Monday, May 30, 2011

ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ «ΡΗΝΕΛ»

Κείνα τα χρόνια, του μεταπολέμου, σαν έπιανε να χειμωνιάζει και σαν ο βοριάς ξερός και ανελέητος ξύριζε δέντρα και ανθρώπους, όταν κατέβαινε από τις πλαγιές του Όλυμπου, εκεί κοντά την Αγιάσο, γεμάτος χιονόνερο και βούιζε πάνω στα σύρματα του τελέγραφου, με το μονότονο σφύριγμά του. . .

… Έπαιρνε μαζί του κάθε χαρά και δύναμη ανθρώπινη, γέμιζε στο πέρασμα του κρύο τσουχτερό και χιόνι παγωμένο. . .

… Τότε εμείς μωρά παιδιά επτά-οχτώ χρονών, μαζευόμασταν δίπλα στο σπίτι της θείας μου και δεν ξεκολλούσαμε πάνω απ΄ το μαγκάλι, που φρεσκογιάλιζαν τα κάρβουνα, από μοσχοβολημένα κούτσουρα λιόδεντρου! ! !

… Εκεί οι ξαδέλφες μας, σαν άρχισε να χωνεύει λίγο η φλόγα, από τα ξύλα, έριχναν μια σχάρα πάνω απ’ τη φωτιά και αρχίζαν να ψήνουν το χωριάτικο ψωμί με τυρί κασέρι από πάνω, για με κεφαλοτύρι. . .

Αλλά από κάτω, κατακρέατα στα κάρβουνα, έβαζαν κάστανα Αγιασώτικα, που μοσχοβόλαγε ο αγέρας στο δωμάτιο, και τα πρόσωπα έπιαναν να ροδοκοκκινίζουν. . .

… Και ο βοριάς απέξω δεν ξεχνούσε το σκοπό του. . . μανιασμένος και μονότονος, με μίσος και λύσσα θαρρείς, πήγαινε να παγώσει ό,τι έβρισκε μπροστά του. . . και να τρυπώσει στο σπίτι, απ’ τις χαραμάδες της πόρτας κι’ απ’ τα παράθυρα. . .

… Τότε η γιαγιά, ακουμπισμένη στο «μιντέρι» της χαρχάλιαζε τα μαγκάλι κι’ αναγάλλιαζε από χαρά που μας κοίταζε όλους αγαπημένους και μονιασμένους, γύρω από τη φωτιά του χειμώνα. . . Ανασάλευσε τη νησιώτικη βράκα της και μας απαλοκοίταζε όλους με κρυφό καμάρι. .

-- Έλα γιαγιά θα μας πεις κανά παραμύθι; Και παρακαλούσαμε εμείς με τα μάτια υγρά από αγάπη και λαχτάρα για την πολυαγαπημένη μας γιαγιούλα! ! !

…Ήταν δεν ήταν στα ογδόντα της, τότε, εκείνη.

Ξεροκόκαλη νησιώτα, σαν έμεινε μικροχήρα, μόνη μεγάλωσε τις τέσσερις κόρες τις, τιμή και καμάρι του χωριού, και τις καλοπάντρεψε.

… Και τώρα, μαραμένη κι’ όλο ρυτίδες στο σχεδόν κουτσουριασμένο πρόσωπο της, μα με δυο ολοζώντανα γαλανά μάτια, που γυαλίζαν γλυκά κι όλο αγάπη μεσ’ τις βαθιές κόνχες τους. . .

… Μας κοίταζε όλους σαν να ‘θελε να μας χαρίσει όλο το μέλι της γεροντικής αγάπης της και τη ζεστασιά της μεγαλομάνας! ! !

… Μας καλολόγιαζε και μας καμάρωνε. .

… Το παιδί του παιδιού μου δυο φορές παιδί μου! ! Έλεγε και ξανά ‘λεγε. Ξέρεις τι είναι αγάπη μουρέλιμ; μου ‘λεγε εμένα και με γλυκοτράβαγε κοντά, στη σουριασμένη της βράκα. . .

-- Τι ξέρω ‘γω γιαγιά τι μου λες τώρα εσύ; Της ανταπαντούσα εγώ και χωνόμουνα στην αγκαλιά της τη ζεστή και χανόμουν μες τη βράκα της! ! !

. . .Εκείνη με χάιδευε απαλά με τα κοκαλιάρικα χέρια της, όπως ήξερε να μας χαϊδεύει όλα τα εγγόνια της, και χασμουριόταν σαν τη γατούλα μας τη «η ψαρή» που εκεί στη γωνιά δίπλα μας μισοκοιμόταν. . .

Καημένη μου γιαγιά . . . σαν σε θυμάμαι τώρα, μόνο δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου για τον χαμό σου, που δεν είσαι πια κοντά μας, παρ’ ότι έφυγες εκατό τόσο χρονών από τον κόσμο τούτο, γεμάτη αγάπη και ευχές για μας και τις κόρες σου.

... Μας κοίταξε και μας καμάρωνε. . .

…Μεσ’ τα βαθιά τα μάτια της πελάγη απέραντα έκρυβε τη συλλογή της και τον πόνο μιας ολόκληρης ζωής. . . Μιας ζωής γεμάτης έγνοιες και πίστη στο δημιουργό της, στο Θεό, για τη δύναμη που τις έδινε να μη λυγά ποτέ. . .

Και πράγματι ποτέ δεν λύγισε τούτη η γριά . . . η νησιώτισσα. . . από νέα. . . Χοντροκόκαλη, κι’ αδάμαστη στον κάθε λογής καημό και πόνο, στάθηκε όρθια, μα και ταπεινή όλο αγάπη και δέος για την οικογένεια της κι’ ακόμα , κι’ ακόμα για τον πόνο του διπλανού της του γείτονα. . . Πόσοι πόνοι κείνα τα χρόνια του μεταπολέμου. . . Ο κόσμος πούλαγε και τα κρεβάτια του ακόμα, για μια μπουκιά ψωμί. . .

… Μας κοίταζε που λες και μας καμάρωνε. . .

. . .Κι’ έτσι άρχιζε τις ιστορίες της, που πάντα τελειωμό δεν είχαν. . .

… Εκείνη πάντα μας έλεγε, κι’ εμείς όλο ακούγαμε. Πότε νυσταγμένα, απ’ τα παιχνίδια της ημέρας, και πότε με λαχτάρα και περιέργεια όλο την ακούγαμε. . .

… Ένα βράδυ της λέω: γιατί γιαγιά τα χέρια σου είναι ζαρωμένα; Κι’ εκείνη μ’ απαλοκοίταξε χαμογέλασε και ψιθύρισε. . . «Εκεί που είσαι ήμουνα κι’ εκεί που είμαι θα ‘ρθεις» Που να ξέρω για το τι μου ‘λεγε η γιαγιά μου τότε. . . Μα θυμόμουν τα λόγια της πάντοτε όμως χωρίς νόημα. . . Τώρα όμως που τα χρόνια πέρασαν και τα χιόνια άρχισαν να πέφτουν στα μαλλιά κατάλαβα, πια τι ήθελε να μου πει! ! !

… Μα η γιαγιά τώρα έχει φύγει. . .Και μόνο το δάκρυ σαν έρθει απαλό στη θύμηση της ….. μου θολώνει το μάτι και μου γεμίζει τα μάγουλα υγρές σταγόνες. . .

Και στην καρδιά ο πόνος γίνεται μάρτυρας, για κείνη, που ήταν η αγάπη ολόκληρη! !Καημένη γιαγιούλα μου. . .

Εσύ ρώταγες αν ξέρουμε τι είναι αγάπη και δεν το ‘ξερες πως με τις πράξεις σου ήσουν η αγάπη σκέτη. . .

… Ένα βράδυ σαν κι’ εκείνο, μαζευτήκαμε πάλι όλα τα εγγόνια και την παρακαλέσαμε να μας πει μια ιστορία . Ένα παραμύθι.

Ήταν έτσι κρύο χειμωνιάτικο. . .Σούρουπο. . . κι’ ο βοριάς «που τα’ αρνάκια παγώνει» από νωρίς άρχισε τη δουλειά του. . .Ξερός και άγριος έκλεισε τον κόσμο, νωρίς, νωρίς στα σπίτια του.

… Έλα γιαγιά πες μας ένα παραμύθι. . .γκρινιάζαμε όλοι. . .κι’ αυτή σαν είδε και αποεΐδε πως δεν μπορεί να αποφύγει, γλυκοκάθισε στη θέση της κι’ άρχισε με τη χωριάτικη προφορά της να διηγείται την ιστορία της.

… Όταν είσαι πετράδι να είσαι διαμάντι . . .

… Όταν είσαι σιδερικό να είσαι χρυσός. . .

… Και όταν είσαι άνθρωπος να είσαι καλός. . . να είσαι σωστός. . . γεμάτος αγάπη για όλους. . .

… Ακούστε λοιπόν την ιστορία αυτή:

… Μια φορά κι’ έναν καιρό ήταν ένας νοικοκύρης σαν τον παππού καληώρα, που δεν τα ‘βγαζε πέρα και τόσο καλά στα οικονομικά του. Ήταν φτωχός. Η Τουρκιά μας είχε ρουφίζει το αίμα απ’ τον καιρό που έπεσε η ρωμιοσύνη στα χέρια της. . . Μαύρες μέρες, άσχημη ζωή. Πήρε λοιπόν των οματιών του ο δυστυχής και ξενιτεύτηκε κατά πέρα. . . Απέναντι στην Ανατολή. . . Χτίστης ήταν, μάστορας καλός, τα χέρια του έπιαναν και βρήκε εύκολα δουλειά.

Έπιασε δουλειά σ’ έναν αγά, μεγάλο και τρανό, εκεί στη Σμύρνη. Η Σμύρνη τότε άνθιζε κι’ έδενε με τον ελληνισμό της. . .

… Εκεί που λέτε δούλεψε πολλά χρόνια ατέλειωτα, κι’ απέραστα. . .

. . .Ε, άμα καζάντισε πια και σηκώθηκε να φύγει γιατί άφησε πίσω σπιτικό και παιδί βυζανιάρικο, του λέει ο αγάς.

Ώρα καλή σου γκιαούρ πρωτομάστορα, μα πριν φύγεις θα μας δώσεις πέντε μιτζίτια να σου πω μια συμβουλή.

Αυτός σαν καλόβουλος που ήταν του λέει καλά.

Το λοιπόν λέει ο αγάς. Όπου κι’ αν είσαι τον ίσιο δρόμο να τραβάς! ! !

Ύστερα όμως του λέει, άλλα πέντε μιτσίτια να σου πω μιαν άλλη συμβουλή. Καλά του λέει αυτός και του ‘δωσε κι’ αυτά.

Και του ‘πε ο αγάς .Ότι βλέπεις στη ζωή σου θα λες όλα καλά! !

Αλλά ο αγάς δεν τον άφηνε να φύγει.

Θα μου δώσεις του λέει άλλα πέντε να σου πω άλλη μια συμβουλή.

Το θυμό σου θα τον κρατάς για αύριο.

Καλά του λέει ο άνθρωπος μας και μαζεύει τα μπογαλάκια του να φύγει, γιατί στο μεταξύ αυτό, του έμειναν μόνο λίγα μιτσίτια πια. . .

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει φτάνει σ’ ένα σταυροδρόμι. . . Εκεί βρίσκει άλλους τρεις συγχωριανούς του που του λένε, έλα να κόψουμε λίγο δρόμο για πιο γρήγορα. Μα αυτός θυμήθηκε τη συμβολή του αγά, τον ίσιο δρόμο να τραβάς. Και τράβηξε ίσια το δρόμο του.

Άμα πήγε καμιά δεκαριά μίλια συνάντησε τον ένα από τους τρεις συγχωριανούς του να τον περιμένει.

Άστα του λέει: Το και το: μας λήστεψαν οι Τούρκοι στο κοντοδρόμι και τους άλλους δυο τους σκότωσαν. . .

Τότε ο άνθρωπός μας δόξασε τον Θεό και προχώρησε το δρόμο του.

Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε και σε καμιά δεκαριά μέρες συνάντησε έναν πύργο μεγάλο. . .

Χτυπά την πόρτα μπαίνει μέσα, και τι να δει, νεκροκεφαλές και σκελετοί παντού κρεμασμένα! ! ! Μα αυτός τσιμουδιά. Όλα καλά έλεγε πάντα, σαν τον ρωτούσαν. . .

Αργά το βράδυ λοιπόν τον κάλεσε ο οικοδεσπότης για φαγητό και κάθισαν στο τραπέζι .

Ο άνθρωπός μας τσιμουδιά. . .

Όταν βράδιασε και απόφαγαν πήγαν να κοιμηθούν . Το πρωί ο οικοδεσπότης τον φώναξε κοντά του και τον ρωτά, Καλά δεν βλέπεις τίποτα παράξενα εδώ μέσα. Όχι λέει ο φίλος μας. Όλα καλά! ! ! Θυμήθηκε την δεύτερη συμβουλή του αγά .

Βρε από δω , βρε από κει, τίποτα. Όλα καλά! ! ! Και σηκώνεται να φύγει. . .

Του λέει τότε ο ιδιοκτήτης του πύργου. Τα κεφάλια που βλέπεις εδώ και οι σκελετοί ήταν επισκέπτες φιλοπερίεργοι που τους έκοβα τα κεφάλια για την περιέργεια τους. Εσύ όμως επειδή ήσουνα καλός δε σου πήρα το κεφάλι. . .

Κι’ από πάνω φωνάζει τους υπηρέτες του και τους διατάζει να του δώσουν το καλύτερο άλογο για τον δρόμο του, φορτωμένο με χίλια χρυσά μιτσίτια ! ! !

… Ευχαριστεί που λες ο άνθρωπος μας τον ιδιοκτήτη του πύργου, καβαλά το άτι και δρόμο για το χωριό του. . .

* * * * * * * * * * * * * * * *

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, κι’ ύστερα από είκοσι τόσες μέρες, φθάνει στο χωριό του.

Όπως πλησίαζε λοιπόν στα πρώτα σπίτια από μακριά βλέπει το σπίτι του με τα παράθυρα φωτισμένα και δυο σκιές να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται μέσα στο φως πίσω από τις κουρτίνες και τα τζάμια του παραθύρου. . .

… Θολώνει το μυαλό του καημένου, τραβάει τη χαντζάρα και τρέχει ολόισια να σφάξει την γυναίκα του και «το φίλο της» γιατί νόμιζε πως τον απατούσε! !

… Όμως κείνη την στιγμή αμέσως θυμήθηκε τη Τρίτη συμβουλή του αγά: Το θυμό για αύριο! !

… Άιντε να δώσουμε τόπο στην οργή. Γυρίζει το χαλινάρι του αλόγου και με τη σκέψη να σκοτώσει την «άπιστη γυναίκα» αύριο, τραβά ίσα να κοιμηθεί σ’ ένα χάνι. . .

… Την επαύριο λοιπόν πια ολόισια στο σπίτι κι’ άμα μπήκε μέσα βλέπει να κατεβαίνει απ’ τη σκάλα, στο χαγιάτι σφιχταγκαλιασμένη την γυναίκα του, με τον «φίλο της» . . .

… Πριν προλάβει όμως ν’ ανοίξει το στόμα του ο καλός μας παρατάει «το φίλο» η γυναίκα του και τρέχει να αγκαλιάσει τον άνδρα της! ! !

Γιατί βέβαια αμέσως τον γνώρισε, παρ’ ότι πέρασαν είκοσι χρόνια! ! !

Καλώς τον, καλώς τον, τον άνδρα μου, έλεγε εκείνη και τον αγκάλιαζε! ! ! Από πίσω «ο φίλος της, έμεινε να χάσκει με ανοιχτό το στόμα».

… Τρέχει που λες κι’ αυτός κοντά, κι αυθόρμητα αγκαλιάζει τον καινούριο επισκέπτη. . . με φωνές χαράς και κλάμα. . .

Πατέρα. . Πατέρα. . . έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα αναφιλητά του αφού τον καταφίλαγε και τον αγκάλιαζε σφιχτά. . . Καλώς ήρθες πατέρα μου και τον ψηλάφιζε να δει αν ήταν πράγματι εκείνος ζωντανός, γιατί τον είχαν ξεγραμμένο.

… Πεθαμένο. . .

… Κείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν γράμματα και ταχυδρόμοι! ! !

… Ήταν που λέτε ο γιος του αυτός! ! !

* * * * * * * * * * * * * * *

… Η γιαγιά ξεχαρχάλεψε τη φωτιά που στο μεταξύ αυτό έμεινε στάχτη με μικρά μισόσβιστα καρβουνάκια και φώναξε τη μάνα μας.

Βασιλική! ! !Έλα. . .

… Έλα να πάρεις τα παιδιά να τα βάλεις στο στρώμα τους… Γιατί εμείς πια μισοκοιμόμασταν στα πόδια της γιαγιάς γύρω-γύρω στο μαγκάλι.

Η μάνα μου πολυάσχολη όπως πάντα έτρεξε απ’ τη κουζίνα, μας μάζεψε όλους σαν τα αρνάκια και μας απόθεσε, απαλά, απαλά, τον καθένα στη θέση του μέσα στο στρώμα. . .

Κι’ εμείς κάτω απ’ το πάπλωμα χουχουλίζαμε τα χέρια μας να ζεσταθούμε, μα το μυαλό μας ξαναγύριζε στο παραμύθι της γιαγιάς! ! !

… Που να σκεφτώ εγώ τότε, πως ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια θα μου ‘ρχοταν στο μυαλό τούτος ο μύθος της γιαγιάς ! ! ! Που πια στο λαμπικαρισμένο μυαλό, δεν ήταν καθόλου παραμύθι ούτε ένας λόγος ξεκάρφωτος! ! !

Μα συμβουλή χρυσή. . . διαμάντι. . . για κείνον που θέλει πραγματικά να ζήσει μια κατά Θεό ζωή! ! !

… Μα η γιαγιά έχει φύγει. . .

Μόνο κάπου-κάπου, μου έρχεται στο όνειρο, με το γλυκό της πρόσωπο και τα καθάρια γαλανά μάτια της, τόσο αιθέρια, μα και τόσο ζωντανή , που θαρρείς είναι τώρα που κάθεται εκεί στο κατώγι , κοντά στο μαγκάλι του χειμώνα και που έξω ο βοριάς δεν σφυρίζει πια μανιασμένα μα θαρρείς γλυκά, μ’ ένα λαφρύ κι’ όμορφο μελτεμάκι, σαν σε όνειρο, σαν πραγματικότητα! ! ! Και είναι σαν να μας ψιθυρίζει τα λόγια της γιαγιάς. Να τραβάς τον ίσιο δρόμο της ζωής σου! ! ! Να μην είσαι γκρινιάζεις και στις αναποδιές της ζωής να λες πάντα «όλο καλά». Δόξα τω Θεώ! ! !

… Και πως άμα θυμώνεις να μην εκφράζεσαι αλλά να κρατάς τον θυμό σου για αύριο! ! !

… Αύριο ο Θεός θα ξημερώσει μιαν άλλη καλή μέρα! ! !

* * * * * * * * * * * * *

Ευλογημένη γιαγιά μου. . . γιαγιούλα μου. Αγιασμένα τα κοκαλάκια σου εκεί που κείτονται. . .

… Παλιοί άνθρωποι, παλιές ιδέες. . . μα τόσο καινούριες. . . Αγιασμένες ψυχές «από κοιλίας μητρός».

Από το βιβλίο του Παναγιώτη Ψωμά: «Ιστορίες για τον πόνο της ξενιτιές και άλλα διηγήματα». Cape Town , South Africa , Μάρτιος 1999


No comments:

Post a Comment