίζαμε τα χέρια μας να ζεσταθούμε, μα το μυαλό μας ξαναγύριζε στο παραμύθι της γιαγιάς! ! !

… Που να σκεφτώ εγώ τότε, πως ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια θα μου ‘ρχοταν στο μυαλό τούτος ο μύθος της γιαγιάς ! ! ! Που πια στο λαμπικαρισμένο μυαλό, δεν ήταν καθόλου παραμύθι ούτε ένας λόγος ξεκάρφωτος! ! !

Μα συμβουλή χρυσή. . . διαμάντι. . . για κείνον που θέλει πραγματικά να ζήσει μια κατά Θεό ζωή! ! !

… Μα η γιαγιά έχει φύγει. . .

Μόνο κάπου-κάπου, μου έρχεται στο όνειρο, με το γλυκό της πρόσωπο και τα καθάρια γαλανά μάτια της, τόσο αιθέρια, μα και τόσο ζωντανή , που θαρρείς είναι τώρα που κάθεται εκεί στο κατώγι , κοντά στο μαγκάλι του χειμώνα και που έξω ο βοριάς δεν σφυρίζει πια μανιασμένα μα θαρρείς γλυκά, μ’ ένα λαφρύ κι’ όμορφο μελτεμάκι, σαν σε όνειρο, σαν πραγματικότητα! ! ! Και είναι σαν να μας ψιθυρίζει τα λόγια της γιαγιάς. Να τραβάς τον ίσιο δρόμο της ζωής σου! ! ! Να μην είσαι γκρινιάζεις και στις αναποδιές της ζωής να λες πάντα «όλο καλά». Δόξα τω Θεώ! ! !

… Και πως άμα θυμώνεις να μην εκφράζεσαι αλλά να κρατάς τον θυμό σου για αύριο! ! !

… Αύριο ο Θεός θα ξημερώσει μιαν άλλη καλή μέρα! ! !

* * * * * * * * * * * * *

Ευλογημένη γιαγιά μου. . . γιαγιούλα μου. Αγιασμένα τα κοκαλάκια σου εκεί που κείτονται. . .

… Παλιοί άνθρωποι, παλιές ιδέες. . . μα τόσο καινούριες. . . Αγιασμένες ψυχές «από κοιλίας μητρός».

Από το βιβλίο του Παναγιώτη Ψωμά: «Ιστορίες για τον πόνο της ξενιτιές και άλλα διηγήματα». Cape Town , South Africa , Μάρτιος 1999


Τυρόπιτα από την μικρή Μελίνα.

Ένας Μάρτυρας της Αλώσεως

Κάθε πού ζύγωνε 29 Μαΐου ό Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της Άλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί - σπυρί και το 'βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν' ανοίξει σαν το ρόδο. Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θα 'φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.

«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων Σου...», μονολογούσε και τα δάκρυα του τρέχανε ποτάμι.

Μετά τη λειτουργία γίνηκε το τρισάγιο για τους « κεκοιμημέμηνους ».Κι άμα ο γέρο-Τρύφωνας πήρε να λέει το ''αιωνία η μνήμη'' ο Γερο-Ζαχαρίας σήμανε μονοκάμπανο λυπητερό όπως αρμόζει. Μετά πήρε το δίσκο κι άρχισε να μοιράζει το στάρι. Πρώτα στους πατέρες, έπειτα στους λαϊκούς. Αμάθητοι οι ξένοι από τέτοια έθιμα τον ρώτησαν για όλα τούτα τα παράδοξα. Ο Γερο-Ζαχαρίας τους πήρε παράμερα στο μεγάλο χαγιάτι κι άρχισε να τους μιλάει για τη Μεγάλη Τρίτη του 1453, για το κούρσεμα της Πόλης και τη θυσία του τελευταίου αυτοκράτορα. Ένιωθε χρέος ο σεβαστός Γέροντας να τους μνημονεύει όλους μέσα στη Θ. λειτουργία και να μιλά γι' αυτούς σ' όσους ρωτούσαν να μάθουν.

Κάθε τόσο ο παππούς έκοβε τη διήγηση στη μέση καθώς η φωνή τσάκιζε από το κλάμα. Μα εκεί πού βαλάντωνε ο γέροντας ήταν όταν μιλούσε για την ιστορία του άρχοντα Λουκά του Νοταρά πού κρύφθηκε η θυσία του γιατί τη σκέπασε εκείνη του Παλαιολόγου.

- Το λοιπόν... είπε ο Γερο-Ζαχαρίας. Μετά το τριήμερο κούρσεμα της Πόλης και τη μοιρασιά των λαφύρων, ο σουλτάνος έκανε συμπόσιο για τη νίκη. Κάποιος τότε μπιστικός του για να φανεί καλός, τον συμβούλεψε να ζητήσει από το Νοταρά να του στείλει πεσκέσι το δεκατετράχρονο γιο του
στο παλάτι. Κι αν τον έδινε με τη θέληση του, θα 'δινε ο Σουλτάνος στο Νοταρά θέση ζηλευτή. Αλλιώς θα παίρνε σ' όλους το κεφάλι.

Ποιος ήταν ο Λουκάς ό Νοταράς; Ήταν ο πρώτος Βυζαντινός άρχοντας, από τις πιο μεγάλες μορφές στα τελευταία ελεύθερα χρόνια της Βασιλεύουσας.

Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό και Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ο Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή και αντιστάθηκε σθεναρά.

Τώρα ο γίγαντας αυτός ήταν φυλακισμένος.

Ο Νοταράς στην Άλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας με 100 Ιππείς και 500 σφενδονήτες και τοξότες. Οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη. Και σαν τον κύκλωσαν ήρθε η αιχμαλωσία. Οι δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.

Και τώρα τούτο το αγγελούδι του το ζητούσε ο σουλτάνος.

- Δεν είναι συνήθεια σε μας, απάντησε ο Βυζαντινός άρχοντας, να δίνουμε με τα χέρια μας τα παιδιά μας στις ακολασίες σας. Θα ήταν καλύτερα ο ηγεμόνας να μας πάρει το κεφάλι. Ο Νοταράς έστρεψε στοργικά το βλέμμα του στο παιδί του πού στεκόταν ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη και σεβασμό προς τον πατέρα του. Η σκέψη του άρχοντα έτρεξε μακριά. Καμάρωσε το γιο του μικρό και τον φανταζότανε μεγάλο. Μα δεν γινόταν αλλιώς, Για να 'ναι σίγουρος πώς το παιδί του θα φύγει ακηλίδωτο ζήτησε το πρώτο αίμα να είναι του γιου του.

Ο πέλεκυς έπεσε. Ο Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας και πρότεινε περήφανα τον τράχηλο πού στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!

Η φύτρα των Νοταράδων πέρασε στον Παράδεισο. Οι προσκυνητές στο άκουσμα της ιστορίας σταυροκοπήθηκαν. Ταπεινά φίλησαν το σεβάσμιο χέρι του Γέροντα κι έφυγαν.

Κι ο παππούλης πήρε δύο σπυριά για να συχωρέσει. Ο Θεός να σας αναπαύσει, αδέλφια μου, είπε.

ereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2011/05/blog-post_29.html

Sunday, May 29, 2011

«Η έγκυος μπροστά στα διλήμματα της έκτρωσης»

«Όταν πλησιάζεις το χειρουργείο κάνεις την αδιάφορη αλλά νοιώθεις τα μέλη σου να παγώνουν από το φόβο. Το αίμα σταματάει να κυκλοφορεί στις φλέβες σου. Παραλύεις. Σταματάς ν' ακούς τους εξωτερικούς ήχους, μόνο την καρδιά σου ακούς να χτυπά πολύ δυνατά. Θέλεις να κλάψεις ή να το βάλεις στα πόδια αλλά πιέζεις τον εαυτό σου και προχωράς γιατί έχεις πάρει την απόφαση να το κάνεις. Έχω ακούσει να λένε ότι είναι ευκολότερο από την εξαγωγή δοντιού. Σαχλαμάρες! Μόνο όσες το έκαναν ξέρουν! Νοιώθεις περιφρόνηση για το χειρούργο που χαμογελάει συγκαταβατικά απέναντι σου και σε καθησυχάζει. Το θεωρείς υποκριτικό από κάποιον που σε λίγα λεπτά θα αδειάσει τα σπλάχνα σου μέσα σ' ένα κουβά. Όταν σε σπρώχνουν να ξυπνήσεις είναι σαν να γυρίζεις απ' τον Άδη. Έχεις μία πικρή γεύση στο στόμα. Πρέπει να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να φύγεις: χρειάζονται το κρεβάτι για την επόμενη. Θλίψη και μελαγχολία σε συνοδεύουν για πολλές μέρες. Αν είσαι τυχερή και σε περιμένει έξω κάποια φίλη συνήθως προσπαθεί να σε καθησυχάσει: «Πάει, πέρασε» σου λέει. «Το ξεφορτώθηκες, τώρα θα συνεχίσεις όπως πριν τη ζωή σου». Μόνο που «αυτό» που ξεφορτώθηκες θα αναρωτιέσαι πάντα πώς θα ήταν αν το γεννούσες και η ζωή σου δεν θα είναι ποτέ πια όπως πριν» .

Μαρτύρια από το άρθρο της Αναστασίας Αρπατζή «Η έγκυος μπροστά στα διλήμματα της έκτρωσης», που δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού μας.
πηγή: Καρυγή ζωής: Σας ικετεύω μη μας σκοτώνετε!
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ
Αντικειμενική ενημέρωση για όσα πρέπει να γνωρίζουμε
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Τηλ: 2310212659

Ταπεινοφροσύνη - Κατάκριση - Σωτηρία

Του αββά Ησαΐα, Από τον Μικρό Ευργετινό :

Όποιος έχει ταπεινοφροσύνη, γλώσσα δεν έχει για να ελέγξει τον έναν που είναι αμελής ή τον άλλον που είναι ασεβής·

ούτε μάτια έχει, για να παρατηρεί τα ελαττώματα άλλου·

ούτε αυτιά έχει, για να ακούει όσα δεν ωφελούν την ψυχή του·

και δεν έχει να μιλήσει σε κανέναν για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τις αμαρτίες του· αλλά και με όλους τους ανθρώπους έχει ειρηνικές σχέσεις όχι για κάποια φιλία, αλλά για χάρη της εντολής του Θεού (Μάρκ. 9:50).

Αν κανείς δεν βαδίζει τον δρόμο τούτο (της ταπεινοφροσύνης), ακόμα κι αν νηστεύει (αυστηρά, τρώγοντας κάθε) έξι μέρες ή επιδοθεί σε (οποιουσδήποτε) μεγάλους αγώνες, χαμένοι πηγαίνουν όλοι του οι κόποι.

http://hristospanagia3.blogspot.com/2010/07/blog-post_5434.html

Γιατί πουλί μου δεν κελαηδάς

Γιατί πουλί μου δεν κελαηδάς
Πως κελαηδούσες πρώτα
Πως μπορώ μπορώ να κελαηδώ
Με κόψαν τα φτερούδια μου
Με πήραν τη λαλιά μου
Πήρανε την πόλη μας
Και την Αγιά Σοφιά μας
Κλαίει πικρά η παναγιά

Ο Χρόνης Αηδονίδης γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1928, στην Καρωτή, ένα χωριό κοντά στο Διδυμότειχο. Γιος του ιερέα Χρήστου και της Χρυσάνθης Αηδονίδη, είναι ο δεύτερος από τα πέντε αδέλφια του. Στην Καρωτή, περνά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια κι εκεί είναι που μαθαίνει τα πρώτα του τραγούδια και μυείται στον κόσμο της παραδοσιακής μουσικής, πρώτα από τη μητέρα του, κι έπειτα απ' τους ντόπιους μουσικούς που έπαιζαν στα πανηγύρια του χωριού του.

Saturday, May 28, 2011

Στηρίξτε τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες,

Στηρίξτε τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, γιατί έτσι θα στηρίξετε τις θέσεις εργασίας σας και θα δημιουργήσετε θέσεις εργασίας για συμπατριώτες σας!!!

12 Αλλαγές που μπορούν να σώσουν την οικονομία,   δηλ. "το κεφάλι μας"!           

1.        Αντί  για   ΤΥΡΙ  gouda  (αγευστο)  ψωνίστε   Λογάδι Ηπείρου  ή  Μακεδονικό Τυρί, κασέρια, κεφαλοτύρια Κρήτης, Νάξου, Μυτιλήνης κλπ  κλπ.  Λιώνουν το ίδιο καλά στην πίτσα και στα τοστ.

2.        Aντί  για  ΠΑΓΩΤΑ  Nestle ,  Algida,  προτιμήστε τώρα με τις ζέστες τα πραγματικα ελληνικά   : ΕΒΓΑ, ΚΡΙ ΚΡΙ    και ΜΟΝΟ αυτα !!!!        

3.        Αντί για   Coca   Cola   Pepsi   Cola     αγοράστε   ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ  Lux,    Εψα, Παλίρροια, ΒαπΚουγιός (Βασικα μην πίνετε αναψυκτικα, αλλα αν πίνετε,  προτιμήστε ΜΟΝΟ  ελληνικα !!!!!)

4.        Αντί για   ΜΠΥΡΑ  Heineken , Amstel  κλπ κλπ, αγοράστε  Kraft , ΦΙΞ,  Βεργίνα, Μαγκνους Παπαδημητρίου (Εξαίρετη και καλοψημένη!) .

5.        Αντί  για  ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ  Barilla, Misco  που παράγονται από πολυεθνική,  αγοράστε μονο μακαρόνια     Μ έ λ ι σ σ α .    Ειναι εξαιρετικα  και τα καλύτερα απο όλα  (δοκιμάστε αυτά του καρότου !!! Απίθανα !!!!)

6.        Αντί για .. προσούτο ,   αγοράστε μόνο ελληνικά   ΑΛΛΑΝΤΙΚΑ .

7.        Αντί   για  ΣΚΛΗΡΟ ΤΥΡΙ   Δανίας ,  αγοράστε ελληνικά κεφαλοτύρια  (παράδειγμα  Γκλίτσα, Όλυμπο ς, Νάξου, Μυτιλήνης κλπ  .

8.        Αντί για   ΓΑΛΑ  εισαγωγής Βερόπουλου και Lidl   αγοράστε γάλα ελληνικο, ΑΓΝΟ,   ΜΕΒΓΑΛ , Όλυμπος Αγρόκτημα Βραχιάς, ΕΒΟΛ, ΚΟΡΦΗ, ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ΚΡΙ ΚΡΙ,  κλπ κλπ  μονο ελληνικα 

9.        Αντί για   ΠΟΤΑ  Ουίσκυ κ.τ.λ.,   αγοράστε τσίπουρο, ούζο, τσικουδιά και προτιμήστε μόνο ελληνικά κρασι ά, που είναι και απίθανα !!!! .

10.    Αντί για   ΣΟΚΑΛΑΤΕΣ  Nestle ,  αγοράστε ΜΟΝΟ σοκολάτες-σοκολατάκια ΙΟΝ που είναι και οι καλύτερες  (και έως και σήμερα, μονο ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ, άλλωστε πρέπει να  σωθεί η επιχείρηση που επιμένει να είναι ελληνική) . Ο Παυλίδης, δυστυχως, δεν γλύτωσε και πουλήθηκε στους Γάλλους !!!!!  δεν χρειάζεται να στηρίζουμε  Γαλλικες επιχειρήσεις !!!

11.    Αντί για   ΤΑΞΙΔΙΑ  εκτός  Ελλάδας,  προτιμήστε φέτος την Ελλάδα   και μόνο!! Και παζαρέψ' τε τις τιμές !!! 

12.    Αντί για   ΤΣΙΓΑΡΑ  Marlboro, Camel, Kent, Winston κ.τ.λ.  των αγαπημένων αμερικάνων,  αγοράστε   ΚΑΡΕΛΙΑ, ΣΕΚΑΠ HELLAS special, ΞΑΝΘΗ . Η ΚΟΨ'ΤΕ ΤΟ ΕΝΤΕΛΩΣ !!!!

 
Δείτε τις επιπτώσεις τους :
Όταν αγοράζετε προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών :
 

1.        Αποδυναμώνετε και εξαφανίζετε τις ελληνικές παραγωγές... Μην πείτε δεν με νοιάζει, διότι εμάς αφορά το θέμα

2.        Αποδυναμώνοντας Ελληνικές Παραγωγές,  Βοηθάτε στην επιδείνωση της ανεργίας και την εξάρτηση απο ξένα κεφάλαια. Βλέπετε

που φτάσαμε

3.        Όταν αγοράζετε εισαγόμενα προϊόντα, ουσιαστικά  δίνετε  70%  των χρημάτων σας σε εργοστάσια άλλων χωρών  που εκτος του οτι απασχολούν αποκλειστικά αλλοδαπούς, ενισχύετε τις οικονομίες των χωρών αυτών.

 
Αντίθετα ενισχύοντας Ελληνικές  Παραγωγές ειδικά σε  τόσο δύσκολους καιρούς, όπως σήμερα :

1.        Βοηθάτε την διατήρηση και αύξηση θέσεων εργασίας !!

2.         Σκεφτείτε επίσης ότι αν η κάθε Ελληνική Οικογένεια στρέψει 500 ευρώ ετησίως σε ελληνικά προϊόντα, τότε για κάθε 1000 οικογένειες, θα αυξηθεί άμεσα η ζήτηση ελληνικών προϊόντων κατά  500.000 ευρώ

3.        Θα δημιουργηθεί μια τελική κυκλοφορία χρήματος ισοδύναμη με  περίπου 4.500.000 ευρώ στην αγορά!!   Ή πιο απλά , Αλλάζοντας απλά την κατανάλωση από προϊόντα πολυεθνικών και από εισαγόμενα προϊ όντα,  οι 1.000 οικογένειες μπορούν να δημιουργήσουν 100-150 θέσεις εργασίας τουλάχιστον !!!

4.        Τελικά σκεφτείτε ότι αν όλοι μας υιοθετήσουμε μια τέτοια συνήθεια,  τότε 1.000.000 οικογένειες  θα μπορούσαμε  να βοηθήσουμε στην πρόσληψη 100,000-150.000 συμπατριωτών μας !!            


ΕΠΙΣΗΣ ΜΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ :
ΤΟ
 ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ, ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ (μαλιστα απ οτι λεγεται, δεν απέλυσε κανεναν υπάλληλο, λόγω κρίσης, αλλα και  απορρόφησε και τους υπλλήλους γνωστης αλυσσίδας σουπερ μαρκετ που  αγόρασε) Και καλές τιμές έχει, και ποικιλία  προϊόντωνστηριξ' τε   ΤΑ  ΜΙΚΡΑ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΑ, τα μαγαζια  της ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ, μακρυα απο ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ !!!!! 
ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ
  ΞΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ,  ΤΟ ΠΟΣΟ ΠΟΥ  ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΚΕΡΔΙΖΟΥΜΕ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΗ  ΔΙΑΦΟΡΑ  ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ, ΤΟ ΧΡΥΣΟΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ !!!!!!!!!!!!!
ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΑ, ΑΛΛΑ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ !!!!
  ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ, ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΘΑ ΕΛΕΓΧΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΧΩΡΙΣ  ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ !!!!! ΣΤΕΦΤΕΙΤΕ ΤΟ !!! ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΠΛΟ !!!

Επομένως όταν κάνετε την επόμενη αγορά σας,

σκεφτείτε ότι

ίσως να βοηθάτε μεσοπρόθεσμα την επαγγελματική σας εξέλιξη

ή

την επαγγελματική εξέλιξη αγαπημένων σας προσώπων .

  Αγαπητοί Συμπατριώτες ΜΠΟΡΟΥΜΕ  και μην ακούτε τα εγκάθετα..."παπαγαλάκια", τους αγράμματους και τους  καλοθελητές  !!!  


           Αγοράστε μόνο Ελληνικά προϊόντα, τα οποία θα ξεχωρίζετε - οχι απο το ονομα μονο, , αλλα και

από τον αριθμό 

στο BAR CODE...



       TA EΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΞΕΚΙΝΟΥΝ

ΑΠΟ 520

π.χ.  5  ||  20 1287 || 470868 || >

που αντιστοιχεί στο αλουμινόχαρτο της

Sanitas A.E.

που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής

http://paparokades.blogspot.com/2011/05/blog-post_28.html

Friday, May 27, 2011

Αγία Νεομάρτυς Ελισάβετ, η Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας(1 Νοεμβρίου)

Η πριγκίπισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα γεννήθηκε το 1864. Γονείς της ηταν ο μέγας Δούκας Λουδοβίκος Δ΄ της Έσσης και η πριγκίπισσα Αλίκη, κόρη της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Αδελφή της η Ρωσίδα αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα. Από τα παιδικά της χρόνια διακρινόταν για τη βαθιά πίστη της και τη φιλάνθρωπη διάθεση της. Η «ευγενική» καταγωγή, της δεν στάθηκε εμπόδιο για να ζήσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Συμπεριφερόταν με καλοσύνη και απλότητα στους απλούς ανθρώπους και από παιδί είχε μια διακαή επιθυμία: να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη.

Το 1884 η Ελισάβετ παντρεύτηκε τον μέγα πρίγκιπα Σέργιο Αλεξάνδροβιτς, αδελφό του τσάρου Αλεξάνδρου Γ΄. Παρότι αλλόδοξη, δεν της ζητήθηκε να αλλάξει την πίστη της. Όμως η ορθόδοξη πίστη της κέντρισε εξ αρχής το ενδιαφέρον. Από την πρώτη ημέρα πού ήρθε στη Ρωσία μελετούσε με επιμέλεια τη ρωσική γλώσσα και παρακολουθούσε τη ζωή των απλών Ρώσων, που ήταν ζυμωμένη με την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Μαζί με το σύζυγό της ταξίδεψε και στους Αγίους Τόπους, όταν το 1888 έγιναν τα εγκαίνια του ρωσικού ναού της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή. Το προσκύνημα στην Αγία Γη, όπου έζησε ο Θεάνθρωπος, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στην Ελισάβετ. Η καρδιά της, «γη αγαθή», ήταν έτοιμη να δεχτεί το σπόρο της ορθόδοξης πίστης. Αφού κατηχήθηκε, προσχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία το 1891. Την ίδια χρονιά ο σύζυγος της διορίστηκε γενικός κυβερνήτης της Μόσχας.

Από τη μέρα εκείνη η Ελισάβετ αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει τους φτωχούς και τους πάσχοντες. Το 1904 η Ρωσία μπήκε στην περιπέτεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου. Η Ελισάβετ οργάνωσε τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Επισκεπτόταν τους τραυματίες, έκανε εράνους για τους στρατιώτες κ.λπ. Όμως ο πόλεμος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις και οι πολιτικές δολοφονίες. Έτσι, στις 4 Φεβρουαρίου 1905, ο σύζυγος της Ελισάβετ, Σέργιος Αλεξάνδροβιτς σκοτώθηκε από βόμβα, πού πέταξε ο Ιβάν Καλιάεβ, μέλος του σοσιαλιστικού επαναστατικού κόμματος. Ο δολοφόνος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Ταγκάνκα. Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής της Ελισάβετ. Επισκέφθηκε η ίδια τον Καλιάεβ στη φυλακή. Του μίλησε με πολύ καλοσύνη, καλώντας τον να αφήσει τις αναρχικές ιδέες. Όμως δεν έμεινε εκεί. Ζήτησε από τον τσάρο Νικόλαο Β΄ να μην εκτελέσει τον Καλιάεβ. Ο τελευταίος εκτίμησε τη χριστιανική στάση της Ελισάβετ, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να απορρίψει τις ιδέες του.

Το 1907 η Ελισάβετ αγόρασε μέσα στη Μόσχα ένα οικόπεδο με τέσσερα σπίτια και μεγάλο κήπο. Δημιούργησε την «Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας» με σκοπό τη διακονία των φτωχών και πασχόντων ανθρώπων. Χτίστηκαν σύντομα και άλλα κτίρια καθώς και δύο ναοί αφιερωμένοι στη Θεοτόκο και στις αγίες Μάρθα και Μαρία. Σύντομα η κοινότητα απέκτησε ξενώνα, ορφανοτροφείο, νοσοκομείο, σχολείο, βιβλιοθήκη κ.λ.π. Η αδελφότητα λειτούργησε ως μοναστήρι, συνδυάζοντας τη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Το έργο πού επιτελούσε ήταν τεράστιο. Πλήθη φτωχών και αρρώστων ανθρώπων έβρισκαν περίθαλψη και ανακούφιση. Τα ορφανά παιδιά έβρισκαν προστασία. Τα φτωχά και άπορα παιδιά μπορούσαν να μάθουν γράμματα και κάποια τέχνη.

Η αδελφότητα ξεκίνησε με έξι μοναχές. Τον πρώτο χρόνο είχαν γίνει δεκατρείς και το 1914 έφτασαν τις εκατό. Όλες οι αδελφές εργάζονταν με αυταπάρνηση, διακονώντας τους «ελάχιστους αδελφούς του Ιησού». Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, στην αδελφότητα βρήκαν καταφύγιο πολλά ορφανά, πού ήλθαν από τις εμπόλεμες περιοχές και είχαν ζήσει τη φρίκη και τις αγριότητες του πολέμου. Ένα μέρος των κτιρίων μετετράπη σε στρατιωτικό νοσοκομείο για τους τραυματίες του πολέμου.

Η εργασία της αδελφότητος εκτιμήθηκε πολύ και βοηθήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Μόσχας και μετέπειτα ιερομάρτυρα άγιο Βλαδίμηρο και αργότερα από τους μητροπολίτες Τρύφωνα και Μητροφάνη. Την πνευματική καθοδήγηση των αδελφών είχε ο π. Σέργιος Μετσώφ, ο όποιος πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές και εξορίες και βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 1941.

Το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της αδελφότητας έμελλε να διακοπεί με την επανάσταση. Το 1918, κατά την εβδομάδα της Πεντηκοστής, η Ελισάβετ συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην πόλη Αλαπαέβσκ στην ευρύτερη περιοχή του Αικατερίνμπουργκ. Στις 17 Ιουλίου, τη νύχτα πού δολοφονήθηκαν τα μέλη της τσαρικής οικογένειας Ρομανώφ, βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο Αλαπαέβσκ και η Ελισάβετ μαζί με τη μοναχή Βαρβάρα Γιαγκόβλεβα. Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν το 1920 στο μοναστήρι της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στην Ιερουσαλήμ. Το 1992 οι μοναχές Ελισάβετ και Βαρβάρα ανακηρύχθηκαν αγίες από τη Ρωσική Εκκλησία.

Η αδελφότητα διαλύθηκε βίαια και οι ναοί έκλεισαν το 1926. Τα τελευταία χρόνια η αδελφότητα ανασυστήθηκε, για να συνεχίσει Αυγούστου 1990 στον κήπο, μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας, τοποθετήθηκε μνημείο προς τιμήν της αγίας και εγκαινιάστηκε από τον Πατριάρχη Αλέξιο.