Ένας Γέροντας μόναζε στην έρημο και το διάστημα που
περπατούσε για να προμηθεύεται το νερό ήταν δώδεκα μίλια.
Κάποια φορά λοιπόν που πήγε να πάρει νερό, βαρέθηκε και
είπε:
“Τι χρειάζεται αυτός ο κόπος; Θα ΄ρθω να μείνω κοντά στο
νερό”.
Μόλις το΄πε αυτό, στρέφει το κεφάλι και βλέπει κάποιον να
τον ακολουθεί και να μετράει τα βήματά του.
Τον ρωτάει ευθύς: “Ποιος είσαι εσύ;”
“Άγγελος Κυρίου του απαντά σταλμένος να μετρήσω τα βήματά
σου για να σου δώσω τον μισθό σου”.
Μόλις τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, ενθαρρύνθηκε, έγινε
προθυμότερος και πήγε άλλα πέντε μίλια πιο βαθιά στην έρημο.
🌾🌾🌾
Ήταν ένας Γέροντας στη Θηβαϊδα που έμενε σ΄ένα σπήλαιο
και είχε έναν υποτακτικό μαθητευόμενο.
Συνήθιζε ο Γέροντας κάθε βράδυ να του δίνει ωφέλιμες
συμβουλές και μετά από τη νουθεσία, έκανε την προσευχή της απολυσης και τον
έστελνε να κοιμηθεί. Κάποτε συνέβη μερικοί ευλαβείς λαϊκοί, επειδή γνώριζαν τη
μεγάλη άσκηση του Γέροντα, να τους επισκεφθούν και να προσφέρουν σ΄αυτούς
κάποιο φαγητό να φάνε.
Αφού έφυγαν αυτοί, κάθισε πάλι ο Γέροντας το βραδάκι,
όπως το συνήθιζε, και νουθετούσε τον αδελφό.
Την ώρα όμως που του μιλούσε, τον πήρε ο ύπνος.
Και ο αδελφός έμεινε κοντά του, έως ότου να ξυπνήσει και
του κάνει την ευχή.
Καθώς λοιπόν καθόταν πολλή ώρα και ο Γέροντας δεν
ξυπνούσε, ενοχλήθηκε από τους λογισμούς του να πάει να κοιμηθεί χωρίς να του
κάνει την απόλυση.
Αλλά βίασε τον εαυτό του και αντιστάθηκε στον λογισμό και
παρέμεινε.
Πάλι όμως ενοχλήθηκε και δεν έφυγε.
Κατά τον ίδιο τρόπο ενοχλήθηκε επτά φορές και αντιστάθηκε
στον λογισμό.
Αργότερα, αφού είχε προχωρήσει η νύκτα, ξύπνησε ο
Γέροντας και τον βρήκε να κάθεται δίπλα του και του λέει:
- “Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα;”
Κι εκείνος είπε:
- “Όχι, αββά, γιατί δεν μου΄κανες απόλυση”.
- “Και γιατί τον ρωτάει ο Γέροντας δεν με ξύπνησες;”
- “Δεν τόλμησα απαντά ο μαθητής να σε σκουντήσω για να μη
σου διακόψω τον ύπνο”.
Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η
ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας.
Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει
κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω
στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.
Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε: - “Τίνος είναι
αυτά;”
Κι εκείνος είπε: - “Του μαθητή σου.
Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την
υπακοή του.
Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα”.
Απόρησε ο Γέροντας γι΄αυτό που άκουσε και γεμάτος από
δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:
- “Πές μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;”
- “Συγχώρα με, αββά απάντησε εκείνος δεν έκανα τίποτε”.
Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν
ομολογεί, του είπε:
- “Δεν θα σ΄αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή
τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή”.
Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει
κάνει, δεν είχε τι να πει.
Και λέει στον πατέρα:
- “Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχλήθηκα από
λογισμούς επτά φορές να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα”.
Όταν τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που
πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό.
Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά
σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για
λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.
Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από
αγάπη για τον Θεό.
Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν
αυτοί που αγωνίζονται.
🌾🌾🌾
Κάποτε ένας Γέροντας που έμενε στα Κελλία μόνος,
αρρώστησε.
Και επειδή δεν είχε κανέναν να τον εξυπηρετεί, σηκωνόταν
και ό,τι έβρισκε στο κελί του το έτρωγε με διάκριση.
Έμεινε άρρωστος πολλές μέρες και κανείς δεν ήρθε να τον
επισκεφθεί.
Όταν πέρασαν τριάντα μέρες και κανείς δεν είχε έρθει, έστειλε
ο Θεός έναν άγγελο να τον υπηρετεί.
Έμεινε εκεί ο άγγελος επτά ημέρες και τότε θυμήθηκαν οι
Πατέρες τον Γέροντα και είπαν μεταξύ τους:
- “Μήπως πέθανε ο τάδε Γέροντας;”
Πήγαν πράγματι και μόλις χτύπησαν την πόρτα, έφυγε ο
άγγελος.
Ο Γέροντας φώναζε δυνατά από μέσα:
- “Φύγετε απ΄εδώ, αδελφοί”.
Αλλά παραβίασαν την πόρτα και μπήκαν και τον ρώτησαν
γιατί φώναζε.
Κι εκείνος τους είπε:
- “Τριάντα ημέρες ήμουν άρρωστος και κανείς δεν ήρθε να
με δει.
Και να, εδώ και επτά ημέρες έστειλε ο Θεός τον άγγελό του
να με υπηρετεί.
Και μόλις ήλθατε, έφυγε από κοντά μου”.
Μετά το λόγο αυτό, εκοιμήθη.
Και οι αδελφοί θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, που δεν εγκαταλείπε
αυτούς που ελπίζουν σ΄Αυτόν.
*********************
Καμία προσευχή δεν πάει χαμένη...
Κάθε ικεσία που βγαίνει ειλικρινά, γεμάτη δάκρυα, ποτέ
δεν χάνεται...
Κατευθείαν πηγαίνει στον δικό Του θρόνο. Εκείνος, φίλε
μου, πάντα σε κοιτάζει. Όχι βλοσυρά, όχι σαν κακός εκδικητής.
Μα σαν στοργικός πατέρας, έτοιμος να σε σηκώσει αν
χτυπήσεις, έτοιμος αν στενοχωρηθείς να σε παρηγορήσει...
Όμως, έχεις και μια μητέρα ακόμα.
Την δική Του μητέρα που και εσένα αγαπάει όσο δεν
φαντάζεσαι...
Είναι η πιο γλυκιά μητέρα του κόσμου. Όποτε την
χρειαστείς και την ζητήσεις, αμέσως θα έρθει.
Αν από την καρδιά σου την φωνάξεις, Εκείνη στη στιγμή θα
είναι δίπλα σου.
Ξέρεις πώς; Με ένα
χάδι. Ένα αθόρυβο, ουράνιο χάδι.
Η αγκαλιά της Παναγίας είναι η πιο μεγάλη, η πιο σίγουρη,
η πιο στοργική, η ωραιότερη...
Περιμένει μονάχα από σένα να προσπαθείς. Να αγαπάς το
παιδί Της και να προσεύχεσαι.
Όσα είναι τα άστρα τ'ουρανού, ας είναι και οι προσευχές
σου.
Γι'αυτό, αδερφή και αδερφέ, σου λέω: μην στενοχωριέσαι!
Κοίτα ψηλά...
No comments:
Post a Comment