Τον στέλνουν λοιπόν εξορία στη Σπιναλόγκα. Εκεί κήρυξε μετάνοια στον κόσμο. μετανοείτε, έλεγε, γιατί θα στείλει ο Θεός τους κομμουνιστές να μας
σκοτώσουν. Αλλά στα χρόνια τού Μεταξά που δεν ήταν πάνω από δέκα κι αυτούς τους είχε καθαρίσει με καθαρτικό και γυαλόχαρτο.
Είχε προορατικό. Όταν λοιπόν γύρισε στον Άθω άλλαξε κελί και ζούσε εν μετανοία. Αυτός είχε μεγάλες καταστάσεις. Εκείνο τον καιρό εγώ ήθελα να αλλάξω , να πάω στην έρημο στους βιαστές και βρήκα αυτόν. Μια φορά είχε δει στις Καρυές ένα δαιμονισμένο και τον σπλαχνίστηκε και τον σταύρωσε με το κομποσχοίνι του, πήρε τον τουρβά του στον ώμο κι έφυγε. Το ‘μαθα από άλλον.
Ύστερα από καιρό μου το είπε κι ο ίδιος.
Ο γέρο-Πέτρος ήταν πολύ απλός και ντροπαλός σαν παιδάκι, δεν σε κοιτούσε στα μάτια και κοκκίνιζε. Το εργόχειρο του ήταν να πλέκει κομποσχοίνια. Μάζευε και τσάι από τον Άθω και έραβε σκούπες. Δυό φορές τον χρόνο γέμιζε ένα τσουβάλι και γύριζε τα μοναστήρια.
Μια φορά μάζευα φλαμούρι στην Φιλοθέου. Κατά το μεσημέρι γυρνούσα στο
μοναστήρι. Σε μια γωνιά βλέπω τον γέρο-Πέτρο. Τι κάνεις εδώ, του λέω, γιατί
δε μπήκες στο μοναστήρι. Να σε περίμενα και δεν ήσουν, τι να έκανα. Τον πήρα μέσα να τού δώσω κάτι. Για την αγάπη τού Χριστού λίγο ζεστό νερό μόνο του έδωσα. Βγάζει από μια τσέπη ένα σακουλάκι με τέσσερις , όχι παραπάνω, κουταλιές ζάχαρη κι έβαλε λίγη. Έριξε και δυο κλωνιά τσάι. Ήθελε να κοινωνήσει. ήρθα να σου πω πως δεν μπορώ να σε πάρω γιατί θα πεθάνω , μού είπε , σε τρείς μέρες και βγήκα να ετοιμάσω τα απαιτούμενα. Τού οικονόμησα κάτι πράγματα κι άρχισε να με λέει πολλές ιστορίες και με έκανε να εκπλαγώ, άλλοτε δεν μού ΄λεγε τόσα. Ύστερα μού είπε πως θα πεθάνει. Μάζεψε τα πράγματα που ήθελε και γύρισε στο κελί του, στις 14 Ιουνίου τού οσίου Πέτρου του Αθωνίτου. Συγκέντρωσε όλους τους πατέρες, κοινώνησε και τους κέρασε . Όλοι του εύχονταν «καλή ανάπαυση γέρο Πέτρο». Αυτός είχε σταυρώσει τα χέρια και εκοιμήθη τον ύπνο τού δικαίου.
Όταν τον επισκέπτονταν η Θεία Χάρις , έβγαζε το σκουφί του , έγερνε στα πλάγια το κεφάλι του κι έλεγε «χτύπα ,Χριστέ μου, με το κονταράκι της ευσπλαχνίας σου».
Ήταν τόσο λιτοδίαιτος για όλο το χρόνο παρήγγειλε 1 κιλό ζάχαρη και 500
δράμια καφέ. Όταν έρχονταν στο μοναστήρι, της Φιλοθέου, καθόταν συνεχώς με τον τουρβά στον νάρθηκα για να μη σκανδαλίσει κανέναν. Αν βλέπουν οι ζηλωτές θα λέν΄ «κάποιον περιμένει και δεν μπαίνει στον ναό», κι οι άλλοι «έχει τον τουρβά και ντρέπεται»
(Διηγήσεις του π.Παΐσίου περί παλαιών αθωνιτών πατέρων , Σιμωνόπετρα 3
Νοεμβρίου 1979, Άγιον Όρος
No comments:
Post a Comment