Ο ευλαβέστατος ιερέας και η θυγατέρα του.
Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας
ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά
για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε
πολύ.
Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί
πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον
κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να
συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.
Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό,
αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη
του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και
με κρυφές ελεημοσύνες.
Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο, που, απόμαχος πια
της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε
δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του.
Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ’ όλο που είχε καλή
καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με
μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους
στην εκκλησία, έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν.
Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα αδελφό του
και του είπε:
– Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η
κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!
Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν’
αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη
θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον
ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει:
“Πατέρα, σ’ ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις
προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε
παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που
μούστειλε!”
Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, το όνειρο έσβησε…
Επειδή ι ιστορία είναι η μισή,ορίστε η υπόλοιπη..Ο ιερέας λοιπόν,είπε στον αδελφό του :καπετάνιο,είδα την κόρη μου στον ύπνο μου και μου είπε να σε ευχαριστήσω για το ψάρι που της έστειλες.Πετάγεται επάνω ο καπετάνιος και φώναξε..Τι μου λες τώρα παπά..ξέρεις τι μου είπες ;Το ξέρεις πως την κόρη σου την αγαπούσα σαν δικό μου παιδί.Την λάτρευα.Εγώ λοιπόν,είχα κανονίσει με τον (όνομα) πως αν έβγαζε κανένα καλό ψάρι,να το αγοράζω.Έτσι και γινόταν.Όταν είχε αγόραζα.Την μέρα που χάσαμε το κορίτσι,με βρήκε στο λιμάνι και μου 'φερε ένα μεγάλο ψάρι.Εγώ μες την στεναχώρια μου του 'πα:άσε με και συ με τα ψάρια σου,εδώ κηδεύω την ανηψιά μου,για ψάρια είμαι ;Ο φουκαράς κατέβασε το κεφάλι,κάτι μουρμούρησε κι έκανε να φύγει..Μετάνοιωσα που τον στεναχώρησα τον φουκαρά,σάμπως έφταιγε αυτός ; Του λέω τότε.Να πάρε τα λεφτά για το ψάρι και δώστο σε κανέναν φτωχό.Έτσι..για την ψυχή του κοριτσιού μου.Κανείς δεν το 'ξερε αυτό παπά...μόνο εγώ κι αυτός.Ζουν οι ψυχές τους παπά μου,ζούν και μας βλέπουν.Δόξα να χει ο Κύριος.
ReplyDeleteΑγαπητέ αδελφέ κύριε Ιωάννη Πανταζή σας ευχαριστώ για την συμπλήρωση της αναρτήσεως αυτής.
Delete