Η μάχη των Σπηλιών
Ο αγώνας περνούσε διαρκώς από δραματικές φάσεις και πρωτάκουστες για την Κύπρο ηρωικές εξορμήσεις. Οι κίνδυνοι τεράστιοι κι αιφνιδιαστικοί άπλωναν βαριά την απειλή στα ημερονύχτια της ΕΟΚΑ κι οι κρίσιμες αναμετρήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη όπως του εικοσιτετράωρου της 11ης προς τη 12η Δεκεμβρίου 1955. Αναπάντεχα, το μουντό εκείνο πρωινό της 11ης Δεκεμβρίου, το νήμα της ΕΟΚΑ άγγιζε την κόψη του ξυραφιού κι αν ο Θεός δεν έβαζε το χέρι του, ο απελευθερωτικός αγώνας θα αποκεφαλιζόταν με το θάνατο του Διγενή στη μάχη των Σπηλιών ή με το σκοτωμό του κατά τη δραματική ιχνηλασία που ακολούθησε μέσα στην πυκνότατη ομίχλη που σκέπαζε τις Τροοδιτικές βουνοκορφές, στο αντάρτικο αγιάζι και την καταρρακτώδη βροχή που έδερνε την πλάση. Ο στρατός προωθήθηκε στην κορυφογραμμή όπου είχε μεταφέρει το Αρχηγείο του ο Διγενής, σε τρία λημέρια πάνω από τα Σπήλια, στην κορφή που δέσποζε τις ορεινές περιοχές. Ο Διγενής αντέδρασε με ψυχραιμία και ακρίβεια στο συντονισμό ενεργειών. Ανέθεσε στο Γρηγόρη Αυξεντίου την κάλυψη των κινήσεων απαγκίστρωσης. Κι "ο Ρήγας" θαυματούργησε. Εκμεταλλεύθηκε την καταχνιά, έκανε σωστή εκτίμηση των συνθηκών, πήρε θέση μάχης, πυροβόλησε με το αυτόματό του ομάδες Άγγλων στρατιωτών που ορειβατούσαν σε αντιμέτωπες βουνοπλαγιές κι ενώ ο ίδιος κατρακυλούσε στην απότομη χαράδρα ο ορυμαγδός της μάχης αντιλαλούσε στα φαράγγια. Οι Άγγλοι χτυπιούνταν αναμεταξύ τους σε μια πολύνεκρη σύγκρουση στην κρίσιμη ώρα διαφυγής του Διγενή και των ανταρτών. Τρεις μέρες μετά, στις 15 Δεκεμβρίου 1955, εγκαινιαζόταν η πάλη με το θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια των ελληνικών αιώνων. Πρώτος νεκρός αντάρτης, ο Χαράλαμπος Μούσκος, που έπεσε στη μάχη των Σόλων Στις 7 Φεβρουαρίου 1956, έπεφτε ο πρώτος μαθητής, ο Πέτρος Γιάλλουρος από το Ριζοκάρπασο, τελειόφοιτος και αρχηγός του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου. Τον πυροβόλησε Άγγλος δεκανέας στο στήθος, στη διάρκεια διαδήλωσης σε δρόμο των Βαρωσίων. Τελευταίες του λέξεις ήταν η ενωτική ζητωκραυγή. Στις 7 Μαρτίου 1956 οι Άγγλοι εξορίζουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, το Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, τον Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη. Στις 9 Μάϊου 1956 το χέρι του δημίου των Κεντρικών Φυλακών άνοιγε την καταπακτή της κρεμάλας με πρωτομάρτυρες το Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου. Ο τραγικός χορός των αγωνιστών που απαγχονίστηκαν συμπληρώθηκε με τον Ανδρέα Ζάκο, το Χαρίλαο Μιχαήλ και τον Ιάκωβο Πατάτσο στις 9 Αυγούστου 1956, του Ανδρέα Παναγίδη, το Μιχαήλ Κουτσόφτα και το Στέλιο Μαυρομμάτη στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 και τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη στις 13 Μαρτίου 1957. Στις 31 Αυγούστου 1956 έπεσαν στη φοβερή μάχη του Νοσοκομείου Λευκωσίας τα στελέχη του Εκτελεστικού Ιωνάς Νικολάου και Κυριάκος Κολοκάσης από το Γέρι. H μάχη διεξάχθηκε κατά την επιχείρηση απελευθέρωσης του φυλακισμένου αγωνιστή Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Κατά την ανταλλαγή πυρών σκοτώθηκε και ο φαρμακοποιός του Νοσοκομείου Κούλλης Κυριακίδης και τραυματίστηκε μέλος της αποστολής. Πολύνεκρο ήταν και το 1957, με τις Θυσίες στελεχών του αγώνα και τα ολοκαυτώματα που πρόσδωσαν στην ιερή διεκδίκηση της ΕΟΚΑ νέες διαστάσεις. Αυτή τη φορά το χορό του Θανάτου έσυρε ο Μάρκος Δράκος, την άγρια νύκτα της 18ης Ιανουαρίου 1957, που έλεγες πως ξεπετάχτηκε από την Αινειάδα του Βιργίλιου. Έβρεχε, έριχνε χαλάζι, κεραυνοί αυλάκωναν το μαύρο στερέωμα, συγκλόνιζαν οι βροντές τα Σολιάτικα βουνά, εκτυφλωτικές οι αστραπές φωταγωγούσαν τα φαράγγια. Ο Μάρκος Δράκος ξεκίνησε με τρεις ακόμα αντάρτες για να συναντήσουν το σύνδεσμο. Έπεσαν σ' ενέδρα των Άγγλων που άρχισαν να τους πυροβολούν με καταιγιστικά πυρά. Πήραν Θέσεις μάχης οι αντάρτες, απαγκιστρώθηκαν έρποντας. γύρισαν στο λημέρι. Με παρότρυνση του Δράκου προσευχήθηκαν και μουρμούρισαν το Θρησκευτικό ύμνο που αγαπούσε ο Μάρκος. Την αντάρτικη ψαλμουδιά συνόδευαν με την υπόκρουση τους οι καταρράχτες του ουρανού. Ξαπόστασαν και με εισήγηση του Κώστα Λοΐζου, από το Μαραθόβουνο - Θυσιάστηκε αργότερα - δρασκέλισαν την πλαγιά πάνω από την Ευρύχου. Ο Μάρκος Δράκος προχωρούσε πρώτος. Οι αγωνιστές έπεσαν πάλι σ' ενέδρα των Άγγλων που άρχισαν να πυροβολούν. Ο αρχηγός της ομάδας ανταπέδωσε τα πυρά. Οι αντάρτες δεν μπορούσαν να πυροβολήσουν μια και προπορευόταν ο Μάρκος. Ο Άγγλος στρατιώτης Γούντ είδε το Μάρκο στη λάμψη μιας αστραπής. "Ενώ φρουρούσα, αντίκρισα ξαφνικά μπροστά μου ένα πρόσωπο. Παραμείναμε κι οι δύο ακίνητοι για μερικά δευτερόλεπτα, βλέποντας ο ένας τον άλλο και στη συνέχεια έριξα μια ριπή με το αυτόματό μου. Κατά τη μαρτυρία ακολούθησε ανταλλαγή πυρών. Ο Δράκος όμως ήταν νεκρός. Το δράμα της 3ης Μαρτίου 1957. άρχισε στις 6 το πρωί σε μιαν πλαγιά των βουνών του Μαχαιρά. πιο κάτω από το ομώνυμο μοναστήρι της Παναγίας. Εκεί βρισκόταν ο Γρηγόρης Αυξεντίου με τους τέσσερις συντρόφους του. Στο κρησφύγετο που έδειξε στον Αγγλικό στρατό το χέρι της προδοσίας. Πολιόρκησαν το λημέρι οι στρατιώτες, κάλεσαν τον Αυξεντίου να παραδοθεί με τους αντάρτες του. Ο Λυσιώτης ήρωας διέταξε του άνδρες του να βγουν. Ο ίδιος είχε ήδη αποφασίσει να πεθάνει. "Εγώ Θα πολεμήσω και θα πεθάνω, Πρέπει να πεθάνω", είπε στον αδελφικό του φίλο Αντώνη Παπαδόπουλο. Έμεινε μόνος στο λημέρι ο Αυξεντίου. Κι όταν οι Άγγλοι τον κάλεσαν ξανά να παραδοθεί, στις χαράδρες αντιλάλησε η παμπάλαια κραυγή των Θερμοπυλών: Μολών λαβέ. Ο δεκανέας Μπράουν πλησίασε το κρησφύγετο και κάλεσε και πάλι το Γρηγόρη να παραδοθεί. Το αυτόματο της ελευθερίας κροτάλισε κι ο υπαξιωματικός έπεφτε νεκρός. Πέταξαν μια βόμβα από το στόμιο του λημεριού. Εκράγηκε. Τραυμάτισε το παλικάρι στο λαιμό και στο γόνατο. Στη συνέχεια οι Άγγλοι έσπρωξαν έναν από τους συντρόφους του Γρηγόρη, να μπει στο κρησφύγετο. Προθυμοποιήθηκε να δέσει τις πληγές και πήρε την απάντηση: "Δεν έχουμε καιρό να χάνουμε με τα τραύματα. Πάρε τ' όπλο σου". Πολεμούσαν και κουβέντιαζαν. Ο Αυξεντίου συμβούλευε τον αντάρτη του πώς να μάχεται. Η άμυνα ήταν αποτελεσματική. Μετά από κάθε έκρηξη ακούγονταν βογκητά πόνου από τους Άγγλους που αναγκάζονταν να οπισθοχωρούν. Η μάχη πέρασε από διάφορες φάσεις. Ο Γρηγόρης ήταν γαλήνιος. Ο σύντροφος του μαρτυρεί πως επαναλάμβανε την απόφαση του να πεθάνει και κάθε φορά η μορφή του φωτιζόταν από μια υπερκόσμια λάμψη. Μεσημέριασε, έγειρε ο ήλιος όταν οι Εγγλέζοι άρχισαν να διοχετεύουν βενζίνη στο κρησφύγετο. Ακολούθησαν οι εκρήξεις τριών εμπρηστικών βομβών. Οι φλόγες έζωσαν τον Αυξεντίου στο βάθος του κρησφύγετου. Ήταν απόλυτα γαλήνιος. Τα τελευταία του λόγια ήταν: "Μη φοβάσαι Ματρόζο, μη φοβάσαι." Ο σύντροφος, φλεγόμενος πετάχτηκε από τη σπηλιά. Δύο η ώρα το απόγευμα εκκωφαντική έκρηξη ανατίναξε το κρησφύγετο. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου έγινε ολοκαύτωμα για να φωτίζει στους αιώνες τους δρόμους που οδηγούν στη λευτεριά.
Ο αγώνας περνούσε διαρκώς από δραματικές φάσεις και πρωτάκουστες για την Κύπρο ηρωικές εξορμήσεις. Οι κίνδυνοι τεράστιοι κι αιφνιδιαστικοί άπλωναν βαριά την απειλή στα ημερονύχτια της ΕΟΚΑ κι οι κρίσιμες αναμετρήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη όπως του εικοσιτετράωρου της 11ης προς τη 12η Δεκεμβρίου 1955. Αναπάντεχα, το μουντό εκείνο πρωινό της 11ης Δεκεμβρίου, το νήμα της ΕΟΚΑ άγγιζε την κόψη του ξυραφιού κι αν ο Θεός δεν έβαζε το χέρι του, ο απελευθερωτικός αγώνας θα αποκεφαλιζόταν με το θάνατο του Διγενή στη μάχη των Σπηλιών ή με το σκοτωμό του κατά τη δραματική ιχνηλασία που ακολούθησε μέσα στην πυκνότατη ομίχλη που σκέπαζε τις Τροοδιτικές βουνοκορφές, στο αντάρτικο αγιάζι και την καταρρακτώδη βροχή που έδερνε την πλάση. Ο στρατός προωθήθηκε στην κορυφογραμμή όπου είχε μεταφέρει το Αρχηγείο του ο Διγενής, σε τρία λημέρια πάνω από τα Σπήλια, στην κορφή που δέσποζε τις ορεινές περιοχές. Ο Διγενής αντέδρασε με ψυχραιμία και ακρίβεια στο συντονισμό ενεργειών. Ανέθεσε στο Γρηγόρη Αυξεντίου την κάλυψη των κινήσεων απαγκίστρωσης. Κι "ο Ρήγας" θαυματούργησε. Εκμεταλλεύθηκε την καταχνιά, έκανε σωστή εκτίμηση των συνθηκών, πήρε θέση μάχης, πυροβόλησε με το αυτόματό του ομάδες Άγγλων στρατιωτών που ορειβατούσαν σε αντιμέτωπες βουνοπλαγιές κι ενώ ο ίδιος κατρακυλούσε στην απότομη χαράδρα ο ορυμαγδός της μάχης αντιλαλούσε στα φαράγγια. Οι Άγγλοι χτυπιούνταν αναμεταξύ τους σε μια πολύνεκρη σύγκρουση στην κρίσιμη ώρα διαφυγής του Διγενή και των ανταρτών. Τρεις μέρες μετά, στις 15 Δεκεμβρίου 1955, εγκαινιαζόταν η πάλη με το θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια των ελληνικών αιώνων. Πρώτος νεκρός αντάρτης, ο Χαράλαμπος Μούσκος, που έπεσε στη μάχη των Σόλων Στις 7 Φεβρουαρίου 1956, έπεφτε ο πρώτος μαθητής, ο Πέτρος Γιάλλουρος από το Ριζοκάρπασο, τελειόφοιτος και αρχηγός του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου. Τον πυροβόλησε Άγγλος δεκανέας στο στήθος, στη διάρκεια διαδήλωσης σε δρόμο των Βαρωσίων. Τελευταίες του λέξεις ήταν η ενωτική ζητωκραυγή. Στις 7 Μαρτίου 1956 οι Άγγλοι εξορίζουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, το Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, τον Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη. Στις 9 Μάϊου 1956 το χέρι του δημίου των Κεντρικών Φυλακών άνοιγε την καταπακτή της κρεμάλας με πρωτομάρτυρες το Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου. Ο τραγικός χορός των αγωνιστών που απαγχονίστηκαν συμπληρώθηκε με τον Ανδρέα Ζάκο, το Χαρίλαο Μιχαήλ και τον Ιάκωβο Πατάτσο στις 9 Αυγούστου 1956, του Ανδρέα Παναγίδη, το Μιχαήλ Κουτσόφτα και το Στέλιο Μαυρομμάτη στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 και τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη στις 13 Μαρτίου 1957. Στις 31 Αυγούστου 1956 έπεσαν στη φοβερή μάχη του Νοσοκομείου Λευκωσίας τα στελέχη του Εκτελεστικού Ιωνάς Νικολάου και Κυριάκος Κολοκάσης από το Γέρι. H μάχη διεξάχθηκε κατά την επιχείρηση απελευθέρωσης του φυλακισμένου αγωνιστή Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Κατά την ανταλλαγή πυρών σκοτώθηκε και ο φαρμακοποιός του Νοσοκομείου Κούλλης Κυριακίδης και τραυματίστηκε μέλος της αποστολής. Πολύνεκρο ήταν και το 1957, με τις Θυσίες στελεχών του αγώνα και τα ολοκαυτώματα που πρόσδωσαν στην ιερή διεκδίκηση της ΕΟΚΑ νέες διαστάσεις. Αυτή τη φορά το χορό του Θανάτου έσυρε ο Μάρκος Δράκος, την άγρια νύκτα της 18ης Ιανουαρίου 1957, που έλεγες πως ξεπετάχτηκε από την Αινειάδα του Βιργίλιου. Έβρεχε, έριχνε χαλάζι, κεραυνοί αυλάκωναν το μαύρο στερέωμα, συγκλόνιζαν οι βροντές τα Σολιάτικα βουνά, εκτυφλωτικές οι αστραπές φωταγωγούσαν τα φαράγγια. Ο Μάρκος Δράκος ξεκίνησε με τρεις ακόμα αντάρτες για να συναντήσουν το σύνδεσμο. Έπεσαν σ' ενέδρα των Άγγλων που άρχισαν να τους πυροβολούν με καταιγιστικά πυρά. Πήραν Θέσεις μάχης οι αντάρτες, απαγκιστρώθηκαν έρποντας. γύρισαν στο λημέρι. Με παρότρυνση του Δράκου προσευχήθηκαν και μουρμούρισαν το Θρησκευτικό ύμνο που αγαπούσε ο Μάρκος. Την αντάρτικη ψαλμουδιά συνόδευαν με την υπόκρουση τους οι καταρράχτες του ουρανού. Ξαπόστασαν και με εισήγηση του Κώστα Λοΐζου, από το Μαραθόβουνο - Θυσιάστηκε αργότερα - δρασκέλισαν την πλαγιά πάνω από την Ευρύχου. Ο Μάρκος Δράκος προχωρούσε πρώτος. Οι αγωνιστές έπεσαν πάλι σ' ενέδρα των Άγγλων που άρχισαν να πυροβολούν. Ο αρχηγός της ομάδας ανταπέδωσε τα πυρά. Οι αντάρτες δεν μπορούσαν να πυροβολήσουν μια και προπορευόταν ο Μάρκος. Ο Άγγλος στρατιώτης Γούντ είδε το Μάρκο στη λάμψη μιας αστραπής. "Ενώ φρουρούσα, αντίκρισα ξαφνικά μπροστά μου ένα πρόσωπο. Παραμείναμε κι οι δύο ακίνητοι για μερικά δευτερόλεπτα, βλέποντας ο ένας τον άλλο και στη συνέχεια έριξα μια ριπή με το αυτόματό μου. Κατά τη μαρτυρία ακολούθησε ανταλλαγή πυρών. Ο Δράκος όμως ήταν νεκρός. Το δράμα της 3ης Μαρτίου 1957. άρχισε στις 6 το πρωί σε μιαν πλαγιά των βουνών του Μαχαιρά. πιο κάτω από το ομώνυμο μοναστήρι της Παναγίας. Εκεί βρισκόταν ο Γρηγόρης Αυξεντίου με τους τέσσερις συντρόφους του. Στο κρησφύγετο που έδειξε στον Αγγλικό στρατό το χέρι της προδοσίας. Πολιόρκησαν το λημέρι οι στρατιώτες, κάλεσαν τον Αυξεντίου να παραδοθεί με τους αντάρτες του. Ο Λυσιώτης ήρωας διέταξε του άνδρες του να βγουν. Ο ίδιος είχε ήδη αποφασίσει να πεθάνει. "Εγώ Θα πολεμήσω και θα πεθάνω, Πρέπει να πεθάνω", είπε στον αδελφικό του φίλο Αντώνη Παπαδόπουλο. Έμεινε μόνος στο λημέρι ο Αυξεντίου. Κι όταν οι Άγγλοι τον κάλεσαν ξανά να παραδοθεί, στις χαράδρες αντιλάλησε η παμπάλαια κραυγή των Θερμοπυλών: Μολών λαβέ. Ο δεκανέας Μπράουν πλησίασε το κρησφύγετο και κάλεσε και πάλι το Γρηγόρη να παραδοθεί. Το αυτόματο της ελευθερίας κροτάλισε κι ο υπαξιωματικός έπεφτε νεκρός. Πέταξαν μια βόμβα από το στόμιο του λημεριού. Εκράγηκε. Τραυμάτισε το παλικάρι στο λαιμό και στο γόνατο. Στη συνέχεια οι Άγγλοι έσπρωξαν έναν από τους συντρόφους του Γρηγόρη, να μπει στο κρησφύγετο. Προθυμοποιήθηκε να δέσει τις πληγές και πήρε την απάντηση: "Δεν έχουμε καιρό να χάνουμε με τα τραύματα. Πάρε τ' όπλο σου". Πολεμούσαν και κουβέντιαζαν. Ο Αυξεντίου συμβούλευε τον αντάρτη του πώς να μάχεται. Η άμυνα ήταν αποτελεσματική. Μετά από κάθε έκρηξη ακούγονταν βογκητά πόνου από τους Άγγλους που αναγκάζονταν να οπισθοχωρούν. Η μάχη πέρασε από διάφορες φάσεις. Ο Γρηγόρης ήταν γαλήνιος. Ο σύντροφος του μαρτυρεί πως επαναλάμβανε την απόφαση του να πεθάνει και κάθε φορά η μορφή του φωτιζόταν από μια υπερκόσμια λάμψη. Μεσημέριασε, έγειρε ο ήλιος όταν οι Εγγλέζοι άρχισαν να διοχετεύουν βενζίνη στο κρησφύγετο. Ακολούθησαν οι εκρήξεις τριών εμπρηστικών βομβών. Οι φλόγες έζωσαν τον Αυξεντίου στο βάθος του κρησφύγετου. Ήταν απόλυτα γαλήνιος. Τα τελευταία του λόγια ήταν: "Μη φοβάσαι Ματρόζο, μη φοβάσαι." Ο σύντροφος, φλεγόμενος πετάχτηκε από τη σπηλιά. Δύο η ώρα το απόγευμα εκκωφαντική έκρηξη ανατίναξε το κρησφύγετο. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου έγινε ολοκαύτωμα για να φωτίζει στους αιώνες τους δρόμους που οδηγούν στη λευτεριά.
No comments:
Post a Comment