Τέταρτη Κυριακή από το Πάσχα σήμερα, η λεγομένη του Παραλύτου. Ο Χριστός μας θεράπευσε, όπως αναφέρει το Iερό Ευαγγέλιο, έναν παράλυτο άνθρωπο, που επί τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια βασανίζετε απ' την παραλυσία.
Εκεί στην Ιερουσαλήμ, στην προβατική πόρτα, ήταν μια λίμνη και είχε και πέντε υπόστεγα. Και στη λίμνη αυτή, από καιρό σε καιρό, κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τάραζε τα νερά. Κι όποιος ασθενής έμπαινε πρώτος θεραπεύετε. Και ήταν εκεί πλήθος πολύ των ασθενούντων, όπως και σήμερα και πάντοτε υπάρχουν οι άρρωστοι, και σηκώνουν τον σταυρό τους και μαζί μ' αυτούς τον σηκώνουν και οι δικοί τους, εάν υπάρχουν.
Πήγανε, λοιπόν, κάποιοι εκεί τον παραλυτικό, και τον άφησαν ήταν μόνος και αβοήθητος. Ο Φιλάνθρωπος, που είχε ανέβει στην Ιερουσαλήμ, —κι ανέβαινε αρκετές φορές— πήγε κατευθείαν εκεί, γιατί με το θεϊκό Του βλέμμα έβλεπε αυτόν τον άρρωστο άνθρωπο, και θαύμαζε και την υπομονή του και την καλοσύνη του, γιατί η αρρώστια τον είχε κάνει υπομονετικό και πράο. Είναι πολλές φορές και η αρρώστια μεγάλη γιατρειά της ψυχής μας και της ζωής μας. Επήγε κοντά του γιατί ο Κύριος όλα τα βλέπει, όλη την ζωή μας, και την τωρινή και τη μέλλουσα. Και τον ρώτησε, για να του προκαλέσει το ενδιαφέρον, αν θέλει να γίνει υγιής. Και κείνος του απάντησε ευγενικά: «Κύριε, λέει, Θέλω, αλλά δεν έχω άνθρωπο να με ρίξει στα νερά όταν ταράσσεται το ύδωρ από τον άγγελο, και πριν προλάβω εγώ, άλλος μπαίνει».
Του άρεσε του Ιησού αυτή η συμπεριφορά, μίλησε με πόνο και με ευγένεια και με πραότητα. Δεν κατηγόρησε τους άλλους, απλά περιέγραψε τι συμβαίνει. Και ο Κύριος του είπε τότε: «Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπατά». Και κείνος έκαμε υπακοή, μεγάλη υπακοή, και έδειξε και εμπιστοσύνη στον Κύριο. Είχε ανοίξει η ψυχή του με τον πόνο και τη δυσκολία, γιατί ο πόνος είναι ποιητής, κι ήταν έτοιμη να δεχθεί τη Χάρη του Κυρίου. Και όντως σηκώθηκε με τη θεία δύναμη—δεν τον έκανε καλά η λίμνη, αλλά η θεία δύναμη του Χριστού— και πήρε το κρεβάτι του και περπατούσε, για να φανεί η πραγματικότητα του θαύματος και να μη νομισθεί πώς είναι φαντασία.
Και άρχισαν τώρα κακόγνωμοι και φθονεροί Ιουδαίοι να τον κατηγορούν. Τον ξέρανε οι περισσότεροι. Τίποτα δεν έκαναν να τον βοηθήσουν τριανταοκτώ χρόνια, και τώρα που έγινε καλά, τον κατηγορούν: Γιατί σηκώνει το κρεβάτι. Αντί να θαυμάσουν και να ευχαριστήσουν για το θαύμα, και να ψάξουν για τον Θαυματουργό, άρχισαν αυτό το αιώνιο γκρίνιασα, που το έχουμε δυστυχώς και πολλοί από μας και υποφέρουμε και υποφέρουν και οι άλλοι.
Και κείνος τι τους είπε, όταν τον κατηγορούσαν; «Αυτός που μ' έκανε καλά, αυτός μου 'πε να σηκώσω το κρεβάτι. Εσείς ούτε καλά με κάματε, ούτε αγάπη μου δείξατε. Ε, λοιπόν, το πολύ- πολύ μη μιλάτε. Αφήστε με». Και πήγε στο ναό του Σολομώντος, να ευχαριστήσει τον Θεό. Και πήγαινε συνέχεια.
Μια μέρα απ' αυτές τον αντάμωσε εκεί ο Ιησούς Χριστός και του είπε: «Αν θέλεις, μην αμαρτάνεις ξανά, γιατί τώρα με τις αμαρτίες σου έμεινες τριανταοκτώ χρόνια παράλυτος. Μπορεί όμως, συνεχίζοντας, να χάσεις και την ψυχή σου, να πας και στην αιώνια καταδίκη».
Εκείνος όμως χάρηκε τόσο πολύ που συνάντησε τον ευεργέτη του, που έτρεξε αμέσως στους Ιουδαίους και τους είπε πως «Ο Ιησούς με έκαμε καλά». Είχε τόση ευγνωμοσύνη, είχε τόση χαρά! περισσότερη χαρά γιατί αναστήθηκε η ψυχή του και γνώρισε τον Θαυματουργό, παρά για τη θεραπεία του. Έτσι είναι. Άμα βρούμε τον Χριστό μας, τον αναστάντα εκ νεκρών, τότε πανηγυρίζομε, τότε χαιρόμαστε, τότε είμαστε από τώρα στον Παράδεισο.
Χριστός Ανέστη!
Εκεί στην Ιερουσαλήμ, στην προβατική πόρτα, ήταν μια λίμνη και είχε και πέντε υπόστεγα. Και στη λίμνη αυτή, από καιρό σε καιρό, κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τάραζε τα νερά. Κι όποιος ασθενής έμπαινε πρώτος θεραπεύετε. Και ήταν εκεί πλήθος πολύ των ασθενούντων, όπως και σήμερα και πάντοτε υπάρχουν οι άρρωστοι, και σηκώνουν τον σταυρό τους και μαζί μ' αυτούς τον σηκώνουν και οι δικοί τους, εάν υπάρχουν.
Πήγανε, λοιπόν, κάποιοι εκεί τον παραλυτικό, και τον άφησαν ήταν μόνος και αβοήθητος. Ο Φιλάνθρωπος, που είχε ανέβει στην Ιερουσαλήμ, —κι ανέβαινε αρκετές φορές— πήγε κατευθείαν εκεί, γιατί με το θεϊκό Του βλέμμα έβλεπε αυτόν τον άρρωστο άνθρωπο, και θαύμαζε και την υπομονή του και την καλοσύνη του, γιατί η αρρώστια τον είχε κάνει υπομονετικό και πράο. Είναι πολλές φορές και η αρρώστια μεγάλη γιατρειά της ψυχής μας και της ζωής μας. Επήγε κοντά του γιατί ο Κύριος όλα τα βλέπει, όλη την ζωή μας, και την τωρινή και τη μέλλουσα. Και τον ρώτησε, για να του προκαλέσει το ενδιαφέρον, αν θέλει να γίνει υγιής. Και κείνος του απάντησε ευγενικά: «Κύριε, λέει, Θέλω, αλλά δεν έχω άνθρωπο να με ρίξει στα νερά όταν ταράσσεται το ύδωρ από τον άγγελο, και πριν προλάβω εγώ, άλλος μπαίνει».
Του άρεσε του Ιησού αυτή η συμπεριφορά, μίλησε με πόνο και με ευγένεια και με πραότητα. Δεν κατηγόρησε τους άλλους, απλά περιέγραψε τι συμβαίνει. Και ο Κύριος του είπε τότε: «Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπατά». Και κείνος έκαμε υπακοή, μεγάλη υπακοή, και έδειξε και εμπιστοσύνη στον Κύριο. Είχε ανοίξει η ψυχή του με τον πόνο και τη δυσκολία, γιατί ο πόνος είναι ποιητής, κι ήταν έτοιμη να δεχθεί τη Χάρη του Κυρίου. Και όντως σηκώθηκε με τη θεία δύναμη—δεν τον έκανε καλά η λίμνη, αλλά η θεία δύναμη του Χριστού— και πήρε το κρεβάτι του και περπατούσε, για να φανεί η πραγματικότητα του θαύματος και να μη νομισθεί πώς είναι φαντασία.
Και άρχισαν τώρα κακόγνωμοι και φθονεροί Ιουδαίοι να τον κατηγορούν. Τον ξέρανε οι περισσότεροι. Τίποτα δεν έκαναν να τον βοηθήσουν τριανταοκτώ χρόνια, και τώρα που έγινε καλά, τον κατηγορούν: Γιατί σηκώνει το κρεβάτι. Αντί να θαυμάσουν και να ευχαριστήσουν για το θαύμα, και να ψάξουν για τον Θαυματουργό, άρχισαν αυτό το αιώνιο γκρίνιασα, που το έχουμε δυστυχώς και πολλοί από μας και υποφέρουμε και υποφέρουν και οι άλλοι.
Και κείνος τι τους είπε, όταν τον κατηγορούσαν; «Αυτός που μ' έκανε καλά, αυτός μου 'πε να σηκώσω το κρεβάτι. Εσείς ούτε καλά με κάματε, ούτε αγάπη μου δείξατε. Ε, λοιπόν, το πολύ- πολύ μη μιλάτε. Αφήστε με». Και πήγε στο ναό του Σολομώντος, να ευχαριστήσει τον Θεό. Και πήγαινε συνέχεια.
Μια μέρα απ' αυτές τον αντάμωσε εκεί ο Ιησούς Χριστός και του είπε: «Αν θέλεις, μην αμαρτάνεις ξανά, γιατί τώρα με τις αμαρτίες σου έμεινες τριανταοκτώ χρόνια παράλυτος. Μπορεί όμως, συνεχίζοντας, να χάσεις και την ψυχή σου, να πας και στην αιώνια καταδίκη».
Εκείνος όμως χάρηκε τόσο πολύ που συνάντησε τον ευεργέτη του, που έτρεξε αμέσως στους Ιουδαίους και τους είπε πως «Ο Ιησούς με έκαμε καλά». Είχε τόση ευγνωμοσύνη, είχε τόση χαρά! περισσότερη χαρά γιατί αναστήθηκε η ψυχή του και γνώρισε τον Θαυματουργό, παρά για τη θεραπεία του. Έτσι είναι. Άμα βρούμε τον Χριστό μας, τον αναστάντα εκ νεκρών, τότε πανηγυρίζομε, τότε χαιρόμαστε, τότε είμαστε από τώρα στον Παράδεισο.
Χριστός Ανέστη!
No comments:
Post a Comment