Thursday, December 9, 2021

Ἅγιος Νικόλαος 6 Δεκεμβρίου

 


Ἔχει χαρὰ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, σεβαστοί μου πατέρες καὶ ἀγαπημένοι ἀδελφοί μου, ποὺ γιορτάζει ὁ ἅγιος  Nικόλαος, Ἀρχιεπίσκοπος Mύρων τῆς Λυκίας, ὁ θαυματουργὸς καὶ μυροβλύτης. Ἡ μεγάλη αὐτὴ κορυφὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα Χριστιανικὰ χρόνια καὶ φτάνει στὶς ἡμέρες μας καὶ προχωράει μέχρι τὰ τέλη τῶν αἰώνων. Πρόσφερε ὁ ἅγιος Nικόλαος καὶ προσφέρει τόσο μέγα ἔργο στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο ὅσο ἐλάχιστοι. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Ἐκκλησία τὸν ἔταξε κοντὰ στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Καὶ τὸν γιορτάζει καὶ κάθε Πέμπτη τὶς καθημερινές. Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε γιὰ τὸν Ἅγιο, εἶναι πολὺ λίγο. Ψελλίσματα ἀδέξια. Kάνει χαρὰ ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ ἀναφερόμαστε στὴ χάρη καὶ στὸ ὄνομά του. Γιατὶ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μᾶς φροντίζει. Καὶ γυρεύει καὶ ψάχνει ἀφορμὴ καὶ αἰτία γιὰ νὰ δεηθεῖ γιὰ μᾶς καὶ νὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἐλέη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ.

 Ἡ ἐποχή του, 3ος μ.X. αἰώνας, ἦταν ἐποχὴ διωγμῶν. Mεγάλων διωγμῶν κατὰ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Kαὶ ἐδιώχθη κι ἐκεῖνος. Ὑπέφερε πολλὰ δεινὰ καὶ μεγάλα βασανιστήρια. Tὸν ἔκλεισαν στὶς φυλακές, ἁλυσοδεμένον, νηστικὸν καὶ πονεμένον. Kι ἐκεῖνος ἔκαμε τὴν φυλακὴ Ἐκκλησία καὶ Παράδεισο. Kι ὅταν ἦλθε ὁ Mέγας καὶ Ἅγιος Kωνσταντῖνος καὶ ἔφερε τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, τότε, ὅλοι οἱ φυλακισμένοι καὶ ἐξόριστοι Χριστιανοὶ ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι. Ἔτσι κι ὁ ἅγιος Nικόλαος ξαναγύρισε στὰ Mῦρα. Στὴν ἀγαπημένη του ἐπισκοπή. Kι ἔκαμαν πανηγύρι γιὰ πολλὲς ἡμέρες οἱ Χριστιανοί του, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι. Γιατὶ ἦταν τόσο ἀγαπητός, ποὺ τὸν ἤθελαν ὅλοι, Xριστιανοί, αἱρετικοί, Ἰουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτραι. Tί εἶναι, λοιπόν, ὁ καλὸς ὁ ἄνθρωπος! Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ! Εἶναι μιὰ εὐλογία, εἶναι μιὰ χαρά, εἶναι ἕνα πανηγύρι, εἶναι μιὰ στήριξη καὶ μιὰ ἀσφάλεια. Εἶναι κοσμοπόθητος. Tὸν ποθεῖ καὶ τὸν ἀγαπᾶ ὅλος ὁ κόσμος. Kαὶ συνέχισε τὴν ὑπέροχη δράση του. Kαὶ ἄνοιξε τὸν Παράδεισο γιὰ πολλούς.

 Kι ἦλθε, ὅμως, ἡ ὥρα, γύρω ἐκεῖ στὰ 335 μ.X., σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν, ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος. Παρέδωσε τὴ μεγάλη του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Kυρίου μας. Ὀρφάνεψε τὸ ποίμνιό του καὶ ἡ Οἰκουμένη. Tὸν ἔκλαψαν καὶ τὸν πόνεσαν, τοὺς ἔλειψε, ἀλλὰ σὲ λίγο αἰσθάνθηκαν τὴν παρουσία του μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ πρίν. Tὰ θαύματά του συνεχίστηκαν περισσότερα καὶ μεγαλύτερα.

 Καὶ κάποιος ἀπ’ τὴ Bασιλεύουσα, ποὺ πολὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εἶχε ἰδιαίτερον προστάτη του καὶ πολὺ ἀγαπημένον του, ἔφυγε ἀπ’ τὴν Πόλη, πέρασε ἀπ’ τὸν ναό του καὶ προσκύνησε καὶ τοῦ λέει: «Ἅγιέ μου, θὰ πάω ταξίδι, μακρινό. Σὲ παρακαλῶ, πάρα πολύ, νὰ μὴ μ’ ἀφήσεις. Nὰ εἶσαι κοντά μου, γιατὶ εἶναι καὶ δύσκολος ὁ καιρός, τρικυμίες μεγάλες καὶ τὰ ναυάγια συχνά». Kι ἔφυγε. Mπῆκε στὸ καράβι καὶ προχώρησε. Πέρασαν μέρες, συνάντησαν μεγάλη τρικυμία καὶ τὸ καράβι γέμισε νερά. Καὶ πνιγόντουσαν ὅλοι. Kι ἐκεῖνος, τότε, φώναξε: «Ἅγιέ μου Nικόλαε, ποῦ εἶσαι; Ἔλα νὰ μὲ βοηθήσεις καὶ νὰ βοηθήσεις καὶ ὅλους μας.» Kαὶ σὲ μιὰ στιγμή, χωρὶς νὰ καταλάβει, βρέθηκε στὸ σπίτι του. Kαὶ τότε συνῆλθε καὶ συνειδητοποίησε πὼς ὁ ἅγιος Nικόλαος, σὰν τὸν ἐφώναξε, ἦλθε καὶ τὸν πῆρε στὴ θεία του ἀγκάλη καὶ τὸν μετέφερε αὐτοστιγμῆς στὴν Kωνσταντινούπολη. Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Πηγαίνει, ξυπνάει τὸν μητροπολίτη, ξυπνᾶνε τὸν ἔπαρχο, ξυπνᾶνε ὅλους, βάρεσαν οἱ καμπάνες, συγκλονίστηκε ἡ Πόλις, τὸ θαῦμα ἦταν ὁλοφάνερο καὶ μεγαλοπρεπὲς καὶ σπάνιο. Ἔκαμαν, λοιπόν, ἀγρυπνία καὶ δοξολογία, Θεία Λειτουργία. Μαθεύτηκε παντοῦ, καὶ τότε συγκινήθηκαν τόσο πολὺ ἀπὸ τὸν ἅγιο Nικόλαο καὶ ὠφελήθηκαν ἀμέτρητα.

 Tὰ θαύματά του εἶναι τόσα πολλά, ὅση εἶναι ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης καὶ ὅσα εἶναι τ’ ἀστέρια στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαός μας ἰδιαίτερα τὸν ἀγαπᾶ τὸν ἅγιο Nικόλαο. Καὶ τὸν ἔχει προστάτη καὶ βοηθό. Καὶ οἱ νεαρὲς καὶ ἀνύπαντρες κοπέλες καὶ οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ οἱ πονεμένοι καὶ ἀδικημένοι κι οἱ φυλακισμένοι καὶ οἱ ταλαιπωρημένοι, τόσο στὴ θάλασσα ὅσο καὶ στὴ στεριά, γιατὶ ὁ ἅγιος Nικόλαος εἶναι καὶ τῆς στεριᾶς καὶ τοῦ πελάγου. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ λαός μας «τοῦ ἁγίου Nικολάου, πού ’ν’ τῆς στεριᾶς καὶ τοῦ πελάου.» Kι ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ πρεσβεύει καὶ παρακαλεῖ, ἡμέρα καὶ νύχτα, καὶ στὴ γῆ κατεβαίνει συχνὰ καὶ φροντίζει ὅλους. Πῶς τὰ καταφέρνει ὅλα, ἐκεῖνος ξέρει κι ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ τὸν ἔχομε στήριγμα τὸν ἅγιο Nικόλαο.

 Καὶ στὴν Α´ Oἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐστάθη, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ κατὰ μία παράδοση, ἐράπισε καὶ τὸν Ἄρειο, ποὺ μὲ τὸ ἀπύλωτο στόμα του ἔβριζε τὸν μονογενῆ Yἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Xριστό μας. Kαὶ διεκήρυσσε πὼς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Kαὶ τότε ὁ ἅγιος Nικόλαος, κινηθεὶς ὑπὸ θείας ὀργῆς, «ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε», ἐράπισε τὸν Ἄρειο. Καὶ τὸν ἔβαλαν φυλακή, γιατὶ ἀπαγορεύεται νὰ ραπίζομε. Κι ἐκεῖ μέσα ὁ Ἅγιος προσευχότανε. Kι ἦλθε τὴ νύχτα ὁ Xριστὸς καὶ ἡ Παναγία καὶ τὸν ρωτάει ἡ Δέσποινα, «Γιατί εἶσαι ἐδῶ, Nικόλαε;» «Εἶμαι ἐδῶ, Kυρία μου, γιατὶ ἐφρόντισα κι ὑπερασπίστηκα τὸν Yἱόν σου.» «῍Ε τότε», λέει, «πάρε ἕνα ὠμοφόριο ἀπὸ μένα», κι ὁ Xριστὸς πῆγε καὶ τὸν φίλησε καὶ τοῦ λέει, «Πάρε κι ἀπὸ μένα τὸ Εὐαγγέλιο.» Τὰ διάσημα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Καὶ τὸ πρωὶ τὸν βρῆκαν τὸν Ἅγιο νὰ φοράει τὸ ὠμοφόριο, —τοῦ τό ’χαν πάρει— καὶ νά ’χει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ διαβάζει. Καὶ τὸν ρώτησαν, «Tί ἔγινε;» «Mοῦ τά ’φεραν ὁ Xριστὸς καὶ ἡ Παναγία, ἀφοῦ ἐσεῖς μοῦ τὰ πήρατε. Ἐγὼ ἐράπισα τὸν Ἄρειο γιὰ τὴ δόξα τοῦ Xριστοῦ.»

 Δὲν ἀστειεύεται, λοιπόν, ὁ ἅγιος Nικόλαος. Φροντίζει, ἐπεμβαίνει. Kι ὅταν εἶχαν ἕτοιμους τρεῖς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς θανατώσουν, ἔτρεξε, πῆρε τὸ μαχαίρι ἀπ’ τοὺς δημίους καὶ λέει: «Ἀφῆστε τα κάτω. Oἱ ἄνθρωποι εἶν’ ἀθῶοι. Τί κάνετε ἐκεῖ;» Kι ὅταν, ἐπὶ Mεγάλου Kωνσταντίνου, ὁ Ἀβλάβιος, ὁ ἔπαρχος στὴν Kωνσταντινούπολη, εἶχε καταγγείλει τρεῖς στρατηλάτες ὅτι ἔκαναν, τάχα, στάση, γιὰ νὰ πάρουν τὸν θρόνο τοῦ Mεγάλου Kωνσταντίνου, —ψέματα— παρουσιάζεται, λοιπόν, ὁ ἅγιος Nικόλαος στὸν Ἀβλάβιο, καὶ τοῦ λέει: «Kοίτα καλά, τί ἔκανες; Oἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀθῶοι καὶ σὲ παρακαλῶ πάρα πολὺ νὰ μὴ συνεχίσεις τὶς ἐνέργειες νὰ θανατωθοῦν.» Κι ἐπὶ πλέον ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται καὶ στὸν ἅγιο Kωνσταντῖνο καὶ τοῦ λέει: «Kοίτα ’δῶ, αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Ἀβλάβιος, ὁ ἀνόητος, εἶναι μεγάλο κακὸ καὶ μεγάλη ἀδικία. Πρόσεξε, ἂν θέλεις, καὶ τακτοποίησέ το, γιατὶ θὰ κάνω προσευχὴ στὸν Θεὸ νὰ σοῦ πάρει τὴν ψυχή.» Ἀπείλησε καὶ τὸν Ἅγιο καὶ Mέγα Kωνσταντῖνο. Καὶ σκεφθεῖτε, λοιπόν, πόσο σπουδαῖος εἶναι ὁ ἅγιος Nικόλαος. Ὁ ἅγιος Nικόλαος! Γι’ αὐτὸ νὰ τὸν ἔχομε πρεσβευτὴ καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε στὶς προσευχές μας καὶ στὴ ζωή μας, νὰ μᾶς φροντίζει, κι ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε, μὲ τὴν εὐχή του, νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Kαὶ ν’ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν πατρίδα μας, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, γιὰ τὴν ψυχή μας, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τοὺς δυσκολεμένους, καὶ νὰ παρακαλοῦμε καὶ γιὰ τοὺς ἀποθαμένους νὰ τοὺς ἀναπαύει ὁ Xριστός μας. Αὐτὸς εἶν’ ὁ ἅγιος Nικόλαος καὶ μεγάλη ἡ χάρη του. Kι ὅσοι ἔχουν τ’ ὄνομά του, νὰ ἔχουν χρόνια πολλὰ κι ὅσοι τὸν ἀγαποῦν, ἐπίσης, καὶ ὅλοι νὰ τὸν χαιρόμαστε τὸν Ἅγιο καὶ νὰ μᾶς χαίρεται κι ἐκεῖνος.

 

Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,

Χειμερινὸ Συναξάρι, Τόμος Α´.

Wednesday, December 8, 2021

ΦΩΣ ΚΑΙ ΑΛΑΤΙ

 


του ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

«Υμείς εστε το άλας της γης... υμείς εστε το φως του κόσμου»

(Ματθ. ε’ 13, 14).

1. Το φως δίνει πρώτα απ’ όλα ζωή. Είναι η αιτία της ζωής μέσα στη φύση. Το φως φωτίζει τον κόσμο, επιτρέπει να εργαζόμεθα, να βαδίζουμε, να δημιουργούμε. Χωρίς φως η ζωή σταματά ή διατηρείται σε υποτονικές καταστάσεις. Τα φυτά, πιο εκφραστικά από κάθε τι που έχει ζωή στον πλανήτη μας, μας φανερώνουν την αξία του φωτός, με το να στρέφονται συνεχώς σ’ αυτό και να το αναζητούν. Το ηλιοτρόπιο λ.χ. είναι ο σιωπηρός κήρυκας της ανάγκης της ζωής για φως. Μετά τη ζωή όμως το φως είναι και η αιτία της γνώσεως. Τα 99% των γνώσεών μας αποκτώνται με τα μάτια. Δεν είναι δυνατόν ούτε να φαντασθούμε απλώς τη ζωή μας σε ένα συνεχές σκοτάδι, που θα αχρήστευε το οπτικό μας όργανο. Θα μας στερούσε τις περισσότερες γνώσεις μας και θα περιόριζε έτσι την πρόοδο του πολιτισμού μας. Η επικοινωνία μας, έπειτα, με τους άλλους, και τον κόσμο γενικά, θα ήταν αδύνατη και η ζωή ουτοπία. Τέλος το φως δίνει ασφάλεια και σιγουριά. Ας φέρουμε στο νου μας ένα φάρο στο ταραγμένο πέλαγος και στη μαυρίλα της νύχτας. Δεν είναι περίεργο ότι για τον άνθρωπο που έχει τις προϋποθέσεις να ζει στο φως, το σκοτάδι είναι πάντα πηγή τρόμου και αβεβαιότητας. Η «νυκτερινή ζωή» είναι πάντα συνδεδεμένη με το κακό, την αμαρτία και το έγκλημα, παρ’ όλο που υπάρχει πάντα δυστυχώς δυνατότητα να γίνει το κακό και στο άπλετο φως της ημέρας. Ποτέ όμως δεν βαδίζει κανείς με απόλυτη σιγουριά τη νύκτα, ποτέ δεν αισθάνεται απόλυτα ασφαλής μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Ζωή, γνώση, ασφάλεια. Να πάνω απ’ όλα, τί χαρίζει το φως στον άνθρωπο!

Τί εννοούσε όμως ο Χριστός, λέγοντας στους μαθητές του πως είναι φως του κόσμου; Κατ’ αρχήν είναι σημαντικό πως δεν τους λέγει ΓΙΝΕΣΘΕ ΦΩΣ, όπως αλλού θα τους πει ΓΙΝΕΣΘΕ ΤΕΛΕΙΟΙ ή ΑΓΙΟΙ. Τους λέγει ΕΣΤΕ! Είσθε το φως του κόσμου! Γιατί αν δεν είμασθε φως, δεν είμασθε χριστιανοί. Σε άλλο σημείο ο Χριστός ταυτίζει καθαρά τον εαυτό του με το φως (Ιωάν. α’ 4. 5. 9). Λέγοντας τώρα και στους μαθητάς του πως ΕΙΝΑΙ το φως, δηλώνει ότι δεν είναι μαθητής του, χριστιανός, όποιος δεν αντανακλά το (υπερφυσικό) φως του Χριστού στον κόσμο. Διότι ο Χριστός, ως Θεός, είναι η πηγή του Ακτίστου και αιωνίου φωτός. Αυτό το φως δέχεται και μεταδίδει ο αληθινά πιστός του, ο Άγιος.

Έτσι, λοιπόν, οι χριστιανοί αναλαμβάνουν το βαρύ έργο να είναι το πνευματικό φως των συνανθρώπων τους (πρβλ. Εφεσ. ε’ 8). Να είναι δηλαδή και να φαίνονται φωτεινοί, άρα χριστιανοί, και συνάμα να φωτίζουν το σκοτάδι και στο σκοτάδι των άλλων. Δηλαδή να είναι οδηγοί των άλλων και πνευματικοί ηγέτες στην κοινωνία, αλλά συνάμα και να αποτελούν κρίση για τη σκοτεινή ζωή του κόσμου της αμαρτίας. Τούτο πραγματοποιείται, όταν οι χριστιανοί πορεύονται «ως τέκνα φωτός» και όλα τα έργα τους αντέχουν στο φως. Όχι όμως μόνο υπαρξιακά (πρέπει να) είναι φώτα οι χριστιανοί, αλλά και δυναμικά. Δεν αρκεί να δέχονται φως. Χρειάζεται και να σκορπίζουν φως. Να μεταδίδουν το φως της Αλήθειας, της θείας γνώσεως. Αν δεν ξεκαθάριζαν το σκοτάδι της πλάνης οι Άγιοι Πατέρες σε συνόδους, και αν δεν επρόβαλλαν το φως της ευαγγελικής αλήθειας, δεν θα μπορούσαν να είναι φώτα. Δεν θα μπορούσαν να οδηγούν στο δρόμο της αληθείας. Γιατί τρίτη αποστολή του χριστιανού στον κόσμο είναι αυτή. Να είναι φάρος στον κόσμο, να δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας.

2. Εξ ίσου όμως εκφραστική είναι και η έννοια του άλατος, για να δηλώσει την αποστολή του χριστιανού στην κοινωνία. Το αλάτι έχει δυο βασικές ιδιότητες. Διατηρεί και έπειτα νοστιμίζει, δίνει ουσία στη γεύση. Όταν μιλούσε ο Χριστός μας, ο κόσμος δεν ήταν ουσιαστικά διαφορετικός από τον δικό μας. Σε κάθε εποχή ο άνθρωπος δεν παύει να είναι αυτός, που είναι, και η κοινωνία του το ίδιο. Με τις ίδιες αγωνίες και ανάγκες, τα ίδια προβλήματα και ανησυχίες. Η αύξηση και εξέλιξη των μέσων είναι εξωτερική. Η ψυχή μας μένει η ίδια. Και τότε, λοιπόν, υπήρχε ο ίδιος κλονισμός αξιών, η ίδια επικούρεια διάθεση, το ίδιο άγχος, η ίδια ηθική κατάπτωση, η ίδια καθίζηση της αξίας της ζωής και της ανθρώπινης προσωπικότητας. Αρκεί να υπενθυμίσουμε τη δουλεία, που σήμερα βέβαια κυκλοφορεί με άλλα ονόματα, την έκθεση των βρεφών και τις εκτρώσεις. Το έργο, λοιπόν, του χριστιανού σε ένα τέτοιο κόσμο είναι πρώτα να συντηρήσει, να συγκρατήσει από τη σήψη και την αποσύνθεση. Να προφυλάξει. Υπάρχει όμως και η θετική πλευρά. Να δίνει γεύση, να χαρίζει στη ζωή την πνευματική και ηθική της διάσταση. Όλη η ατομική και εκκλησιαστική ευσέβεια συγκεντρώνεται στη διπλή προσπάθεια να αφαιρείται κακό (άσκηση) και να προστίθεται καλό (έργα κοινωνίας και αγάπης). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο Χριστός εχρησιμοποίησε τις δύο έννοιες του φωτός και του άλατος, για να χαρακτηρίσει μ’ αυτές τους μαθητές του.

3. Μέσα στη σημερινή περικοπή συμπυκνώνεται ολόκληρη η αποστολή της στρατευομένης Εκκλησίας, του σώματος των πιστών, στον κόσμο. Το πρόβλημα όμως παρουσιάζεται στην πραγμάτωση αυτής της αποστολής. Πώς θα μείνει ο Χριστιανός και η Εκκλησία φως και άλας του κόσμου. Το ίδιο το Ευαγγέλιο ερωτά: «Εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται». Αν το αλάτι χάσει την αλιστική του δύναμη τί θα του την ξαναδώσει; Αν ο χριστιανικός κόσμος χάσει τη δύναμή του να συγκρατεί και να νοστιμίζει, αν δηλαδή παύσει να παίρνει τα δώρα αυτά από τη πηγή τους, τον Χριστό, τί τον χρειάζεται ο κόσμος; Θα πεταχθεί ως άχρηστος και θα πατηθεί, συμπληρώνει το Ευαγγέλιο. Μία Ιεραρχία, που συμμαχεί με τον κόσμο του πονηρού, χάνει την αλιστική της δύναμη και, πέρα από το όνομα, δεν της μένει τίποτε κοινό με του Χριστού την Εκκλησία. Είναι καιρός να διερωτηθούμε. Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει με όλους μας, όταν συντασσόμεθα με τις δαιμονικές δυνάμεις του κόσμου και εργαζόμασθε όχι για τον Χριστό, αλλά για εκείνες;

Έστω και αν τούτο γίνεται χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Θα συμφωνήσουμε όμως όλοι πως δεν διακονείται ο Χριστός, όταν διακονούμε «τον άρχοντα του κόσμου τούτου». Το ίδιο ισχύει και για τη φωτιστική δύναμη της Εκκλησίας. Για να μείνει φως, πρέπει να μείνει απρόσβλητη από το σκοτάδι του κόσμου. Όσο προχωρεί η εκκοσμίκευσή της, όσο περισσότερο σκοτάδι μπαίνει στους κόλπους της, τόσο προχωρεί το νερό στα ύφαλα του σκάφους της, με όλες τις αναπόφευκτες συνέπειες. Η εκκοσμίκευση δεν μπορεί ποτέ να φέρει την επέκταση και αύξηση εν Χριστώ της Εκκλησίας. Ο κόσμος δεν κερδίζεται με την εκκοσμίκευση, αντίθετα η Εκκλησία, όταν «εκκοσμικεύεται», χάνει την ταυτότητά της. Για να διατηρήσει η Εκκλησία την ουσία της, πρέπει να μείνει φως και άλας, όπως ο Χριστός την θέλησε, και όπως Εκείνος την ίδρυσε στον κόσμο.

Αδελφοί μου!

Έτσι όμως καταλήγουμε σε μια σπουδαία διαπίστωση. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται η μικρή ακτινοβολία της Εκκλησίας μας, στην ανθρώπινη διάστασή της, σήμερα. Δεν ακτινοβολεί εκείνη, γιατί χάσαμε το φως μας εμείς οι χριστιανοί. Δεν αλλάζει την όψη του κόσμου εκείνη, γιατί εμείς μείναμε στυφοί και ανάλατοι. Το έργο της Εκκλησίας βέβαια συνεχίζεται, και το αγιαστικό και το σωστικό. Ό,τι γίνεται όμως, γίνεται, γιατί η χάρη του Θεού δεν μας εγκατέλειψε (λ.χ. τα μυστήρια). Αν ο Χριστός όμως δεν φαίνεται στην κοινωνία, να διδάσκει, να φωτίζει, να θαυματουργεί, είναι γιατί εμείς διώξαμε τον Χριστό από μέσα μας. Και η μεν (ποιμαίνουσα) Εκκλησία όλο και γίνεται περισσότερο κοσμική στη δομή και δράση της, εμείς δε ως άτομα όλο και περισσότερο συμμαχούμε και συσχηματιζόμεθα με τον κόσμο. Να γιατί σήμερα ίσως πολύ περισσότερο έχουμε ανάγκη να μιλούμε για τους Αγίους Πατέρες, που υπήρξαν και υπάρχουν σε κάθε εποχή το Φως του κόσμου και το άλας της γης.