Tuesday, July 30, 2019

Όταν ο θεός έφτιαξε τη Γυναίκα


.." Όταν ο θεός έφτιαξε τη Γυναίκα εργαζόταν μέχρι αργά την 6η μέρα
Ένας Άγγελος πλησίασε και είπε: Γιατί σπαταλάς τόσο πολύ χρόνο γι’ αυτή! ! ! "...
Και Ο Κύριος απάντησε:
"Ξέρεις πόσες προδιαγραφές πρέπει να πληροί για να την τελειοποιήσω ! ! !"
"Πρέπει να μπορεί να πλυθεί, αλλά να μην είναι πλαστική, να παίζει περισσότερους από 200 ρόλους,
Και να μπορεί να φτιάξει όλων των ειδών τα φαγητά. Θα πρέπει να μπορεί να αγκαλιάζει
Πολλά παιδιά ταυτόχρονα, να δίνει μια αγκαλιά που θα θεραπεύει οτιδήποτε,
Από ένα πληγωμένο γόνατο μέχρι μια πληγωμένη καρδιά
Και να τα κάνει όλα αυτά μόνο με δυο χέρια."
Ο Άγγελος εντυπωσιάστηκε.
"Μόνο δυο χέρια...αδύνατον!!!"
"Και είναι το βασικό μοντέλο;;;"
"Πολλή δουλειά για μια μέρα...περίμενε μέχρι αύριο και την ολοκληρώνεις"
"ΟΧΙ" είπε ο Κύριος "Είμαι τόσο κοντά στην ολοκλήρωση αυτής της δημιουργίας, Που θα είναι η αγαπημένη της καρδίας μου."
"Θεραπεύεται μόνη της όταν αρρωσταίνει και δουλεύει 18 ώρες την ημέρα"
Ο Άγγελος πλησίασε και άγγιξέ την Γυναίκα
"Μα την έφτιαξες τόσο μαλακή, Κύριε!!!"
"Είναι μαλακή" είπε ο Κύριος "αλλά την έφτιαξα και δυνατή,
Επίσης "δεν διανοείσαι τι μπορεί να αντέξει και ανταπεξέλθει".
"Μπορεί να σκεφτεί???" Ρώτησε ο Άγγελος.
Ο Κύριος απάντησε:
"Όχι μόνο να σκεφτεί, αλλά να αιτιολογήσει και να διαπραγματευτεί".
Ο Άγγελος άγγιξε της γυναίκας το μάγουλο... "Κύριε, φαίνεται πως η δημιουργία σου στάζει !!! Της έχεις βάλει πολλά βάρη"
"Δεν στάζει...είναι δάκρυ" Ο Κύριος διόρθωσε τον Άγγελο.
"Τι εξυπηρετεί???".Ρώτησε ο Άγγελος.
Και είπε ο Κύριος:

Το θάμα που περπάτησε το παραλιτο παιδί


Ακολουθεί η αφήγηση ενός συγκλονιστικού θαύματος, που σχετίζεται με τον Τήνιο Ιεράρχη Χαλκίδος ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΕΛΕΝΤΗ από τον π. Γεράσιμο Φωκά, σε προσκύνημα στον Όσιο Δαυίδ το 2002.
Ο π. Γεράσιμος Φωκάς ρώτησε τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη για τον Χαλκίδος Νικόλαο και του απάντησε: «Μα αυτός είναι Άγιος, παιδί μου».
Και ο π. Γεράσιμος συνέχισε με ένα συγκλονιστικό θαύμα του Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικολάου:
Όταν ο Νικόλαος ήταν ιεροκήρυκας στην Τήνο, η Τήνος ξέρετε έχει την Παναγία μας τη χρυσή εκεί, και πήγαινε ο καημένος ο κόσμος με τα αδιέξοδα, τις φουρτούνες, τα βάσανα που έχει, πήγαινε όπως κάνει και σήμερα στην Παναγία να βρει παρηγοριά.
Και ήταν ένα αντρόγυνο οι καημένοι, δεν έκαναν παιδί για χρόνια.
Δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά σύγχρονα μέσα, πριν 40 χρόνια πρέπει να είναι.... ο άντρας σκληρός άνθρωπος, άπιστος, η γυναίκα είχε κάποια σχέση με την Εκκλησία.
Είπε, είπε, είπε η γυναίκα με την υπομονή, με το πείσμα, είσαστε ικανές εσείς οι γυναίκες, σας παραδέχομαι.. τον κατάφερε να πάνε στην Τήνο.
Και βρήκαν εκεί τον ιεροκήρυκα τον Νικόλαο, ήταν τότε αρχιμανδρίτης, είχε ωραία μορφή, πάρα πολύ ωραία μορφή είχε.
Και του λέει : « Πάτερ, έχουμε αυτό το πρόβλημα, δεν κάνουμε παιδιά». Και λέει, αδελφοί μου, ο Νικόλαος : « Θα κάνετε παιδί και θα είναι και αγόρι».
Πράγματι, στους εννιά μήνες έκανε παιδί η γυναίκα, αγόρι και ΠΑΡΑΛΥΤΟ.
Ακούτε, παιδάκια μου, παράλυτο.

Friday, July 26, 2019

Ο Παλαιόκηπος Λέσβου


Στα αριστερά της φωτογραφίας δεσπόζει η εκκλησία (1795) με το καμπαναριό του αγίου Ερμολάου. Είναι μοναδικός στον κόσμο ενοριακός ναός εις τιμήν του Αγίου Ερμολάου. Ο Ναός πανηγυρίζει 26 Ιουλίου.

Πολύ δυνατό το παρακάτω...


Γεια σου μαμά, Είμαι το μωρό σου.
Δεν με ξέρεις ακόμα, είμαι μόνο μερικών εβδομάδων.
Θα με γνωρίσεις σύντομα, το υπόσχομαι.
Το όνομα μου είναι Γιάννης,
Έχω καστανά μαλλιά και καστανά μάτια...
Ε λοιπόν δεν είμαι έτσι ακόμα, αλλά θα γίνω όταν γεννηθώ.
Θα είμαι ο μοναχογιός σου.
Δεν θα έχω μπαμπά αλλά δεν πειράζει, θα έχουμε ο ένας τον άλλον. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός.
Σήμερα, έμαθες ότι.................. είσαι έγκυος μαμά.
Ήσουν τόσο χαρούμενη. Χαμογελούσες.
Έχεις το πιο ωραίο χαμόγελο μαμά.
Όλη την μέρα μου μιλούσες και ένιωθα τόση ασφάλεια μαμά.
Σ' αγαπάω μαμά. Όταν μεγαλώσω υπόσχομαι να σε κάνω τόσο περήφανη.  Θα γίνω γιατρός.
Σήμερα είπες στον μπαμπά για μένα ...
Δεν ήταν χαρούμενος μαμά. Είπε ότι δεν με θέλει.
Γιατί δεν με θέλει μαμά ; Τι του έκανα;
Ένιωσα έναν δυνατό κρότο και μετά σε ακούω να κλαις.
Σε χτύπησε μαμά. Γιατί το έκανε αυτό μαμά ;
Μετά σε αγκάλιασε και σου ζήτησε συγγνώμη και εσύ τον συγχώρεσες..
Όταν γεννηθώ, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να σε χτυπήσει ξανά.
Λες ότι σ αγαπάει μαμά. Αλλά εγώ δεν τον νομίζω.
Πάνε τρεις μέρες που σταμάτησες να μου μιλάς, ή να αγκαλιάσεις την κοιλίτσα σου.

Τι είναι η ψυχή;


Θα ξεκινήσουμε την απάντηση ξεκαθαρίζοντας ότι απαντούμε με βάση την Ορθόδοξη Θεολογία, δηλαδή το τι είναι η ψυχή, πώς δημιουργήθηκε και ποια είναι η αξία της, σύμφωνα με την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό σύνθετος: ψυχή και σώμα. Το σώμα είναι το υλικό στοιχείο της ύπαρξής μας, ενώ η ψυχή είναι το πνευματικό στοιχείο της ύπαρξής μας. Η ψυχή είναι αυτή που δίνει ζωή στο σώμα μας. Είναι κι αυτή, λοιπόν, δημιούργημα του Θεού: τη δημιούργησε ο Θεός όταν «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ πνοήν ζωῆς» (Γεν. β΄ 7).  Η ίδια η ψυχή του καθενός δεν έχει σχήμα ούτε σώμα· αυτή όμως δίνει ζωή και κίνηση στο σώμα του καθενός και υπάρχει μαζί με το σώμα του από την πρώτη στιγμή που αυτό ζει, «εξ άκρας συλλήψεως», από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου δηλαδή.
Επιπλέον η ψυχή είναι αιώνια. Τι σημαίνει αυτό: όταν η ψυχή αποχωρισθεί το σώμα, επέρχεται ο θάνατος. Όταν λοιπόν νεκρωθεί το σώμα, η ψυχή μας δεν περνάει στην ανυπαρξία αλλά ζει, γιατί ο Θεός θέλησε να είναι αθάνατη (είναι λοιπόν κατά Χάριν αθάνατη η ψυχή μας).
 Η ψυχή μας έχει τεράστια, ανυπολόγιστα μεγάλη αξία: επειδή ακριβώς στην ψυχή μας ο Θεός έδωσε θεία χαρακτηριστικά (λογικό, ελευθερία, κυριαρχικό), όλοι οι άνθρωποι είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού πλασμένοι!

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΙΑΜΑΤΟΣ.


Το θυμίαμα έχει ευλογία, έχει χάρη, έχει δύναμη εναντίον των δαιμόνων, θυμίαμα λοιπόν και θυμιατό, θυμιατήρι πως το λέτε… εκεί στο εικονοστάσι, πλάι στο καντήλι. Δεν πρέπει να το παίρνει μόνο η γιαγιά, και η μαμά και ο πατέρας και το παιδί.
Κατά την ώρα της Προσευχής, πρωί και βράδυ και μεσημέρι όταν υπάρχει ένταση στο σπίτι. Και το σπίτι αλλάζει ατμόσφαιρα, αλλάζει χρώμα, γίνεται ευωδιαστό, σοβαρό, γαλήνιο, αγαπητό, οι ψυχές ξανά αδελφωμένες.
Ενθυμούμαι κάποιο παιδί, παιδάκι 14 χρονών ήταν, 15 ήταν, αυτή ήταν ακριβώς η ηλικία του, όταν έβλεπε τους γονείς του να τσακώνονται πήγαινε αμέσως και άναβε θυμίαμα και τους θυμιάτιζε. Θυμιάτιζε το μπαμπά και τη μαμά!
-Ειρηνεύετε, τους έλεγε. Εγώ είμαι παιδί, τι παραδείγματα θα πάρω από σας. Ειρηνεύετε σεις οι γονείς. Η παρουσία λοιπόν του Αγίου Θεού, η Σκέπη της Παναγίας μας και το απαλό φτερούγισμα των αγγέλων με το θυμίαμα μέσα στο σπίτι, είναι φανερό φυγαδεύονται οι παρεξηγήσεις και οι ταραχές.
Δεν έχουν τόπο σ αυτό το σπίτι οι πειρασμοί και οι δαίμονες. Λοιπόν, μην παραλείπετε να θυμιατίζετε το σπίτι σας και το μαγαζί σας και τη δουλειά σας αν είναι δυνατόν, και θα κλείσω με το ” Θυμιάζετε, θυμιάζετε, θυμιάζετε”.
Θυμιατίζοντας να ψέλνουμε τροπάρια, όσα θυμόμαστε, ή να λέμε την Ευχή και όταν μας θυμιατίζουν να σκύβουμε το κεφάλι και να κάνουμε το σημείο του Σταυρού. Το θυμίαμα, το σπίτι το μεταβάλλει σε κάτ’ οίκον εκκλησία.
Και επαναλαμβάνω ότι διώχνει τα δαιμόνια και τους πειρασμούς. Γεμίζουν οι ψυχές όλων των οικείων από Θεία Ευλογία.

Φτωχό και ταπεινό συναξάρι του αγίου Ιερομάρτυρος Ερμολάου.




Τριακόσια χρόνια είχαν περάσει από τότε που ήρθε στη γη σαν άνθρωπος ο Θεός της αγάπης και είπε και βεβαίωσε με τη ζωή και με τη σταυρική θυσία Του ότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά αγαπημένα του ουράνιου Πατέρα, μα η κοσμοκράτειρα Ρώμη δεν τα δεχόταν αυτά. Άνθρωποι γι' αυτήν ήταν μόνο οι «κύριοι». Οι άλλοι ήταν δούλοι, στην απόλυτη διάθεση των «κυρίων», όπως τα ζώα τους. Χωρίς κανένα δικαίωμα. Χωρίς καμιά νομική προστασία. Τα σκληρά βασανιστήρια ήταν η ποινή σε κάθε απείθαρχο. Φόβος και τρόμος, βαρύ το ξίφος της Ρώμης πάνω απ' τα κεφάλια τούτων των δυστυχισμένων.
Όμως δεν έλειπαν οι μαθητές του Θεού της αγάπης σ' όλη την επικράτεια, και στη Νικομήδεια, όπου ζούσε ο ιερέας Ερμόλαος.
Από μικρόν χαιρόταν τον γιο του ειδωλολάτρη Ευστόργιου και της χριστιανής Ευβούλης. Κι ήταν χαρά του μεγάλη καθώς έβλεπε τον Παντολέοντα να μεγαλώνει και να λάμπει στο πρόσωπο του η ευγένεια και η αγάπη του Χρίστου, πού η ευλαβική μητέρα του έβαλε στην ψυχή του, και τούτος, σαν πνευματικός πατέρας του, πότισε και καλλιέργησε.
- Η ψυχή σου είναι πλασμένη για την αγάπη του Θεού, παιδί μου, του είπε μια μέρα. Είναι καιρός να βαπτιστείς χριστιανός, και σαν τελειώσεις τις σπουδές σου, να γίνεις ένας γιατρός αγάπης ταπεινός, μα, το κατά δύναμη, μιμητής του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου.
Ο Παντολέων δέχθηκε μετά χαράς την πρόταση, βαπτίσθηκε και έλαβε από τον πατέρα Ερμόλαο το όνομα Παντελεήμων, για να ελεεί τους πάντες - έτσι τον φανταζόταν τον χαριτωμένο τούτο νέο και τέτοιον επιθυμούσε να τον δει: Γιατρό αγάπης προς όλους, «κυρίους» και δούλους. Χάδι ιαματικό του Θεού της αγάπης στα παιδιά του. Και του το είπε συγκινημένος και δακρυσμένος, με παλλόμενη φωνή:
- Γιατρός αγάπης, Παντελεήμων, του Θεού της αγάπης μαθητής. Τί χαρά! Και τί ευλογία Κυρίου και έλεος!
Η μητέρα Ευβούλη έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Η λαχτάρα και ευχή της καρδιάς της ήταν μπροστά της φωτεινή, θερμή, γλυκεία πραγματικότητα.
Ύψωσε μ' ευγνωμοσύνη τα δακρυσμένα μάτια της στον ουρανό, και ύστερα αγκάλιασε και καταφίλησε το καμάρι της και έβρεξε το λευκό μέτωπο του με τα δάκρυα της.
- Μιμητής του Θεού της αγάπης, Παντελεήμων μου! Ω, ευτυχία μου! Ω χαρά μου! Ω ύψιστη τιμή για μια χριστιανή μητέρα! Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι!
Ο Παντελεήμων ήταν τούτη τη μεγάλη ώρα άγγελος περισσότερο παρά άνθρωπος. Τόση ομορφιά και χάρη έλαμπε στο πρόσωπο του! Το φως του ουρανού τον έλουζε όλον!
- Με τη χάρη του Θεού της αγάπης, του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου, την ευλογία του πατρός και αναδόχου μου Ερμολάου, και την ευχή της άγιας μητέρας μου, θα προσπαθήσω να γίνω μαθητής της αγάπης, είπε συγκινημένος και πρόσθεσε: Δος μου, Κύριε Ιησού, από την ιαματική δύναμη σου. Κάνε με μικρό και ταπεινό μιμητή Σου.
- Αμήν. Αμήν, είπαν μ' ένα στόμα και με μια ψυχή και με μια καρδιά ο ιερεύς Ερμόλαος και η μητέρα Ευβούλη, και πλησίασαν και αγκαλιάστηκαν και οι τρεις, κι ήταν ένα τριπλό φωτεινό και θερμαντικό μετέωρο ανάμεσα στον παγωμένο και σκοτεινό ειδωλολατρικό κόσμο της Νικομήδειας τούτη τη μεγάλη και υπέροχη, την τρισευλογημένη ώρα!
Ο Παντελεήμων συνέχισε και τελείωσε τις σπουδές του κοντά στο μεγάλο γιατρό Ευφρόσυνο.
Καινούργιες χαρές και καινούργιες ολόψυχες και ολοκάρδιες ευχές τώρα από τον ιερέα Ερμόλαο και τη μητέρα Ευβούλη:
- Ιαματικός Απόστολος Αγάπης, Παντελεήμων.
Ήταν οι άγιες ευχές του ιερέα Ερμόλαου -Ήταν κι οι άγιες ευχές της μάνας Ευβούλης -Ήταν κι η άγια επιθυμία του Παντελεήμονα -Ε, ένας γιατρός θερμής και ιαματικής αγάπης περιδιάβαινε τη Νικομήδεια, άγγελος χαράς, ελπίδας και παρηγοριάς για όλους, πλούσιους και φτωχούς, «κυρίους» και δούλους, δούλους πονεμένους, χτυπημένους και τραυματισμένους περισσότερο.
Ο ιερέας Ερμόλαος έβλεπε τα ιαματικά έργα του Παντελεήμονα και ευφραινόταν.
- Συνεχιστής του έργου των άγιων Αποστόλων με τη χάρη και τη δύναμη του Θεού!, έλεγε και δοξολογούσε τον Κύριο.
Όμως η Ρώμη παρακολουθούσε. Μάζευε, συγκέντρωνε γεγονότα. Ανεχόταν προς το παρόν το γιό του πιστού της πατέρα. Για χάρη του δεν τον σταμάτησε ακόμα. Όμως το ποτήρι γέμιζε. Ο Μαξιμιανός ένιωθε να ανάβει το αίμα του.
Έτσι, μια μέρα το 304 πέταξαν σπίθες τα μάτια και φωτιά ξεχείλισε απ' το στόμα του:
- Κάψτε τους όπως είναι μαζεμένοι στο ναό τους!, πρόσταξε και πήγε πρώτος με ένα αναμμένο δαυλό εκείνος. Κάψτε τους εχθρούς της Ρώμης Χριστιανούς. Τούς υπονομευτές της.
Έβαλαν φωτιά οι στρατιώτες στο ναό και πήραν να καίγονται οι χριστιανοί σα λαμπάδες, φωτίζοντας και με τη θυσία τους το πυκνό σκοτάδι της αγνωσίας και της κακίας.
Ελάχιστοι γλύτωσαν απ' τους είκοσι χιλιάδες πού κάηκαν μέσα και γύρω απ' το ναό. Ανάμεσα σ' αυτούς τούς ελάχιστους ήταν και ό ιερέας Ερμόλαος, πού κατέφυγε καψαλισμένος σ' ένα απόκρυφο καταφύγιο.
Η φωτιά της θηριωδίας πίστεψε πώς θα εξαλείψει τη δροσιά της αγάπης του Θεού. Γι' αυτό έφευγε περήφανος, με άγρια ικανοποίηση αιμοβόρου θηρίου ο Μαξιμιανός. Πόσο ψεύτικη όμως αποδείχθηκε η πίστη του...
Ο Παντελεήμων δρόσιζε τους πυρετούς των ασθενειών και χάρισε την ίαση σε σώματα και ψυχές. Ήταν η κάλυψη του ειδωλολάτρη πατέρα του το λιγότερο, μα η κάλυψη του Θεού - Πατέρα το πολύ, για όσο χρόνο ήταν στο σχέδιο Του.
Ο ιερέας Ερμόλαος μάθαινε τα νέα μέσα στην κρυψώνα του και ανακουφιζόταν η ψυχή του και δόξαζε το Θεό.
- Θα νικήσει ο Κύριος, έλεγε με βεβαιότητα. Θα συντρίψει τα είδωλα. Θα σκορπίσει το σκοτάδι. Θα διώξει το μίσος. Θα γεμίσει με τη θέρμη της αγάπης τις ψυχές. Πότε; Όταν Εκείνος κρίνει. Χρέος μας να κρατούμε την πίστη και να ομολογούμε τ' όνομα Του τώρα. Όπως κάνει ο Παντελεήμων.
Για κάμποσο καιρό ήταν χορτάτο το θηρίο ο Μαξιμιανός από το κατασπάραγμα των προβάτων του Θεού. Ήταν τόσα πολλά.
Τώρα άρχισε να νιώθει πάλι τους νυγμούς της πείνας στην θηριώδη ψυχή του. Και τούτους τους νυγμούς τους έκανε εντονότερους η θαυματουργική και ιαματική αγάπη του Παντελεήμονα. Παντού γιάτρευε, χωρίς να κάνει διάκριση «κυρίων» και δούλων.
- Πολύ το τραβάει τούτος το σχοινί. Θα εξαντλήσει κάποτε την υπομονή και την μακροθυμία μου. Και τότε θα καταλάβει τί θα πει Μαξιμιανός, έλεγε μέσα του κάθε τόσο και όλο και πιο θυμωμένος, ώσπου ένα θαυμαστό γεγονός τον εξαγρίωσε: Ο Παντελεήμων θερά­πευσε ένα τυφλό δούλο.
Σηκώθηκε στο πόδι όλη η Νικομήδεια.
- Μέγας και πολύς ο Παντελεήμων! πήραν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι πολλοί, χριστιανοί και ειδωλολάτρες ακόμα. Όλους τους ευεργετούσε ο Παντελεήμων. Ειδωλολάτρης ήταν ο πρώην τυφλός. Δούλος όμως. Και έγινε χριστιανός τώρα.
Αυτό ερέθισε το θηρίο.
- Καλά τους άλλους. Μα να ευεργετήσει ένα δούλο, πού τον τιμώρησε ο κύριος του. Αυτό προσβάλλει τη Ρώμη και τούς νόμους της. Η ανοχή μου πήρε τέλος. Έχω καθήκον να κάνω σεβαστή τη Ρώμη στους πάντες, και σε τούτον τον γιό του πιστού της, περήφανο όμως περιφρονητή μου, λογίστηκε και έκραξε κατακόκκινος:
- Χιλίαρχε, αποκεφάλισε τον γιατρεμένο δούλο χριστιανό και σπεύσε με τους άνδρες σου να συλλάβεις και να φέρεις ενώπιον μου τούτο τον νεαρό γιατρό. Παρευθύς!
- Ως κελεύεις, κράτιστε, είπε εκείνος, πήρε τους άνδρες του και βγήκε.
Σε λίγη ώρα έφεραν μπροστά στον Μαξιμιανό τον Παντελεήμονα.
Στάθηκε ειρηνικός μπροστά του εκείνος.
- Ξέρεις ότι ξεπέρασες τα όρια, Παντελέων;
- Πώς, άναξ;
- Με τη θεραπεία του τυφλού δούλου.
- Η αγάπη δεν έχει όρια, κράτιστε. Είναι άπειρη.
- Ποιος το λέει αυτό;
- Ο Θεός της αγάπης!
- Ποιος σε πήρε από την πίστη του πατέρα σου και πιστεύεις σε καινούργιο Θεό;
- Είναι ο Πρώτος και ο Ένας.
- Δεν θέλω διδασκαλίες. Ποιος σου μίλησε γι' αυτόν;
- Η καρδιά, η ψυχή και ο νους μου.
- Ποιος άνθρωπος σου μίλησε για τη χριστιανική πίστη; Ποιος; έκραξε οργισμένος ο Μαξιμιανός. Πες μου τ' όνομα του.
Ο Παντελεήμων δε θέλησε να πει ψέματα.
- Ο ιερεύς Ερμόλαος, είπε.
- Και που είναι αυτός να τον δω και να τον ακούσω; Που μένει;
Είπε ο Παντελεήμων:
- Σπεύσε να μου τον φέρεις, πρόσταξε τον χιλίαρχο ο αυτοκράτορας.
Γύρισε σε λίγη ώρα εκείνος με τους στρατιώτες του και τρεις κρατούμενος.
- Γιατί τρεις; Ποιος είναι ο ιερέας του σταυρωμένου, ο Ερμόλαος;
- Εγώ, είπε εκείνος θαρρετά.
- Και σεις οι άλλοι δύο ποιοι είσθε;
- Ο Έρμιππος, είπε ο ένας.
- Ο Ερμοκράτης, είπε ο άλλος.
- Γιατί ήρθατε μαζί του;
- Είμαστε κι εμείς ιερείς του Θεού της αγάπης και δεν μπορούσαμε να αποχωριστούμε.
- Εσύ, λοιπόν, Ερμόλαε, οδήγησες στη χριστιανική πίστη τον Παντελέοντα και τον έκανες υβριστή και περιφρονητή της Ρώμης και των θεών της;
- Υμνητής του Θεού της αγάπης έγινε με τα θαυμαστά έργα που βλέπεις συ και όλη η Νικομήδεια.
- Μα τούτα τα έργα παρασύρουν το λαό.
- Τον οδηγούν στην αλήθεια, άναξ. Στην άγια δύναμη. Στην θεραπεία. Στην υγεία ψυχής και σώματος.
- Δάσκαλος δεν μου χρειάζεται. Τί λέτε σεις οι άλλοι δύο;
- Ότι και ο αδελφός μας είπε, γιατί αυτά είναι η ξάστερη και η ευεργετική αλήθεια.
- Αυθάδεις προδότες της Ρώμης κι οι τρεις σας. Αποκεφαλίστε τους! έκραξε. Πάρτε τους.
Έτσι το ιερατικό αδελφικό αίμα του Ερμολάου, του Ερμίππου και του Ερμοκράτη έγινε σπονδή αγάπης στον τρισυπόστατο Θεό της αγάπης και θυσία λυτρωτική απ' την κάθε είδους δουλεία σε αναρίθμητες ψυχές στους αιώνες. Γι' αυτό οι τρεις ιερείς έγιναν ιερομάρτυρες της Εκκλησίας και τιμώνται δεκαεπτά αιώνες τώρα από την Εκκλησία, και θα τιμώνται στους αιώνες!
- Τον Παντολέοντα στη φυλακή προς το παρόν. Λυπούμαι τα νιάτα του και την ομορφιά του, είπε, χορτασμένος απ' το αίμα των τριών άγιων μαρτύρων ιερέων, το τέρας ο Μαξιμιανός.
Θα περίμενε να πεινάσει και να διψάσει πάλι αίμα για να φέρει μπροστά του τον ιαματικό γιατρό Παντελεήμονα, με το αγνό, παρθενικό και άγιο αίμα.
Και δεν άργησε να πεινάσει και να διψάσει το τέρας...
Άγιοι του Θεού, πρεσβεύετε υπέρ ημών να ζούμε τη ζωή της αγάπης του Θεού, για την οποία δώσατε το αίμα σας.
Συγχωρήστε δε που τόλμησα να γράψω φτωχό και ταπεινό συναξάρι για σας εγώ ο μικρός.
ΙΩΣΗΦ Δ. ΑΓΑΠΗΤΟΣ

Thursday, July 25, 2019

Ζήλεια και φθόνος: Ο Ρύπος της ψυχής


Ψυχή: Ρύπος της ψυχής είναι η ζήλεια, ο φθόνος, που γεννιέται από την υπερηφάνεια.
Μη ζηλεύεις, αδελφέ μου, κανέναν άνθρωπο για την ευτυχία του εδώ στη γη. Μη ζηλεύεις τον πλούσιο και τον ένδοξο.
Μη ζητάς «θησαυρούς επί της γης, όπου στις και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπτεται διωρίσουν και κλέπτουσι» (Ματθαίος 6. 19).
Να ζηλεύεις και να μιμείσαι τον εργάτη της αρετής, τον άνθρωπο του Θεού τον χαριτωμένο από το Άγιο Πνεύμα, τον πιο ένδοξο από τους ένδοξους και τον πιο πλούσιο από τους πλουσίους, που από ταμιεύει «θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε στις ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέφτες ου διωρίσουν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθαίος 6. 20).

Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου…


Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου, στην παράστασή μου ενώπιον του Θεού, και αν εγώ αγνοώ τον Θεό, και αν νυστάζω ή δεν καταλαβαίνω ή μου φεύγουν τα λόγια της προσευχής ή ζω μέσα σε χίλια σκοτάδια, είμαι βέβαιος ότι μέσα στην άγνοιά μου, στην αορασία μου, σε αυτό το σκότος μου είναι παρών ο Θεός.
Ο Θεός με ακούει, ο Θεός με βλέπει, ο Θεός παρίσταται.
Ας μη θέλω εγώ να τον απολαμβάνω.
Ας θέλω- να το πούμε έτσι- να με απολαμβάνει ο Θεός.
Ας θέλω να με χαίρεται ο Θεός.
Είτε κοιμάμαι είτε είμαι ξύπνιος, είτε ζώ είτε πεθαίνω, είτε είμαι ολόκληρος μια ζωντάνια ενώπιον του Θεού είτε είμαι ένας νεκρός, οτιδήποτε και αν είμαι, αυτό που έχει σημασία είναι να παρίσταμαι ενώπιον του.
Επομένως, ασκητικότητα, πάλεσμα ασκητικό, σημαίνει να κάθομαι ενώπιον του Θεού…
Να μη ζητάω εγώ να δω τον Θεό, αλλά να με βλέπει ο Θεός.
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, ένας Επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνεργεία του πονηρού, εξώμοσε (πρόδωσε την πίστη του) και έγινε Μωαμεθανός.

Κάποτε λοιπόν, κατά την εορτή του Μπαϊραμιού, την ώρα που όλοι οι Τούρκοι έτρωγαν και γλεντούσαν, ζήτησαν από τον εξωμόσαντα, να τους διακωμωδήσει τα μυστήρια των Χριστιανών για να γελάσουν.
Αυτός στην αρχή αρνιόταν, αφού όμως είδε ότι επέμεναν, πήρε ένα ποτήρι το σήκωσε ψηλά και εκφώνησε μελωδικά το «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός», κάνοντας ταυτόχρονα και το γύρο του τραπεζιού, όπου οι Τούρκοι κάθονταν και έτρωγαν.
Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και γύρισε να δει αν διασκέδασαν μ' αυτό οι συνδαιτυμόνες του. Όμως τότε διεπίστωσε έκπληκτος, πως οι Τούρκοι όχι μόνο δεν γελούσαν, αλλά τον κοιτούσαν έντρομοι. 
- Ε, βρε, τους είπε, εγώ σας το έκανα για να γελάσετε και σεις τι με κοιτάτε σαν χαμένοι;.
Μετά από λίγη ώρα, ένας απ' αυτούς απάντησε: 
- Παπά εφέντημ, όση ώρα το έκανες αυτό, ήσουνα δύο πήχεις πάνω από τη γη!
Ακούγοντας αυτό ο Επίσκοπος, εξεπλάγη και βγαίνοντας έξω έκλαψε μετανοιωμένος λέγοντας: 
«Εγώ αρνήθηκα τον Κύριο, αλλά αυτός δεν με εγκατέλειψε. Η Θεία Χάρις Του, με σκεπάζει ακόμα!»...
Την ίδια νύχτα ανεχώρησε κρυφά για το Άγιον Όρος, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του με μετάνοια και αυταπάρνηση, χωρίς να γνωρίζει κανείς, ποιός ήταν εκτός από τον Πνευματικό του.