ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΚΑΙ Η
ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Γράφει η Σοφία Τ.
Ο Νικηταράς
ήταν Αρκάς. Γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης(1782) και πατέρας
του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας. Η μητέρα του Σοφία Καρούτσου ήταν
αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Νικηταράς λοιπόν ήταν ανιψιός
του Γέρου του Μοριά. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Νικηταράς γεννήθηκε(1784) στο
χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας, ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου, προς την
μεριά του Μιστρά, 25 περ. km από την Καλαμάτα. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο
χωριό του πατέρα του, στο χωριό Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας της επαρχίας
Μεγαλουπόλεως, του Νομού Αρκαδίας. 11χρονος, βγήκε στο αρματολίκι ακολουθώντας
τον πατέρα του. Αργότερα εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του περίφημου κλέφτη Ζαχαριά
Μπαρμπιτσιώτη. Κοντά του έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης, ξεχωρίζοντας
για την ανδρεία και την ευρωστία του. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, 1ος στο πήδημα
και γρήγορος στο τρέξιμο. Η αλληλοεκτίμηση και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ
του Καπετάνιου και του Νικηταρά, οδήγησαν τελικά στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά,
την Αγγελίνα. Στο μεγάλο διωγμό των κλεφταρματολών, ο πατέρας του
σκοτώθηκε(1805) από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του
Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Ζάκυνθο. Έκτοτε, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Την
αφοσίωση του Νικηταρά προς τον θείο του ο λαός την είπε με 2 λόγια. «Μπροστά
πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης». Θέλοντας να τονίσουν την στενή
και άρρηκτη σχέση των 2 ανδρών έλεγαν: «Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ
του Νικηταρά». Εκείνο τον καιρό τα Επτάνησα τα εξουσίαζαν οι Ρώσοι. O Νικηταράς
εντάχθηκε στο ρωσικό στρατό και με το τάγμα του πολέμησε εναντίον του
Ναπολέοντα στην Ιταλία. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ζάκυνθο και υπηρέτησε τους
Γάλλους, που στο μεταξύ είχαν καταλάβει το νησί με την συνθήκη του Tilsit. Ενώ βρισκόταν
στην Καλαμάτα, μυήθηκε(18/10/1818) στη Φιλική εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη.
Με συντροφιά τον Αναγνωσταρά και αργότερα τον Δ. Πλαπούτα, περιόδευσε την
Πελοπόννησο κατηχώντας πολλούς στο μεγάλο μυστικό και ετοιμάζοντας τον λαό για
τον επερχόμενο ξεσηκωμό. Με την έκρηξη της Επανάστασης, μαζί με τον θείο του
Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς μπήκε στην Καλαμάτα(23/03/1821). Είχε
ενστερνισθεί βαθιά τις απόψεις και τα σχέδια του θείου του και πήρε μέρος σε
όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Τρίπολης-τότε Διοικητικό κέντρο
Οθωμανών στην Πελοπόννησο-. Επικεφαλής 800 ανδρών συμμετείχε(12-13/05) στην
νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι. Αμέσως μετά και ενώ κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο με
200 μόλις άντρες, προέκυψε η ανάγκη να αντιμετωπίσει στα Δολιανά, ισχυρή
Τουρκική δύναμη 6.000 ανδρών υπό τον Κεχαγιάμπεη, υποστηριζόμενη και από
πυροβόλα(18/05/1821). Εκεί απέδειξε στο έπακρο τον ηρωισμό του και την σπάνια
στρατιωτική του αρετή και ικανότητα. Κατάφερε να τους προξενήσει τεράστια
καταστροφή και σχεδόν να τους αποδεκατίσει. Έντρομοι οι Τούρκοι σκορπίστηκαν
στις γύρω ρεματιές για να γλυτώσουν, εγκαταλείποντας τα ζώα και τα πυροβόλα
τους στα χέρια των Ελλήνων. Ο Νικηταράς, βλέποντας τους να φεύγουν τους φώναζε:
«Σταθήτε Πέρσαι να πολεμήσωμε» και τους αποκαλούσε Περσιάνους. Αν στη μάχη στο
Βαλτέτσι διακρίθηκε για την ανδρεία του, στην μάχη των Δολιανών, η ιστορία τον
πήρε στα φτερά της. Οι επευφημίες των συντρόφων του έφτασαν ως τα ουράνια και
για 1η φορά, βγαλμένο απ’ τις καρδιές των συναγωνιστών του, ακούστηκε το
παρατσούκλι που θα τον συνόδευε σε όλη του την ζωή. Με αυτό πέρασε στην
ιστορία. Με αυτό έμεινε στη συνείδηση και την ψυχή των Ελλήνων. Στρατηγός
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος Με τις μάχες των Δολιανών και των Βερβένων,
προξενήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές ζημιές στους Τούρκους- αναγκάστηκαν να κλειστούν
στην Τρίπολη-ξανάδωσαν κουράγιο στους ξεσηκωμένους ραγιάδες και προετοίμασαν το
κλίμα για την άλωση της πρωτεύουσας του Μοριά(23/09/1821), επιβεβαιώνοντας για
μια ακόμη φορά, την στρατηγική του Κολοκοτρώνη. Στα Δολιανά, τον Νικηταρά τον
αγάπησαν. Τον έκαναν δικό τους. Τον δέχτηκαν ως δικό τους ήρωα. Τον τίμησαν και
τον τιμούν ακόμα. Στο προαύλιο του Αγιώργη, πολιούχου του χωριού, έχει στηθεί
αναμνηστική στήλη, αφιέρωμα των απανταχού Δολιανιτών. Στον τόπο που έγινε η
μάχη, στην χαράδρα του Τσάκωνα, απέναντι από τα σπίτια του Χριστοφύλη όπου
είχαν ταμπουρωθεί ο Νικηταράς και ο Καραμήτρος, δημιουργήθηκε πλατεία με το
όνομα του και στήθηκε η προτομή του. Η γιορτή της επετείου, αποτελεί λόγο και
αιτία συνάθροισης των απανταχού Δολιανιτών, των Τουρκολεκιωτών και των άλλων
Συνελλήνων που επισκέπτονται το χωριό για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ήρωα και
όλους, όσοι έδωσαν το αίμα τους για την λευτεριά της Ελλάδας. Αφού πέρασε λίγος
καιρός από τις δίδυμες μάχες, ο Κολοκοτρώνης τον έστειλε επικεφαλής της δύναμης
που πολιορκούσε το Ναύπλιο. Από εκεί έφυγε για την Α Στερεά. Οι επαναστατημένοι
Αθηναίοι τον εξέλεξαν αρχηγό τους. Οι Μαυρομιχαλαίοι όμως δυσφόρησαν για την
ενέργεια αυτή των Αθηναίων. Ο Νικηταράς-δεν ήθελε να δημιουργεί προβλήματα και
έριδες- έφυγε για την Λειβαδιά. Βοήθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην προσπάθεια
του να ανακαταλάβει την πόλη. Υπήρξε τόσο δυνατή η αδελφική φιλία που
αναπτύχθηκε μεταξύ των 2 ανδρών, ώστε έσμιξαν το αίμα τους κι έγιναν
αδελφοποιητοί, σταυραδέρφια. Κατόπιν, επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να
βοηθήσει τον Κολοκοτρώνη στην συνεχιζόμενη πολιορκία της Τρίπολης. Όταν η πόλη
έπεσε(23/09/1821) οι Έλληνες την λαφυραγώγησαν και μοίρασαν τα λάφυρα. Μεταξύ
των ελάχιστων που αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην διανομή ήταν και ο Νικηταράς. Όλη
του η ζωή ένας αγώνας. Μάχη στην μάχη. Δεν ήξερε και δεν ήθελε να ξαποσταίνει. Τον
Δεκέμβρη του ᾽21 τον βρίσκουμε να πολιορκεί το Ναύπλιο. Η πολιορκία αυτή υπήρξε
ατυχής και μάλιστα κινδύνευσε σοβαρά να αιχμαλωτισθεί από τους Τούρκους. Τον
Απρίλη του ᾽22 με 700 παλικάρια παίρνει μέρος στην μάχη της Στυλίδας και της
Αγίας Μαρίνας στο πλευρό του Ανδρούτσου. Η κορυφαία μετά τα Δολιανά στιγμή της
ζωής του έφτασε. Η Τουρκία απαλλαγμένη από τον Αλή πασά και εσωτερικά της προβλήματα,
πήρε την απόφαση να συντρίψει κάθε αντίσταση στην Πελοπόννησο. Αρχηγός αυτής
της πανστρατιάς ορίστηκε ο Χουρσίτ πασάς. Έξυπνος στρατηλάτης, ανδρείος αλλά
άγριος και ωμός. Ο Χουρσίτ μισούσε τους Έλληνες, και περισσότερο τους
Πελοποννήσιους, γιατί στην άλωση της Τρίπολης κατάσχεσαν τους θησαυρούς του και
αιχμαλώτισαν τις γυναίκες του. 100+ πλοία ήταν έτοιμα να λάβουν μέρος στην
εκστρατεία. Στον ισχυρό αυτό στόλο συμμετείχαν Τουρκικά πλοία αλλά και από την
Αλγερία, την Τύνιδα και την Αίγυπτο. Την τελευταία στιγμή-πιθανόν λόγω μυστικής
συκοφάντησης εκ μέρους των αντιπάλων του- ο Χουρσήτ αντικαταστάθηκε από τον
Μαχμούτ πασά, τον γνωστό μας Δράμαλη. Ο Δράμαλης είχε αρκετά θετικά και
αρνητικά χαρακτηριστικά. Ενώ είχε ευγενική καταγωγή, ήταν νέος, ακμαίος, ωραίος,
πλούσιος και ριψοκίνδυνος, ήταν αλαζόνας, καυχησιάρης, ματαιόδοξος και ανόητος.
Κυρίως όμως φιλοχρήματος. Απόδειξη αυτής της αδυναμίας του αποτελεί το γεγονός
της Ακροκορίνθου. Όταν ανακάλυψε τον θησαυρό του Κιαμήλ πασά, τον καταχράστηκε,
παίρνοντας συγχρόνως ως σύζυγο του την ωραιότατη χήρα του Κιαμήλ. Το στράτευμα
κίνησε για την Πελοπόννησο(τέλη Ιουνίου 1822). 30.000 οι άνδρες συγκεντρώθηκαν
στην Λάρισα. Ισχυρό πυροβολικό, 20.000 πολεμικά άλογα, 30.000 μεταγωγικά άλογα
και μουλάρια και 500 καμήλες. Μπροστά πήγαιναν οι Δερβίσηδες και οι ιμάμηδες
που με στεντόρειες φωνές απήγγειλαν κείμενα του Κορανίου, ενώ άλλοι
τραγουδούσαν θρησκευτικά τραγούδια και πολεμικούς θούριους. Ακολουθούσαν οι
πολεμιστές και υπάλληλοι, αστρολόγοι, νεκρομάντεις, θαυματοποιοί, πωλητές
καπνού, οπίου, ποτοπώλες, υπηρέτες, αργυραμοιβοί, δήμιοι κ.ά..Όπου περνούσε
αυτός ο συρφετός άφηνε αποκαΐδια κι ερημιά. Ο σουλτάνος πανηγύριζε για τις
καταστροφές που προκαλούσε στο διάβα του ο Δράμαλης. Όταν έφτασε στα Γεράνεια
όρη, ανέβηκε στην θέση που λέγεται «αέρες» και μεθυσμένος από χαρά και
ικανοποίηση για την επιτυχία του, άρχισε να μοιράζει στους αξιωματούχους του
τις επαρχίες της Πελοποννήσου. Η στρατιά πέρασε τον Ισθμό(05/07). Κατέλαβε
χωρίς καμιά αντίσταση την Κόρινθο και προχώρησε στην Αργολίδα, περνώντας από τα
Δερβενάκια. Η αλαζονεία του τον τύφλωνε. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το
νου του ότι πίσω του έκλειναν οι πόρτες. Ότι «εκλείσθησαν αι πύλαι» όχι μόνο
της στρατιωτικής του πορείας αλλά γενικότερα ολόκληρης της ύπαρξης του. Ο
Δημήτριος Βαρδουνιώτης στο βιβλίο του «Η καταστροφή του Δράμαλη» εξιστορεί
μοναδικά και λεπτομερειακά, όλα όσα διαδραματίστηκαν στην Αργολίδα. Η θέση των
Τούρκων είχε καταντήσει δεινή. Ο στρατός υπέφερε από την πείνα και την δίψα. Την
οδυνηρή αυτή κατάσταση επιβάρυναν ακόμη περισσότερο, απρόβλεπτες ασθένειες και
επιδημίες. Ο Δράμαλης αναγκάστηκε να πάρει την πικρή και μοιραία απόφαση. Έδωσε
την εντολή να γυρίσει η στρατιά στην Κόρινθο. Λογάριασε όμως με σύμβουλο του
την ανάγκη. Λησμόνησε τον
Κολοκοτρώνη. «Και περί τον όρθρον της 26 Ιουλίου εξεκίνησαν εξ Άργους
πανστρατιά, διευθυνόμενοι προς το στενόν του Δερβενακίου, δι᾽ου είχον εισβάλει
πρό τινων ημερών εις την Αργολίδα. Ώδευον, διηρημένοι εις δύο
φάλαγγας(κολώνας). Ένεκα δε της πληθύος των στρατευμάτων και των κτηνών,
εφαίνοντο μακρόθεν, ως παμμεγίστη μελανή νεφέλη, επισκιάζουσα την πεδιάδα
όλην».(Η καταστροφή του Δράμαλη. σελ.139). Ο Νικηταράς ήταν κι εδώ παρών.
Αρχικά συμμετείχε στην απόκρουση των Τούρκων στα Δερβενάκια, όπου διέλυσε την
εκεί φρουρά. Κατόπιν, ανέβηκε στον Άγιο Σώστη και ταμπουρώθηκε στα στενά της
χαράδρας. Με την θέση που επέλεξε και τον ηρωισμό του, κατάφερε να συντρίψει
μεγάλο μέρος του στρατού που οπισθοχωρούσε. Οι Τούρκοι άφησαν εκεί +3.000
νεκρούς. Μετά 2 μέρες επαναλαμβάνει τον άθλο του στη μάχη που έγινε στο
Αγιονόρι. Εξολόθρευσε το τμήμα των Τούρκων που επεχείρησε να περάσει από εκεί. Οι
Τούρκοι μέσα στη σύγχυση και τον πανικό τους άφησαν πίσω τους +600 νεκρούς. Η
συμβολή του Νικηταρά και αυτή την φορά υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και
αποφασιστική. Ο Δράμαλης-σε πλήρη απόγνωση – κατάφερε να ανέβει σ’ένα γάιδαρο
για να μπορέσει να φτάσει στην Κόρινθο. Και ο γάιδαρος μέσα στην αντάρα
σκοτώθηκε. Ο Δράμαλης πεζός, έφτασε στην Κόρινθο εξουθενωμένος, ρακένδυτος και
χωρίς σαρίκι. Ο εγωισμός και η περηφάνια του πληγώθηκαν αγιάτρευτα. Ποτέ δεν
ξεπέρασε την ντροπή των Δερβενακίων. Έπεσε σε βαριά μελαγχολία. Αδύναμος και
ταλαιπωρημένος αρρώστησε από πνευμονία η οποία τελικά τον οδήγησε στον θάνατο,
ανήμερα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου(1822).Μετά την μάχη στα Δερβενάκια,
συγκεντρώθηκαν τα λάφυρα σε τεράστιους σωρούς. Αξιωματικοί και στρατιώτες
μαζεύτηκαν για την μοιρασιά. Κάποιοι πρόσεξαν πως ένας συναγωνιστής τους έλειπε
από την συντροφιά. Ήταν ο Νικηταράς. Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός
κάποια λάφυρα, στο τέλος και μετά από την επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια
σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα χάρισε αμέσως σε
συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα
με το σημείωμα « Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την
για να με θυμάσαι». Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι
πρόκριτοι όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, μόνον όταν
το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία. Την ίδια εποχή-λέγεται- ότι χάρισε
ένα μικρόσωμο άλογο χωρίς ουρά στον λαϊκό στιχουργό του αγώνα Τσοπανάκο ενώ σε
κάποιο νησί πρότεινε κι έστειλαν μια καμήλα. Οι νησιώτες που δεν είχαν ξαναδεί
τέτοιο ζώο, ύστερα από σκέψη πολλή και με την σύμφωνη γνώμη του γεροντότερου,
αποφάσισαν πως πρόκειται για «χιλιόχρονο λαγό». Η αφιλοκέρδεια και η
ανιδιοτέλεια του Νικηταρά έμεινε παροιμιώδης. Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν
πήρε. Όταν άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες(1823), ο Νικηταράς τάχθηκε-όπως ήταν
φυσικό- με το μέρος του θείου του και κατά της Κυβέρνησης Κουντουριώτη. Παρ’
όλη την υποστήριξη του στον Κολοκοτρώνη, τήρησε μετριοπαθή στάση και δεν πήρε
μέρος στις μάχες που έγιναν προσπαθώντας μάλιστα με τις παρεμβάσεις του, να
συμφιλιώσει τα πράγματα. Μετά την επικράτηση των Κυβερνητικών, πήγε στο
Μεσολόγγι και εντάχθηκε στην υπηρεσία του Δ. Μακρή. Κλείστηκε στην πολιορκημένη
πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή, στην 2η πολιορκία. Μετά την χορήγηση
αμνηστίας, ενόψει της εισβολής του Ιμπραήμ, επέστρεψε στην Πελοπόννησο επικεφαλής
στρατιωτικού τμήματος και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Με συμπολεμιστή τον
Γεώργιο Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος, με 800 άντρες, στη νικηφόρα μάχη της
Αράχοβας(Νοέμβρης 1826). Γύρισε εσπευσμένα στο Ναύπλιο γιατί αρρώστησε βαριά
από πλευρίτιδα. Μετά την θεραπεία του ακολούθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και
πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά του Ιμπραήμ. 2η φορά πολέμησε στο πλευρό του
Καραϊσκάκη στην άτυχη μάχη του Φαλήρου(Απρίλιος 1827). Μαζί τους πολέμησε ένας
από τους πιο τίμιους και γνήσιους φιλέλληνες, ο αμερικανικής καταγωγής GeorgeJarvis ο οποίος μετά
από πολλές μάχες στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, πέθανε στο Άργος(11/08/1828), σε
ηλικία 31 χρονών. Μετά την Απελευθέρωση εντάχθηκε στο κόμμα των
ρωσόφιλων(Ναπαίων). Πάντοτε όμως εκείνο που επεδίωκε ήταν η δικαίωση των
αγωνιστών και η διασφάλιση του λαού από τις ξένες επεμβάσεις. Στήριξε σθεναρά
τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και υπήρξε στενός συνεργάτης του. Στην Δ΄
Εθνοσυνέλευση του Άργους έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος του Λεονταριού(Αρκαδίας). Με
συνέταιρο τον Αρχιμανδρίτη Πύρρο τον Θετταλό, ιδρύουν χαρτοποιείο στο Κεφαλάρι,
καταβάλλοντας 3.000 γρόσια έκαστος(1829). Κατασκευάζουν 1.000 περ. φύλλα
χαρτιού. Τα χρήματα όμως τελειώνουν κι έτσι οι εργασίες σταματούν. Μη έχοντας
την δυνατότητα να συνεχίσουν την παραγωγή, απευθύνονται στον Καποδίστρια. Ο
Πύρρος δεν συμπαθεί τον Κυβερνήτη και πολλές φορές έχει εκφράσει τις εχθρικές
διαθέσεις του. Πιστεύει όμως ότι θα ενδώσει και θα τους προσφέρει την βοήθεια
του, προς χάριν της φιλίας του Κυβερνήτη με τον Νικηταρά. Ο Καποδίστριας
γνωρίζει ότι μια τέτοια επιχείρηση δεν έχει μέλλον. Θεωρούσε ότι προτεραιότητα
είχαν άλλες ανάγκες και ενέργειες σχετικές με την ανώμαλη πολιτική κατάσταση
και δεν απαντά καθόλου στο αίτημα των 2 συνεταίρων. Ο Νικηταράς βλέποντας την
κατάσταση, συνειδητοποιεί ότι η δουλειά του χαρτοποιείου δεν μπορεί να
προχωρήσει. Μεταφέρει τις μηχανές στο σπίτι του, στο Άργος. Διορίστηκε(1830)
Γενικός Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου, Πρόεδρος του Αναθεωρητικού
Δικαστηρίου των Ελαφρών(1831) και Γενικός Αρχηγός του Στρατοπέδου
Κορίνθου(1832) και έπειτα Αρχηγός της Μεσσηνίας. Μετά από αυτά και την άφιξη
του Όθωνα στο Ναύπλιο(25/01/1833), ο Νικηταράς και ο Πύρρος απευθύνουν και πάλι
αίτημα προς αυτόν, ζητώντας την συνδρομή του για την επανεκκίνηση των εργασιών
του χαρτοποιείου. Αλλά και ο Όθωνας δείχνει να μη συμμερίζεται τις απόψεις των
2 συνεταίρων. Η κατάσταση οδηγεί σε αδιέξοδο. Η επιχείρηση χαρτοποιίας λήγει
άδοξα. Ο Νικηταράς δεν συμπάθησε ποτέ τους Βαυαρούς γι’αυτό και έμεινε αμέτοχος
και απομονωμένος. Προάγεται(1836) σε Συνταγματάρχη και διορίζεται στρατιωτικός
νομοεπιθεωρητής αλλά μετά το κίνημα της Μεσσηνίας, τον συνέλαβαν και τον
φυλάκισαν(Αύγουστος 1836). Θεωρήθηκε(1839) ένοχος συνομωσίας κατά του Όθωνα.
Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι και δικάστηκε(1840), κρίθηκε αθώος και αφέθηκε
ελεύθερος. Οι Βαυαροί όμως δεν δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με
υπογραφή του Όθωνα φυλακίστηκε στην Αίγινα. Μ’ όλους αυτούς τους διωγμούς και
τις ταλαιπωρίες ο Νικηταράς κουράστηκε. Η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά. Στην δίκη(18/09/1841),
δόθηκε εντολή να προσαχθεί καθιστός. Αμνηστεύθηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν
τυφλός. Ασθενής και ταλαιπωρημένος φτάνει στο Άργος, στο σπίτι του. Μολονότι
καμιά σχέση δεν είχε με τον τόπο αυτό, δέθηκε μαζί του. Ένα αγρόκτημα στην θέση
Σερεμέτι, κοντά στα όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και την Νέα Κίο, που τότε
δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί, ήταν όλη του η περιουσία αν και όπως διαβάζουμε
στους «Μύλους της Αργολίδας» του Γιώργου Αντωνίου, ο οποίος επικαλείται κείμενο
του Θεόδωρου Δ. Γιαννακόπουλου στα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΙΙ 1998» και στο οποίο
αναφέρεται ότι «…ο Νικηταράς είχε τρεις υδρόμυλους στο Κεφαλάρι Άργους(σύμφωνα
με την διαθήκη της συζύγου του Αγγελικής, 197/1863 του συμβολαιογράφου Ναυπλίας
Ι. Σαριγιάννη). Στο Σερεμέτι ακούμπησε τις ελπίδες του για επιβίωση δική του
και της οικογένειας του. Εκεί ο «ωκύπους» στρατηγός πότισε με τον ιδρώτα του
την βαλτώδη γη και την μετέτρεψε σε γόνιμη και καλλιεργήσιμη. Δεν ήταν όμως
τυχερό να ησυχάσει. Σε μια αναφορά του προς τον Όθωνα, σχετική με το κτήμα στο
Σερεμέτι(24/10/1841) γράφει: Μεγαλειότατε, Εις διαφόρους περιστάσεις και εποχάς
έκαμα γνωστόν εις την Υμετέραν Μεγαλειότητα ότι δι᾽ αδείας της υπό της αισίας
ελεύσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως, μοι παρεχωρήθησαν όλες οι εντός της κατά
την Αργολίδα θέσεως Σερεμέτι εθνικές γαίες, χέρσας δε ούσας, και καταπλακωμένας
υπό των υδάτων. Ηγωνίσθην, εξόδευσα, ότι εντίμως απελάμβανα, απεξήρανα τας
γαίας αυτάς και εγεώργησα ικανόν μέρος αυτών, ενήργησα φυτείας, αυταί δε
κατεστράφησαν εκ των ώδε ανωμαλιών, επανέλαβα μετά ταύτα τας γεωργικάς εργασίας
δια να δυνηθώ να πραγματοποιήσω τον οποίον η Κυβέρνησις προέθετο σκοπόν, του να
εξασφαλίση πόρον ζωής εις την πολυάριθμον οικογένειαν γηραιού στρατιωτικού,
όστις τίποτε άλλο δεν απήτησε πώποτε. Μετά την σύστασιν του ιπποφορβείου, μου
αφηρέθησαν αι γαίαι αυταί, μοι αφέθη όμως μέρος αυτών κατά το τοπογραφικόν
σχέδιο του αρχηγού του πυροβολικού. Τούτο συνέβη μεταξύ των ετών 1836 και 1837.
Έκτοτε ασχολούμαι με την βελτίωσιν της καλλιεργείας των οποίων μοι αφέθησαν
γαιών, αλλ᾽επέπρωτο ίσως καθ᾽ ήν στιγμήν χαίρω τα αποτελέσματα της δικαιοσύνης
της Υ.Μ. να ίδω να αφαιρούν από εμέ γη ως είρηται αφεθείσαν εις την κατοχήν μου
γαίας Σερεμετίου, και να μάθω ότι ικανόν μέρος αυτών εξετέθη εις δημοπρασίαν. Ο
Νικηταράς δεν είχε άλλους πόρους. Για να αποξηράνει, εμπλουτίσει και
καλλιεργήσει την γη χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε για να φτιάξει το σπίτι
του και να συντηρήσει τους στρατιώτες του στον Αγώνα. Οι τόκοι τον έπνιξαν. Σε
αναφορά του στην Γερουσία και την Βουλή, το δίκιο τον πνίγει και ο λόγος του
πύρινος: «…Ως εκ τούτου κατεδαπάνησα εις αυτό πολλά εις καλλιέργειαν,
οικοδομήσας οίκους, ανοίξας χάνδακας, εμφυτεύσας αμπελώνας, δένδρα και λοιπά˙
προς τούτοις δε και όσα εργάσιμα, ζώα και άλλα χρήματα. Αλλ᾽η Αντιβασιλεία
αυθαιρέτως και αυτογνωμόνως με αφήρεσεν το πλείστον μέρος αυτού˙αλλά και
σύρουσά με εις τας καθύγρους φυλακάς˙εν αυτή τη φυλακή με κατηνάγκασε ή να
οικοδομήσω την εν Ναυπλίω οικίαν μου ή να την πουλήσω και ούτω με εξέθεσεν εις
πολλά δυστυχήματα˙διότι αναγκασθείς να εμπιστευθώ εις ξένους την φροντίδα της
οικοδομής και υποπεσών σε σφετερισμούς και τόκους, αντί 30 ή 35 χιλιάδων
δραχμών δαπάνης η οικοδομή ανέβη εις 79.775, την ακρίβειαν των οποίων βλέπετε
εις επισυναπτόμενον ενταύθα κατάλογον. Αναγκασθείς εκ τούτου να δανεισθώ
εσχάτως 20.000 δρχ. από την Τράπεζαν, αδύνατο να πληρώνω το χρεώλυστρον και το
μέλλον απειλεί τα χειρότερα˙ και δια να γνωρίζετε κάλλιον την αλήθεια σας
επισυνάπτω δεύτερον ονομαστικόν κατάλογον των όσων κατά τον Αγώνα εδανείσθην
δια να οικονομώ εν μέρει τους υπ᾽εμού στρατιώτας και δια τα οποία σήμερον
σύρομαι καθ᾽εκάστην εις τα δικαστήρια και πληρώνω ως αν έμελον να υποβάλλωμαι
δια τον πατριωτισμόν μου( συγχωρήσατέ μοι να το ειπώ) εις πρόστιμα. Ακολούθως
δε ότι αποφασισθή και εγώ βέβαια υπάγομαι εις την εθνικήν θέλησιν και
απόφασιν». Ακόμη και τώρα, ο Νικηταράς πειθαρχεί. Ο Έλληνας πατριώτης, που
μπορούσε να βγει από τον αγώνα πάμπλουτος, τώρα φτωχός και χρεωμένος εκλιπαρεί
την βοήθεια και υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους που εκείνος τους εξασφάλισε.
Προάγεται(1843) σε υποστράτηγο ενώ μετά την εξέγερση της 3ης του Σεπτέμβρη 1847
διορίστηκε Γερουσιαστής, αξίωμα που του εξασφάλισε μια πενιχρή σύνταξη. Παρά
τις προσπάθειες του ίδιου και της οικογένειας του και τις εντολές της
Κυβέρνησης για αναστολή των διώξεων λόγω χρεών, το κτήμα στο Σερεμέτι τελικά
εκποιήθηκε. Ο Νικηταράς και η Αγγελίνα απέκτησαν 3 παιδιά. Τον Γιάννη και 2
κόρες. Ο Γιάννης έγινε στρατιωτικός, ενώ η μια του κόρη τρελάθηκε από την λύπη
της όταν είδε τον πατέρα της μετά την φυλάκισή του στην Αίγινα, εξουθενωμένο,
τυφλό και ανήμπορο. Ο Νικηταράς μπορεί να υπέφερε πολλά, αλλά ποτέ δεν
βαρυγκώμισε και ποτέ δεν είπε πικρή κουβέντα για την Πατρίδα. Μπορεί να μη
δικαιώθηκε-όπως άλλοι- στα μάτια των συγχρόνων του. Έχει όμως σημαδέψει ανεξίτηλα
τις ψυχές του λαού. Έχει δικαιωθεί στην συνείδηση των νεοελλήνων που τον τιμούν
και τον έχουν κατατάξει στους κορυφαίους Έλληνες αγωνιστές. Το κείμενο με τα
λόγια του Λυκούργου Κρεστενίτη που έστειλε(25/06/1849), προς την Βουλή των
Ελλήνων, δείχνει τον σεβασμό και την εκτίμηση κάποιων Ελλήνων προς το πρόσωπο
του οπλαρχηγού: «Το όνομα του Νικήτα και το δια της σπάθης αυτού αποδοθέν εις
τον ίδιον(του Τουρκοφάγου) τις δύναται να αρνηθή ότι δεν ήχησε καθ᾽όλην την
Ευρώπη και την Ασίαν, προφερόμενον εισέτι με σέβας και θαμασμόν παρά πάντων; Τις
δύναται να αμφιβάλη ότι ο βίος του Νικήτα θέλει καλύψει πολλάς της ιστορίας
σελίδας και θέλει στολίση αυτήν με ανδραγαθήματα του ήρωος τούτου, τα οποία εις
τας επερχομένας γενεάς θέλουν χρησιμεύσει ως τύπος και παραδειγματισμός του
ακραιφνούς πατριωτισμού και του ηρωισμού, όστις αναβιβάζει τον πολίτην
στρατιώτην εις την εύκλειαν της αληθούς δόξης; Η εικών του Νικήτα, ζώντος έτι
αυτού, ανήρτηται και εν Ελλάδι και εν τη αλλοδαπή μεταξύ εκείνων των μεγάλων
ανδρών˙μετά θάνατον δε η προτομή αυτού θέλει κατασταθή σεβαστόν μνημείον εις
πάντα τόπον. Οι ξένοι περιηγηταί ασπάζονται σήμερον με σέβας τον Νικήταν, αλλά
μετά θάνατον και ξένοι και ομογενείς, διαβαίνοντες εκ των Δερβενακίων θέλουν
χαιρετά με δάκρυα το ηρώον του Νικήτα, ως σήμερον το του Μιλτιάδου τρόπαιον». Παρ’
όλα αυτά, η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με
εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση
κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται
εκεί κάθε Παρασκευή. Ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός
και πάμφτωχος(25/09/1849).
No comments:
Post a Comment