Saturday, March 28, 2020

Η Θεία Κοινωνία είναι Μυστήριο, Σώμα και Αίμα Χριστού και δίνει ζωή…


Διαβάστε παρακάτω το συγκλονιστικό άρθρο που έγραψε ο δάσκαλος Δημήτρης Νατσιός!
Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
~ Στην άκρη μιας μικρής λίμνης ξεδιψούσαν κάποια περιστέρια. Λίγο πιο πέρα, αναπηδούσαν έξω από το νερό, παίζοντας, λίγα βατράχια.  Ξαφνικά κάποιος έριξε μια μεγάλη πέτρα. Τα νερά αναταράχτηκαν. Τότε, τα μεν περιστέρια υψώθηκαν στον ουρανό, οι δε βάτραχοι όρμησαν και βούτηξαν στη λάσπη, κοάζοντας, και δεν ξαναφάνηκαν. Ο μύθος είναι του Μεγάλου Βασιλείου, του ουρανοφάντορος….
Συμβαίνει αυτό που συμβαίνει, με τον λεγόμενο κορονοϊό. Έπεσε μια τρανή κοτρόνα στην λίμνη της αφασίας και της περιρρέουσας ευδαιμονίας. Ταράχτηκαν πολλοί και πολύ. Ταράχτηκαν οι εκκλησιομάχοι της αγραβάτωτης θολοκουλτούρας. Ταράχτηκαν και οι αβροδίαιτοι τζιτζιφιόγκοι των τηλεοπτικών αναθυμιάσεων, οι βάτραχοι της τιποτολογίας. Πώς αντιδρούν;  Βούτηξαν στη λάσπη και κοάζουν: φταίει η Θεία Κοινωνία. Τα περιστέρια όμως, τα παιδιά του Χριστού μας, πετούν ψηλά, υψιπέτες αετοί.
Τα ίδια λασπώδη βατράχια βάλλουν και κατά των Ενόπλων Δυνάμεων της Πατρίδας που την υπερασπίζονται και αποκρούουν τα μαινόμενα ταγκαλάκια του τουρκοερτογάν στον Έβρο. Χωμένοι στον βούρκο τους ψελλίζουν τις συνήθεις μαγαρισιές: οι φασίστες -οι Ένοπλες Δυνάμεις μας- δεν αφήνουν τους ταλαίπωρους Πακιστανούς και Αφγανούς να κυριεύσουν την Πατρίδα… Πιάνουμε την μύτη, μας πνίγει η δυσωδία τους…. Και αναρωτιέσαι περίλυπος: μα υπάρχουν Έλληνες που στηρίζουν και ψηφίζουν αυτό το καρκίνωμα;
Θυμάμαι, είχα διαβάσει, ότι ρώτησαν τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς: «Τι θα κάνεις Γέροντα, αν ακούσεις ότι γίνεται πόλεμος;»  Απάντησε: «θα μπω στο ναό και θα κάνω μια Θεία Λειτουργία παιδί μου!!».
Ναι, οι Θείες Λειτουργίες, το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας κράτησε και κρατά και θα κρατήσει πατρίδα μας. Τα άγια δισκοπότηρα απελευθέρωσαν την Ελλάδα.
Διαβάζω στον β΄ τόμο των «Απάντων» του Γ.  Τερτσέτη, σελ. 322, από ομιλία του στις 25 Μαρτίου 1869.
«Κύριοι ακροαταί, εις τα 1822 πολεμιστής στρατιώτης περίφημος επήγε εις σεβάσμιον πνευματικόν να ξομολογηθεί, να μεταλάβει.  Εξωμολογήθη, ο πνευματικός τον ευχήθη, τον εχάιδευεν, αλλά του είπε: δεν μπορώ να σε δώσω μεταλαβιά. -Διατί;- Χύνεις αίμα ανθρώπινον!  Ωργίσθη ο στρατιώτης και έτρεξε παραπονούμενος εις τον επίσκοπον Μεθώνης. Την Κυριακήν, του λέγει, να είσαι εις την λειτουργίαν, να είσαι πλησίον μου. Ήλθε η Κυριακή, ψάλλεται η λειτουργία. Ο Δεσπότης εις την μεσινήν θύρα, εις την ώρα της μεταλαβιάς κρατώντας το δισκοπότηρο, φωνάζει τον στρατιώτη, έλα του λέγει, πάρε, κράτει το δισκοπότηρο∙ μετάλαβε με τα ίδια σου τα χέρια. Τα χέρια σου είναι πλέον αθώα και πλέον ευεργετικά εις την πατρίδα από το εδικά μας. Ημείς οι ιερείς δεόμεθα τον Ύψιστο με τη φωνή, εσύ σταίνοντας τα στήθη σου εις τα βόλια του εχθρού».
(Αυτοί είναι επίσκοποι, καπεταναίοι του Γένους, που όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, υψώνονταν σαν περιστέρια ψηλά από εντολές  και εντάλματα ανθρώπων. Τέτοιοι μας απελευθέρωσαν, ενώ σήμερα ακούμε «ιερές μουρμούρες» κάποιων υποταγμένων στα σκύβαλα του κόσμου. Είναι προδοσία, κατά της αμωμήτου Πίστεώς μας, η υποχώρηση στις τσιρίδες των  χριστομάχων).
Βαλτέτσι, 12 Μαΐου 1821. Το γιαταγάνι του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, γονατίζει την υπερφίαλη Τουρκιά. «Εκείνην την ημέρα» υπαγορεύει ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του,  «ήταν ημέρα Παρασκευή και έβαλα λόγον, ότι: Πρέπει να νηστεύσωμεν όλοι διά δοξολογίαν εκείνης της ημέρας και να δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ου στέκει το έθνος, διατί ήτον η ελευθερία της Πατρίδος».
20 Ιουνίου 1913. Μάχη του Κιλκίς. Διαβάζω στο βιβλίο «Αθάνατη Ελλάς» του Δ. Καλλιμάχου, εθελοντού ιεροκήρυκος της Ε΄ Μεραρχίας: «Επέρασεν ωραία η νυχτιά κατόπιν ενός μεγαλειώδους θριάμβου. Και την επαύριον την αυγήν της 20 Ιουνίου, ενώ οι πρώτες ακτίνες του ηλίου ερρόδιζον τας κορυφάς των μενεξεδένιων οροσειρών του Μπέλες, ήκουσα και το τραγούδι των παλληκαριών μας.  Ήτο η εωθινή  των προσευχή. Εσταυροκοπήθησαν και έψαλλον, βαδίζοντες, την ωραία λεβεντιά και την πατρίδα που εγιγαντώνετο με το θριαμβευτικό των διάβα.
–         Παπούλη, θέλω να φιλήσω τον σταυρό σου για βοήθεια, κι αν πάγω, να πάγω σαν Χριστιανός…
–         Ο σταυρός μαζί σας, παλληκάρια μου».
Και όταν έφτασαν στην Δοϊράνη έσπευσαν να λειτουργηθούν στον ναό του προφήτου Ηλιού. «Είπα ενώπιον πυκνού εκκλησιάσματος ό,τι ήτο δυνατόν να λεχθή υπό το κράτος τοιούτων ισχυροτάτων εντυπώσεων, προσπαθησας να ερμηνεύσω τα ανεξερεύνητα της Θείας Πρόνοιας ήτις ηυδόκησε να επιταχύνει την εκπλήρωσιν των εθνικών χρησμών… 500 χρόνων». Και πάλι Θεία Κοινωνία από τους αθάνατους μαχητές του Κιλκίς, τα λαμπρά παλληκάρια που απελευθέρωσαν την Μακεδονία, αυτήν που έπνιξαν «οι βάτραχοι» στον βούρκο των Πρεσπών.
«9 Μαρτίου 1940. Ημέρα Κυριακή. Κυριακή της Ορθοδοξίας και μνήμη των αγίων Σαράντα.
Στο μέτωπο της Αλβανίας είναι παρών ο ίδιος ο Μουσολίνι και κατευθύνει προσωπικά την περίφημη εαρινή επίθεση.
Νιώθω μία ψυχική αγαλλίαση, συνδυασμένη με έντονη νευρικότητα.
Ενώ δηλαδή νωρίς το πρωί  ετοιμαζόμασταν για να τελέσουμε στο σπίτι που μέναμε τη θεία Λειτουργία, ξαφνικά άρχισε καταιγισμός πυρός από όλμους του αντίπαλου πυροβολικού.
Παππούλη μου, μου λέει ο διοικητής, πώς να κάνουμε σήμερα Λειτουργία;
Σήμερα ακριβώς επιβάλλεται να λειτουργήσουμε, απάντησα εγώ, για να μπούμε κάτω από την προστασία του Θεού.
Ο διοικητής τελικά υποχώρησε, κι έτσι απολαύσαμε τη θεία μυσταγωγία με μία ωραία χορωδία από τους στρατιώτες, ενώ ο γύρω χώρος είχε μεταβληθεί σε κόλαση φωτιάς.
Στη Λειτουργία αυτή ζήσαμε τη θαυμαστή παρουσία του Χριστού.
Δύο φορές στην διάρκεια της οβίδες πυροβολικού έγλειψαν την άκρη του τοίχου του σπιτιού μας και έπεσαν στον  απέναντι χώρο και βυθίστηκαν στο χώμα χωρίς να εκραγούν.
Αν έσκαζαν, θα σκοτωνόμασταν όλοι μέσα στο σπίτι… Την μέρα αυτή κοινώνησαν ο υποδιοικητής, ο υπασπιστής και πολλοί στρατιώτες του συντάγματος».
Διηγείται ο μακαριστός μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος που εκοιμήθη στις 4 Ιουλίου του 1985.  Υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας κατά την γιγαντομαχία του ΄40.  Στις αετοράχες της Πίνδου και της Βορείου Ηπείρου.  Διηγήσεις που αποδεικνύουν πως η Θεία Κοινωνία ήταν η μεγάλη δύναμη, η εξ ύψους βοήθεια, που θωράκιζε και ενθάρρυνε τους Έλληνες στο μέτωπο.
Παρέθεσα τρεις μαρτυρίες από τα τρία ψηλώματα της εθνικής μας ιστορίας, από την Επανάσταση 1821, τους Βαλκανικούς Πολέμους του  1912-13 και το Έπος του 1940.  Επαναλαμβάνω:  Τα άγια δισκοπότηρα απελευθέρωσαν την Πατρίδα.  Η Ελλάδα μεταλαμβάνει σώμα και αίμα Χριστού και πολεμά για την λευτεριά της.
Ας το βάλουν όλοι καλά στο νοσηρό μυαλό τους, όσοι βλασφημούν κατά της Θείας Κοινωνίας:  
Η Εκκλησία του Χριστού «πολεμουμένη λαμπρότερα καθίσταται».

«Αναμνήσεις από τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη»


Του Νικόλαου Μπαλδιμτσή, ιατρού
Τον όσιο Γέροντα Εφραίμ τον γνώρισα το έτος 1974. Ήμουν τότε τεταρτοετής φοιτητής Ιατρικής. Από τότε πήγαινα τακτικά προσφέροντας στον Γέροντα τις ιατρικές μου υπηρεσίες σχεδόν μέχρι την κοίμησή του.
Ο Γέροντας, όταν τον πρωτογνώρισα, ζούσε μόνος του. Είχαν «κοιμηθεί» και ο Γέροντάς του και οι υπόλοιποι πατέρες μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του ο οποίος είχε γίνει μοναχός. Τα γένια του και τα μαλλιά του ήταν ήδη λευκά. Το πρόσωπό του όμως νεανικό και το βλέμμα του διεισδυτικό και ταυτόχρονα πατρικό. Με κράτησε στο κελί του για λίγες μέρες. Η φιλοξενία του ήταν πλούσια αν λάβουμε υπόψιν ότι ακόμα και το γάλα εβαπορέ που πρόσφερε το είχε αγοράσει από τη Δάφνη και το είχε κουβαλήσει με τον τορβά στην πλάτη από την παραλία (από εκείνο το κακοτράχαλο και ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο κελί του). Ακόμη θυμάμαι την αλάδωτη φακή μέσα στην οποία είχε βάλει μερικές κουταλιές ωμό ταχίνι για να την «δυναμώσει» και πως μου έδινε κουράγιο να αδειάσω ένα τεράστιο πιάτο, λέγοντάς μου: Φα’ το παιδί μου. Στην έρημο δεν πετάμε τίποτε. Ο άνθρωπος όταν είναι κουρασμένος και πεινασμένος, πρέπει πρώτα να αναπαυθεί και να φάει. Γιατί το μυαλό του πεινασμένου, είναι στο στομάχι του. Και δεν μπορεί ν’ ακούσει ούτε πνευματικά, ούτε συμβουλές και νουθεσίες.
Ο Γέροντας ήταν πρακτικός άνθρωπος. Μου λέει μια μέρα: Έλα να σου δείξω, πώς γίνονται οι μετάνοιες. Πήρε λοιπόν ένα τσουβάλι, το άπλωσε κάτω και άρχισε να κάνει «στρωτές» μετάνοιες τόσο γρήγορα σαν πραγματικός αθλητής!
Μου λέει: Βλέπεις τα χέρια μου; Ακουμπάω κάτω τις παλάμες μου. Γιατί αν ακουμπήσω το έξω μέρος των χεριών μου θα γεμίσω κάλους και θα λένε: «Να ο παπάς κάνει πολλές μετάνοιες». Οι παλάμες δεν πιάνουν με τις μετάνοιες κάλους.
Φρόντιζε και σ’ αυτό να μην φανερώνει την πνευματική του εργασία. Όλα «ἐν τῷ κρυπτῷ».
Η προσευχή
Οι συμβουλές του για την προσευχή ήταν πολύ πρακτικές. Έλεγε: Θα ορίσεις μια συγκεκριμένη ώρα που θα έχεις ησυχία, και θα κάνεις προσευχή λέγοντας το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» αργά και παρακαλεστικά, «κλαψιάρικα» χωρίς να κρατάς κομποσκοίνι. Πριν ξεκινήσεις όμως θα κάνεις μια προεργασία. Θα διαβάσεις λίγο από το Ευαγγέλιο, από το Γεροντικό και τα άλλα πατερικά βιβλία. Θα σκεφτείς λίγο τη ζωή σου, τις ευεργεσίες του Θεού και έτσι η ψυχή θα μεταφερθεί στον πνευματικό χώρο. Πολύ βοηθάει εδώ η αυτοσχέδια προσευχή. Και έτσι, χωρίς να μετράς κόμπους με το κομποσκοίνι, θα προσεύχεσαι ορισμένη ώρα με το ρολόι. Αυτή η προσευχή με το πρόγραμμα που είπαμε, θα ζωογονήσει και θα δυναμώσει την ψυχή με τρόπο μυστικό, όπως ένα φυτό που κάθε μέρα το ποτίζουμε με λίγο νερό και αυτό μεγαλώνει χωρίς να γνωρίζουμε πώς.
Το πρωί έκανε εργόχειρο. Καθόταν στο σκαμνάκι του και σκάλιζε σφραγίδια για πρόσφορα. Τα ξύλα τα ζέσταινε σε μια μεγάλη χύτρα με νερό, στη φωτιά, για να μαλακώσουν και να τα σκαλίζει ευκολότερα. Μπροστά στο στήθος του είχε μια πετσέτα στην οποία έσταζαν τα δάκρυα που κυλούσαν ήρεμα από τα μάτια του σαν σιγανή βροχή. Καταλάβαινα ότι η ψυχή του «έβραζε» (κατά την προσφιλή του έκφραση) από την προσευχή. Δεν μιλούσε αν δεν τον ρωτούσα κάτι.
Τα λόγια του, ήταν σίγουρα, ήταν πειστικά
Οι απαντήσεις του ήταν από τους ασκητικούς πατέρες, το Ψαλτήρι και τα λειτουργικά βιβλία, όπως η Παρακλητική, τα Μηναία και τα Συναξάρια των αγίων. Όλος αυτός ο πλούτος είχε γίνει ένα με την ψυχή του. Γι’ αυτό τα λόγια του, ήταν σίγουρα, ήταν βέβαια, ήταν πειστικά. Δεν χρειάζονταν ούτε διευκρινίσεις, ούτε δευτερολογίες. Έτσι, μια φορά από την αντανάκλαση της Χάριτος που είχε ο Γέροντας, αισθάνθηκε η ψυχή μου πόσο μεγάλη είναι η αχαριστία μου στις ευεργεσίες του Θεού. Ο Γέροντας αμέσως μου έδωσε την απάντηση υπομειδιώντας και λέγοντας: «ἰσαρίθμους γάρ τῆ ψάμμω ὠδάς, ἄν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν…».
Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα
Άλλοτε πάλι, γεμάτος ενθουσιασμό έψαλλε από καρδίας θαυμάζοντας τους Αγίους Μάρτυρες: «Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ, τὸν ἀόρατον ἐχθρὸν τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως…» και έλεγε: με τα Άγια Λείψανα των Μεγάλων Οσίων και Ιεραρχών δεν μπορούμε να εγκαινιάσουμε Αγία Τράπεζα. Ενώ με τα Άγια Λείψανα και του πιο άσημου Μάρτυρα εγκαινιάζουμε Αγία Τράπεζα. Πόση μεγάλη δόξα έχουν οι Άγιοι Μάρτυρες!
Άλλη φορά, μόλις τελείωσα την εξέταση και νοσηλεία του, κάθισα δίπλα στο κρεβατάκι του. Ο Γέροντας με κρατούσε από το χέρι, χωρίς να μιλάει. Εγώ, εκείνη τη στιγμή, είδα όλη τη ζωή μου, όλα τα πάθη μου και τις αμαρτίες μου και η ψυχή μου έκλαιγε νοερά για το πόσο λύπησα το Χριστό. Αφού πέρασε πολύ ώρα σε αυτή την κατάσταση, γυρίζει ο Γέροντας και μου λέει: Καλό ήταν κι αυτό!
Κατάλαβα ότι περίμενε κάτι υψηλότερο, όπως η ευγνωμοσύνη και η αγάπη σαν τον πατέρα που θέλει το παιδί του να το δει άρχοντα. Αλλά πού τέτοια κατάσταση!
Ενώ όλη του η εμφάνιση και η προσωπικότητα δημιουργούσε δέος, η ψυχή του ακτινοβολούσε γλυκύτητα, τρυφερότητα και ευαισθησία, χαρίσματα που του έδωσε η Παναγία.
Ο Γέροντας τότε δεν διάβαζε Ακολουθία στην εκκλησία, επειδή ήταν μόνος του. Όλες τις Ακολουθίες τις έκανε με το κομποσκοίνι. Έλεγε: Έλα τώρα να κάνουμε τον Εσπερινό. Μετρούσε τα κομποσκοίνια και έλεγε το «Δι᾿ εὐχῶν» με το τέλος της Ακολουθίας. Με τον ίδιο τρόπο, γίνονταν και οι υπόλοιπες Ακολουθίες.
Η βραδινή Ακολουθία άρχιζε στις δώδεκα τα μεσάνυκτα και τελείωνε στις τέσσερις το πρωί. Ένα βράδυ ο Γέροντας, ξέχασε να μου πει ότι τελείωσε η Ακολουθία και εγώ, νομίζοντας ότι μάλλον θα έχουμε αγρυπνία, συνέχισα την προσευχή μέχρι το πρωί. Το πρωί ο Γέροντας μου είπε: Συγγνώμη, παιδί μου, που δεν σε ειδοποίησα απόψε και ξενύχτησες.
Η ευαισθησία της ψυχής του Γέροντα
Για να φανεί η ευαισθησία της ψυχής του Γέροντα, ένα βράδυ όπως με είχε βάλει να κοιμηθώ επάνω σε έναν πάγκο, επειδή ήταν χειμώνας και έκανε κρύο, με είχε σκεπάσει με πολλά σκεπάσματα. Ενώ κοιμόμουν, σηκώθηκε και ήρθε από το κελί του και με το χέρι του ψηλαφούσε μέσα στο σκοτάδι τα σκεπάσματα.
Ξύπνησα και του λέω: Γέροντα θέλετε κάτι; Και μου λέει: Παιδί μου δεν ήμουν σίγουρος αν σε σκέπασα με την μαλακή κουβέρτα ή με την σκληρή από τραγόμαλλο, η οποία «τσιμπάει». Και ήρθα να το δω γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ σκεπτόμενος ότι μήπως από απροσεξία μου, δεν μπορείς να κοιμηθείς.
Ένα βράδυ ο Γέροντας με έβαλε να κοιμηθώ στο κελί του, στο κρεβάτι του. Εκείνος πήγε σε άλλο κελί. Θα μου μείνει αξέχαστη η προσευχή που μου έδωσε ο Θεός, με τις ευχές του, μέσα στο μαρτυρικό κελάκι του. Η προσευχή ήταν αρέμβαστος, καθαρή. Η ψυχή μου έγινε διορατική. Έβλεπα τους λογισμούς να προσπαθούν να με προσβάλλουν αλλά πριν πάρουν σχήμα, εξαφανίζονταν. Αυτή η προσευχή ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο των ευχών του Γέροντα αλλά και του μαρτυρικού κελιού του στο οποίο είχε δεχθεί τόσες επισκέψεις της Θείας Χάριτος.

ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ


 Από το βιβλίο «Θεία ανάβασις, ερμηνεία στον Όσιο Θεογνωστο»,
  "Μου κάνει ἐντύπωσι, ὅταν μερικὲς φορὲς σᾶς βάλω κανόνα ἀκοινωνησίας, τὰ μάτια σας γίνονται σὰν τὰ μάτια τοῦ φθονεροῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ καρδία σας σὰν τὴν μάταιη καρδιὰ τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ δείχνει πόσο μᾶς βλάπτει πολλὲς φορὲς ἡ θεία κοινωνία, ἡ συμμετοχή μας στὸ μυστήριο. Ἐξοικειωνόμαστε μὲ τὴν θεία κοινωνία καὶ ἀντὶ νὰ χαροῦμε καὶ νὰ πανηγυρίσωμε, διότι ἀπὸ πολλὴ στοργή, ἀπὸ σκύψιμο καὶ τιμιότητα, ἀπὸ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη ὁ Γέροντας μᾶς βάζει ἀκοινωνησία ἤ μᾶς περικόπτει τὴν θεία κοινωνία, ἐμεῖς ἀρχίζομε νὰ προβάλλωμε προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις: “Μά, μὲ βοηθάει ἡ θεία κοινωνία. Μά, ὅταν δὲν κοινωνάω, πέφτω σὲ ἁμαρτίες, δὲν μπορῶ, ἔχω δυσκολίες. Μά, ἡ κοινωνία εἶναι τροφή· μά, ἡ κοινωνία εἶναι ὁ Χριστός, καὶ οἱ Πατέρες λένε κάθε ἡμέρα νὰ κοινωνᾶμε”. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἁπλῶς θέλομε νὰ συνεχίσωμε τὴν ἁμαρτωλή μας ζωή. Βλέποντας τὰ μάτια σας, ὅταν σᾶς βάζω κανόνα γιὰ τὴν θεία κοινωνία, βλέπω τὸ δούλεμα τοῦ διαβόλου στὴν ζωή σας. Τρομερό πρᾶγμα».
ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, σελ. 227.-