Saturday, July 31, 2010

Πώς προσεγγίζουμε τους αγίους




Ένας πολύσοφος σύγχρονος ιεράρχης είπε τον έξης λόγο: «Είναι μεγάλος άθλος να βρίσκεσαι και να ζης κοντά σε ένα Άγιο. Απαιτεί μεγάλη ταπείνωσι και θέλει άκρα προσοχή». Τον δικαιολογώ απολύτως και συμφωνώ μαζί του. Για ποιο λόγο; Ο Άγιος βρίσκεται σε θέσι υπέροχης έναντι του εισέτι αγωνιζομένου να εγγίση τα κράσπεδα του Θεού. Έχοντας ήδη αποκτήσει τον νουν Χριστού και αγόμενος υπό του Αγίου Πνεύματος, φαίνεται πολλές φορές ακατανόητος για το πως σκέπτεται και το πως ενεργεί. Φυσικά δεν είναι απαλλαγμένος από τα συγγνωστά πάθη, της ανάγκης του ύπνου, του φαγητού, των σωματικών ασθενειών. Ούτε πάλι στολίζεται με όλα μαζί τα χαρίσματα του Θεού, αφού κατά την χωρητικότητα της ιδιοπροσωπίας του δέχθηκε και το πλήρωμα των ειδικών χαρισμάτων, όπως αναλύει σε βάθος και με οξυδέρκεια ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Όμως, και στο πεδίο των φυσικών και συγγνωστών παθών διαφέρει ο Άγιος από τον μή άγιο στην αντιμετώπισί τους, που είναι πάντα σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και ενεργείται στο επίπεδο του Πνεύματος.
Με την προύπόθεσι αυτή, όποιος βρίσκεται κοντά η πλησιάζει ένα Άγιο, για να μή σκανδαλισθή από την εν γένει βιοτή του, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από κάθε είδος υπερηφάνειας και ανθρωπαρεσκείας. Νομίζω ότι πάμπολλες φορές πλησιάζομε χαρισματούχους ανθρώπους ή για να έχωμε κάποια επίφασι νομιζόμενης αυτοαγιότητος κατά εκπομπή ή για να καυχώμαστε πως εμείς αξιωθήκαμε και είχαμε συζητήσεις και εμπειρίες μαζί του, ή ότι με την μία αυτή επίσκεψι πήραμε από την χάρι του και αυτομάτως γίναμε και πνευματικοπαίδιά του, κρύβοντας έτσι πολύ τεχνικά αισθήματα κρυφής μειονεξίας, ύπουλης ζηλοφθονίας ή και παιδικής ανοησίας μας… Λησμονούμε το «ει ήτε τέκνα του Αβραάμ, εποιείτε αν τα έργα του Αβραάμ»… Δηλαδή, δεν γινόμαστε άγιοι εξ επαφής, ούτε αυτοστιγμιαίως.
Όταν, λοιπόν, προσεγγίζωμε ένα Άγιο με πνεύμα ταπεινής μαθητείας, παρέχομε στον εαυτό μας την αρίστη ευκαιρία να μετατεθούμε στον άλλο αέρα, τον του Πνεύματος του Θεού, υπό του οποίου ο Άγιος άγεται και φέρεται και ως εκ τούτου οιονεί αποτελεί έμπνουν και ζων Ευαγγέλιον. Βλέποντας έτσι και συγκρίνοντας το ιδικό του ύψος και την ιδική μας πνευματική πτωχεία, θα ταπεινωθούμε περισσότερο και θα ανοίξωμε την καρδιά μας να δεχθή τον αναπαυόμενον εν τοις ταπεινοίς την καρδίαν, προφυλάσσοντας μας από την πιο επικίνδυνη μορφή πνευματικού πολέμου, την αυτάρκεια και την μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, την κενοδοξία.
Εξ άλλου, όταν πλησιάσωμε την αγία μορφή με πνεύμα πνευματικής αυτοδικαιώσεως και περιέργειας ή και εν μέρει αισθήσεως πληρότητος πνευματικής, κινδυνεύομε να πέσωμε στην παγίδα της απορρίψεώς του, όταν αυτά που τυχόν θα μας πή και συμβουλεύση έρχονται σε αντίθεσι με την ιδεατή εικόνα που μόνοι μας ζωγραφίσαμε για τον εαυτό μας. Κατεβάζοντας τον Άγιο στα δικά μας μέτρα και κρίνοντας τον με κριτήρια χαμηλής πνευματικότητος ή και κοσμικότητος ακόμη, είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα στρέψωμε περιφρονητικά τα νώτα μας, μή μπορώντας να προσοικειωθούμε την σκληρότητα των λόγων του, που είναι ωστόσο κριτικοί των εσωτάτων εννοιών και ενθυμήσεών μας.
Με το πρίσμα αυτό μπορούμε να εξετάσωμε και την στάσι μας έναντι στην ανάγνωσι των Βίων των Αγίων. Τα μεν υπερφυσικά γεγονότα ταπεινώνουν τον ταπεινό περισσότερο, τον δε υπερήφανο οιηματία τον κάνουν να τα θεώρηση ή αδύνατα να πραγματοποιηθούν η να τους αποδώση την μομφή των μυθικών διηγημάτων, χρησίμων μόνον για ανθρώπους με μειωμένη πνευματική αντίληψι και ικανότητα… Δίκοπο μαχαίρι!
Ζώντας στο Άγιον Όρος πάνω από τρεις δεκαετές, και καταργώντας τον τόπο με τον τρόπο μου, έχω διαπιστώσει αρκετές φορές την διάθεσι των επισκεπτών ή προσκυνητών να συναντήσουν μια φωτισμένη μορφή αποβλέποντας ωστόσο να συναντήσουν ένα μάγο ή έστω ένα θαυματουργό ή διορατικό και προορατικο, περιορίζοντας ή μάλλον υποτιμώντας και αχρειώνοντας έτσι πολύ το πεδίο της εν Χριστώ αγιότητος. Δεν φαίνεται με την έρευνα και σχέσι αυτή να επιδιώκωμε τόσο την κάθαρσι των παθών μας και τον αγιασμό «ου χωρίς ουδείς δέεται τον Κύριο», όσο το να χορτάσωμε την εγωϊστική περιέργειά μας, που αν δεν το πετύχωμε, αρχίζομαι να αμφιβάλλωμε για την δυνατότητα υπάρξεως σήμερα Αγίων και μπορεί να καταλήξωμε στην βλασφημία του Αγίου Πνευματος, ισχυριζόμενοι ότι χάθηκαν σήμερα οι Άγιοι, λες και η αγιότητα «βγαίνει στο παζάρι», κατά έκφρασι αγιορείτικη ή «κτυπά κουδούνια».
Ο μακαρίτης παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης έλεγε «Αλλοίμονο στον άγιο που βγήκε η φήμη του μέχρι την Αθήνα» ή «με την κατάρα του Θεού και την ευχή του διαβόλου διαδόθηκε ότι είμαι άγιος»…
Τελευταία φορά που επισκεφθήκαμε τον μακαριστό γέροντα Παΐσιο, πριν βγη από το Όρος για το νοσοκομείο, τον βρήκαμε πολύ αρπαγμένο.
«Γιατί, γέροντα, είσθε έτσι;», τον ρώτησα.
«Τινά μην είμαι, ευλογημένη ψυχή, εκεί πέρα, ας ύποθέοωμε να πούμε; Τρελλάθηκε ο κόσμος! Άγιο με ανεβάζουν, άγιο με κατεβάζουν. Εμένα και τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Ο παπα-Έφραιμ είναι άγιος μεγάλος μάλιστα. Εγώ τί παλαιοσκουριασμένος τενεκές, να πούμε είμαι, να με ελεήση ο Θεός… Ξέρετε, αυτή την στιγμή στο Άγιον Όρος ζούνε πενήντα άγιοι και μεγάλοι άγιοι. Αλλά είναι έξυπνοι, όχι σαν και μένα τον βλάκα που βγήκε το όνομά μου και βλέπετε τι τραβάω καθημερινά» (περίμεναν στις καστανιές να τον συναντήσουν αρκετές δεκάδες επισκέπτες). «Παρακαλούν, λοιπόν, τον Χριστό μας και του λένε: Μή μας δοξάσης εδώ κάτω, κράτα το στεφάνι για την άλλη ζωή. Και ο φιλότεκνος Πατέρας, να πούμε, ακούει τα φιλότιμα παιδιά Του και τους κάνει την χάρι. Ξέρετε, όμως; Εμείς εδώ από την ανατολική πλευρά του Όρους έχομε υγρασία και δεν ευδοκιμεί η αγιότητα τόσο καλά. Γι΄ αυτό έχομε μόνο δεκατέσσαρες. Εσείς από την άλλη μεριά που σας βλέπει περισσότερο ο ήλιος έχετε τριανταέξι»…
Τα λόγια αυτά του πολυπονεμένου και πολυχαρισματούχου οσίου των ήμερων μας κατ΄ επανάληψιν τα βεβαιώθηκα εμπειρικά, συναντώντας χωρίς προγραμματισμό και ειδική έρευνα αγίους και μάλιστα μεγάλων πνευματικών μέτρων. Βρίσκονται και στα Κοινόβια, βρίσκονται και στην Έρημο. Ποικιλία μορφών και χαρισμάτων! Το μεγάλο τους και κοινό μυστικό είναι αυτή η επίμονα επιδιωκόμενη κρυφιότης από εκείνη την εμπορική αίσθησι της αγιότητος που έχομε οι πολλοί, αλλά και η βαθύτατη ταπείνωσις και η χειρότερη εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους – το ελκτικό άλλωστε σημείο της αγιαστικής Χάριτος του Κυρίου.
Τον Λώτ δεν τον πείραξε ο ασφυκτικός σοδομιτικός περίγυρος να διακριθή στην τήρησι των εντολών του Θεού. Ούτε τον Μωϋσή επηρέασε η φαραωνιτική και ειδωλομανούσα Αίγυπτος. Τί, όμως, ωφέλησε τον Γιεζή
πού ζούσε κοντά στον προφήτη Ελισαίο ή τους υιούς Ηλεί που «ήσθιον εκ των θυσιών του ιερού»; Ακόμη, σε ποιό σημείο βλέπομε να ωφελήθηκε από την τριετή συμβίωσί του με την περί τον Κύριο δωδεκάριθμη αποστολική χορεία ο άθλιος Ιούδας; Άλλωστε του τα ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς ωστόσο να αισθανώμαστε ότι πολλές φορές βρισκόμαστε σε παράλληλη με αυτόν πορεία εμείς οι ίδιοι. .. Καλό είναι να συναντούμε Αγίους, δύσκολο όμως να τους προσεγγίζωμε όπως αρμόζει.
Η τάσις της «γεροντολαγνείας», όπως οvoμάζεται από συγχρόvoυς μας εκκλησιαστικούς παράγοντες, δηλαδή το να γυρίζωμε όλη την οικουμένη και νά ψάχνωμε για διορατικούς και φωτισμένους Αγίους, παίρνοντας από όλους συμβουλές και μή εφαρμόζοντας καμμία απ΄ αυτές, είναι και πρόβλημα σοβαρό, είναι και αφορμή κάποιας μορφής αισιοδοξίας. Πρόβλημα παραμένει, αν περιθριγκωθή από αυτού του είδους την αναζήτησι φτωχής και μή ιάσιμης ανθρωποπαθούς θαυματουργίας, στα ίδια μέτρα των πολυπληθών απατεώνων μάγων και των γιόγκι.

Αφορμή χαράς και ελπίδος, γιατί φαίνεται μια ακτίνα αναζητήσεως του τελείου προτύπου στην πορεία της ζωής μας, οπότε και ο όρος «γεροντολαγνεία» χάνει αμέσως το περιεχόμενο του, αφού εμπίπτομε στα κανονικά και παραδοσιακά όρια της απαραίτητης προσωπικής μας σχέσεως με ένα πεπειραμένο και φωτισμένο πνευματικό οδηγό, απ΄ τον οποίο πλησιάζοντας τον προσδοκούμε βοήθεια για να ξεπλύνωμε τον ερρυπωμένο χιτώνα της ταλαίπωρης ψυχής μας και να βιώσωμε ορθόδοξα και ταπεινά το μυστήριο της πνευματικής σχέσεως του διδύμου Γέροντας-υποτακτικός.

Στο σημείο πάλι αυτό είναι αναγκαίο να κάνωμε κάποια μικρή παρατήρησι. Στην προσπάθειά μας να βρούμε «άγιο» πνευματικό καθοδηγητή, αν τα πνευματικά αισθητήριά μας είναι εισέτι αγύμναστα, μπορεί αντί ποιμένος να βρεθή ξαφνικά μπροστά μας λύκος, οπότε σε συνδυασμό με μια διαστρεβλωμένου τύπου υπακοή που εγγίζει τα όρια από μεν την θέσι του «αγίου» πνευματικού της ψυχαναγκαστικής καταδυναστεύσεως της προσωπικότητος του πιστού, από δε την θέσι του αναζητούντος την επίμονη αίσθησι απολύτου παραιτήσεως από κάθε ανάληψι προσωπικής του ευθύνης για την περαιτέρω πνευματική του πορεία και τελεία εγκατάλειψι στην βούλησι του πνευματικού, τότε το αποτέλεσμα αυτής της προσεγγίσεως του με μακροχρόνιες και πολλές ελπίδες ευρεθέντος «αγίου Γέροντος» θα είναι καταστρεπτικές για την προσωπικότητα του υποτακτικού. Και έχομε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα. Δυστυχώς…

Επίσης πρέπει να γίνη σαφής διάκρισις μεταξύ των όρων «υπακοή» και «συμβουλευτική γνώμη». Διότι η μεν υπακοή, που κατά κόρον ζητούν οι εν τω κόσμω πνευματικοί από τους κοσμικούς πιστούς, είναι καθαρά μοναχική αρετή, που δίνεται αυτοθέλητα ως υπόσχεσις ενώπιον Θεού και ανθρώπων κατά την διάρκεια της μοναχικής κουράς και οφείλεται ισοβίως προς τον συγκεκριμένο Γέροντα του μοναχού, η δε συμβουλευτική γνώμη που δίνει ο κάθε μη μοναχός πνευματικός σε κοσμικούς πιστούς, δεν ενέχει το στοιχείο της υποχρεωτικής τηρήσεως της συμβουλής, άσχετα αν είναι η σωστή ή όχι και ως εκ τούτου έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο.

Στο σημείο αυτό μπλέκονται επικίνδυνα στις μέρες μας οι δύο όροι και έχομε περιπτώσεις και νεαρών εγγάμων διακόνων ακόμη που αναλαμβάνουν ανεύθυνα ρόλο μεγάλου γέροντος και δη και ηλικιωμένων ανθρώπων με συμπεριφορά απαράδεκτης καταδυνάστευσης του προσώπου. Μάλιστα η τεκμηρίωσις του «γεροντικού» αυτού ρόλου βρίσκει εύκολα υλικό στα πνευματικά βιβλία, που η μελέτη και η κατανόησή τους απαιτούν ωστόσο κάποιες βασικές γνωστικές προϋποθέσεις κα αφορούν μόνο και μόνο Μοναχούς που υποσχέθηκαν ισόβια υπακοή -όχι υποταγή. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργήται μία κατάσταση μπερδεμένη και οι άνθρωποι να ζουν με μια παράξενη και ιδιότυπη πνευματικότητα, φορτωμένοι πέρα από τα προσωπικά τους προβλήματα κα με τις αντιευαγγελικές και ενίοτε και σχιζοφρενικές εντολές των «φωτισμένων γερόντων», στις οποίες ενίοτε εύκολα διακρίνεται το ψυχολογικό φαινόμενο της μεταβίβασης. Όσα εμείς δεν τα κάνομε από ανικανότητα ή από αίσθησι πνευματικής μεγαλειότητος, τα απαιτούμε από τους δυστυχείς «υποτακτικούς» μας. Και όταν φθάνουν κάποτε συντετριμμένοι και απελπισμένοι σε κάποιον νορμάλ πνευματικό, αν ποτέ προλάβουν να φθάσουν, δεν έχουν την παραμικρή δύναμι επανορθώσεως των όσων γκρεμίστηκαν άπαξ διαπαντός και τελεσιδίκως μέσα τους…

Στοιχείο επικίνδυνο για την δημιουργία αγαθών σχέσεων με άγιο πρόσωπο είναι και η προσπάθεια μιμήσεως εξωτερικών χαρακτηριστικών του, όπως το ντύσιμο, η ομιλία, το ψάλσιμο, η άσκησις. Η προσπάθεια αυτή. Όσο και αν φαντάζη φυσιολογική, ενέχει μεγάλο κίνδυνο απολυτοποιήσεως αυτών των εξωτερικών στοιχείων, που ωστόσο δεν αποτελούν αναγκαστικά μέσα ελεύσεως στην καρδιά του μιμούμενου των χαρισμάτων του Αγίου που θέλει να μιμήται. Άλλωστε δεν είμαστε όλοι για όλα, ούτε έχομε κοινές τις φυσικές και πνευματικές δυνατότητες προσλήψεως των αγαθών του Θεού, που με κανένα τρόπο δεν εξαναγκάζεται να μας αναδείξη αγίους με την υϊοθέτησι ξηρών τύπων, έστω και αυτών με τους οποίους εκφράζονται οι Άγιοι. Εξ άλλου άλλο η μοναχική ζωή, άλλο η εν τω κόσμω πορεία.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κοζάνης είπε κάτι πολύ σοφό: «Τα των αγίων είναι όλα θαυμαστά και αξιέπαινα, όχι όμως και αξιομίμητα»! Ρήσις πατερική, αφού μελετώντας τα Συναξάρια διαπιστώνομε πόσο διαφορετικοί χαρακτήρες είναι ο κάθε Άγιος από τον οποιοδήποτε άλλο, κατά το παύλειο «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη». Και όμως, όλοι είναι άγιοι. Και οι Μάρτυρες και οι ασκητές. Και οι ποιμένες στον κόσμο και οι στυλίτες της ερήμου. Και οι κοινοβιάτες και οι σπηλαιώτες. Και οι άγαμοι και οι έγγαμοι. Και οι από κοιλίας μητρός ήγιασμένοι και οι εν εσχάτη ώρα μετανοήσαντες. Ο Φιλάνθρωπος Κύριος όλους μας αγκαλιάζει και μας αποδέχεται, εξαγιάζοντας τα προσωπικά μας στοιχεία που απαρτίζουν την ιδική μας και μοναδική ιδιοπροσωπία. Δεν μας μεταποιεί σε άβουλα όργανα.

Δεν νομίζομε πως το θέμα της προσεγγίσεως των Άγιων τελειώνει εδώ. Άλλωστε, διαβάζοντας τους Βίους των Αγίων, που είναι ένας άλλος τρόπος προσεγγίσεως του στοιχείου της Εκκλησιαστικής αγιότητος, μή εμποδιζόμενης από τοπικά ή χρονικά εμπόδια, κάθε φορά μπορεί να επισημάνωμε κάτι το διαφορετικό, που μέχρι τότε δεν το είχαμε προσέξει· και μια ασήμαντη φαινομενικά λεπτομέρεια του βίου μπορεί να γίνη αφορμή συγκλονιστικής επαναδιαχαράξεως της πνευματικής μας πορείας και αξιολογήσεως των στόχων μας.

Για να επανέλθωμε στον αρχικό αφορισμό, είναι απολύτως αληθές ότι χρειάζεται πολλή ταπείνωσις. αλλά και ειδικός φωτισμός από τον Τρισάγιο Κύριο να προσεγγίζωμε οικοδομητικά και όπως πρέπει ένα Άγιο. Άλλωστε δεν είναι μία σμικρογραφία του απολύτου Άγιου και της πρώτης πηγής και της αγιότητος, του Τριαδικού Θεού μας; Όπως για να πλησιάσωμε σωστικά τον Κύριο, τον εν αγίοις αναπαυόμενον, χρειάζεται να έχωμε στην ψυχή μας τον αγνόν φόβον Του, διότι είναι πύρ καταναλίσκον, μπροστά στην αίσθησι του Οποίου και ο Αβραάμ και ο Ησαΐας και ο Ιώβ εδειλίασαν σφόδρα, κατά τον ίδιο τρόπο μία απρόσεκτη και ασεβής προσέγγισις ενός Αγίου ανθρώπου μπορεί να αποβή θανατηφόρος πνευματικώς εγγισμός, όπως αυτός της Κιβωτού της Διαθήκης από τον γνωστό Οζά κατά την πανηγυρική επαναμεταφορά της στην Σιών.

Αντί, λοιπόν, να ψάχνωμε φιλοπερίεργα για Αγίους, προτιμότερο είναι αλλά και ασφαλέστερο, να πλησιάζωμε στα μυστήρια οίτης Αγίας Εκκλησίας μας εν ταπεινώσει και αισθήσει της παναναξιότητός μας και να ζητούμε αδιαλείπτως το μέγα έλεος του Κυρίου, που διαχρονικώς μας προστάσσει «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος Κύριος ο Θέος». Μ΄αυτό τον τρόπο και οι σύγχρονοι Άγιοι Πατέρες Τον πλησίασαν και έγιναν φωστήρες λάμψαντες και έως αιώνων μέλλοντες να λάμπουν στο νοητό στερέωμα της Εκκλησίας. Ζώντες εν σώματι υπήρξαν γνήσιοι φίλοι του Θεού και στήριξαν και παρεκάλεσαν πλήθη λαού του Κυρίου. Τώρα από τους ουρανούς κατεβάζουν σύννεφα θείων δωρεών στους πιστούς με τα ποικίλα θαύματα που επιτελούν καθημερινά σε όσους προσπίπτουν και ζητούν τις ευεργετικές ικεσίες τους προς τον Κύριο ή μελετούν τις θαυμαστές βιογραφίες τους.

Εν τέλει και ο Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής και ο Αμφιλόχιος της Πάτμου και ο Φιλόθεος της Πάρου και ο Γεώργιος της Σίψας και ο Ιερώνυμος της Αναλήψεως και ο Γερβάσιος των Πατρών και ο Επιφάνιος των Αθηνών και ο Πορφύριος των Καυσοκαλυβίων και ο Εφραίμ Κατουνακιώτης και ο Παΐσιος της Παναγούδας και ο Ιάκωβος του Οσίου Δαβίδ και ο Σωφρόνιος του Έσσεξ και ο παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης και ο Δαμασκηνός του Μακρυνού και ο Γαβριήλ Διονυσιάτης και ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και ο Αρσένιος και ο παπα-Χαράλαμπος του γερο-Ιωσήφ και ο Γέροντας Ιουστίνος* του Τσέλιγιε ή ο γερο-Κλεόπας της Ησυχαστρίας και ει τι έτερος… Όλοι υπήρξαν και είναι Άγιοι και μεγάλοι, αλλά κανείς δεν μοιάζει με κάποιον άλλον. Ο καθένάς έχει το προσωπικό του χρώμα στον άγιο βίο του. Αυτή είναι η αριστοκρατία του Τρισαγίου Θεού μας!

Μας σέβεται εις το έπακρον και μας αγιάζει ολοτελώς, όταν παραδοθούμε ταπεινά και χωρίς κρατούμενα στο θέλημά Του, μή περιμένοντας οποιονδήποτε δουλικό μισθό για τα «κατορθώματά» μας, ούτε φωτοστέφανο δόξης και αγιότητος, παρά μόνον εκζητούντες με τελωνικό αίσθημα μετανοίας και συντριβής το μέγα και πλούσιον έλεος της φιλανθρωπίας Του, όπως έκαναν και όλοι οι φανεροί και αφανείς Άγιοι της Εκκλησίας μας, ων ταις ευχαίς ελεήσαι και σώσαι ημάς Κύριος ο Θεός. Αμήν.

αρχιμ. Ελισαίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αγίου Όρους
Περιοδικό Σύναξη, Τεύχος 102, σελ. 45-50, Απρίλιος-Ιούνιος 2007

http://vatopaidi.wordpress.com/

Thursday, July 29, 2010

Περί αγάπης


Ρίξτε το παλιό κατάστιχο μέσα στη φωτιά της αγάπης
— Γέροντα, δεν μπορώ να συγχωρήσω εύκολα τους άλλους.
— Εσύ δε θέλεις να σε συγχωρεί ο Χριστός;
— Πώς δε θέλω, Γέροντα;
— Τότε, γιατί κι εσύ δε συγχωρείς τους άλλους; Αυτό πρόσεξέ το πολύ, γιατί στενοχωρεί το Χριστό. Είναι σαν να σου χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα κι εσύ να μη θέλεις να χαρίσεις στον άλλο εκατό δηνάρια. Να λες με το λογισμό σου: «Πώς ο Χριστός που είναι αναμάρτητος με ανέχεται συνέχεια, και ανέχεται και συγχωρεί δισεκατομμύρια ανθρώπους, κι εγώ δε συγχωρώ μια αδελφή;».
Μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένα παιδί που ήξερα ότι είχε παρεξηγηθεί με κάποιον και, ενώ εκείνος τού ζητούσε να τον συγχωρέσει, αυτό δεν τον συγχωρούσε. Κάποια στιγμή μού λέει: «Κάνε προσευχή, Γέροντα, να με συγχωρέσει ο Θεός». «Θα κάνω προσευχή, του λέω, να μη σε συγχωρέσει ο Θεός». Αλλά εκείνο πάλι μου είπε: «Θέλω, Γέροντα, να με συγχωρέσει ο Θεός». «Αν δε συγχωρέσεις, ευλογημένε, εσύ τους άλλους, τού είπα, τότε, πώς θα σε συγχωρέσει εσένα ο Θεός;».
Η δικαιοσύνη του Θεού είναι η αγάπη, η μακροθυμία· δεν έχει καμιά σχέση με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Αυτή τη δικαιοσύνη του Θεού πρέπει να αποκτήσουμε. Μια νύχτα πήγε στο Κελί του Παπα-Τύχωνα ένας κοσμικός να τον ληστέψει. Αφού βασάνισε αρκετά τον Γέροντα –του έσφιγγε τον λαιμό με ένα σχοινί-, είδε ότι δεν έχει χρήματα και ξεκίνησε να φύγει. Την ώρα που έφευγε, ο Παπα-Τύχων του είπε: «Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου», Ο κακοποιός αυτός πήγε να ληστέψει και άλλον Γέροντα, αλλά εκεί τον έπιασε η αστυνομία και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα-Τύχωνα. Ο αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα να πάρει τον Παπα-Τύχωνα για ανάκριση, αλλά ο Γέροντας δεν ήθελε να πάει. «Εγώ, παιδί μου, έλεγε, συγχώρεσα τον κλέφτη με όλη την καρδιά μου». Ο χωροφύλακας όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του. «Άντε, γρήγορα, Γέροντα, του έλεγε! Εδώ δεν έχει «συγχώρησον» και «ευλόγησον». Τελικά, επειδή ο Γέροντας έκλαιγε σαν μωρό παιδί, τον λυπήθηκε ο διοικητής και τον άφησε να γυρίσει στο Κελί του. Όταν μετά θυμόταν ο Γέροντας αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέσει στο μυαλό του: «Πα-πα-πα, παιδί μου, έλεγε, αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν· δεν έχουν το «ευλόγησον» και το «Θεός συγχωρέσοι»»!

— Γέροντα, τι είναι η μνησικακία; Να θυμάσαι το κακό που σου έκαναν ή να αισθάνεσαι κακία για εκείνον που σου το έκανε;
— Αν θυμάσαι το κακό και λυπάσαι, όταν αυτός που σου το έκανε πάει καλά, ή χαίρεσαι, όταν δεν πάει καλά, αυτό είναι μνησικακία. Αν όμως, παρά το κακό που σου έκανε ο άλλος, χαίρεσαι με την προκοπή του, αυτό δεν είναι μνησικακία. Αυτό είναι τα κριτήρια, για να ελέγξεις τον εαυτό σου σ’ αυτό το θέμα.
Εγώ πάντως, ό,τι κακό κι αν μου κάνει ο άλλος, το ξεχνώ· ρίχνω το παλιό κατάστιχο μέσα στη φωτιά της αγάπης και καίγεται. Τότε με τον ανταρτοπόλεμο, το 1944, μια μέρα είχαν έρθει στο χωριό μας αντάρτες. Έκανε πολύ κρύο. Είπα: «Τι θα έχουν να φάνε; Θα ‘ναι νηστικοί. Ας τους πάω λίγο ψωμί». Όταν τους το πήγα, με πέρασαν για ύποπτο. Ούτε καν σκέφτηκα ότι στα βουνά κυνηγούσαν τα αδέλφια μου. Τι είπε ο Χριστός; «Ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας μισούν».

Γέροντας Παΐσιος