«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13)
Ὁ σκοπός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖον ἐρχόμαστε
στὴν ἐκκλησία εἶνε νὰ προσευχηθοῦμε. Ὁ ναός μου – τὸ σπίτι μου, εἶπε ὁ Κύριος,
θά ᾽χῃ τὸ ὄνομα σπίτι τῆς προσευχῆς· «ὁ
οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται» (Ἠσ. 56,7=Ματθ. 21,13). Πρέπει λοιπὸν νὰ
πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο σκοπὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε·
νὰ δοξολογήσουμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὰ τόσα καὶ
τόσα ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χαρίζει καθημερινῶς, καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς
συγχωρήσῃ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες μας.
Ἀλλοίμονο ὅμως· πόσο λίγοι Χριστιανοὶ τό ᾽χουν καταλάβει
αὐτὸ καὶ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία μὲ τέτοιο σκοπό! Πολλοὶ σήμερα –κι ἀπὸ μᾶς ποὺ
μᾶς θεωροῦν πιστούς– μοιάζουμε μὲ τὸ φαρισαῖο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· καὶ λίγοι,
πολὺ λίγοι, πηγαίνουμε νὰ λατρεύσουμε τὸ Θεὸ ὅπως πῆγε ὁ τελώνης.
Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε πρῶτα πῶς πῆγε στὸ ναὸ ὁ φαρισαῖος, ἔπειτα
πῶς πῆγε ἐκεῖ ὁ τελώνης, γιὰ νὰ καταλάβουμε τέλος κ᾽ ἐμεῖς, μόνοι μας, σὲ ποιόν
ἀπὸ τοὺς δύο πρέπει νὰ μοιάζουμε, σὲ ποιά ἀπὸ τὶς δύο τάξεις νὰ ἀνήκουμε.
* * *
Ὁ φαρισαῖος φτάνει στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Μπαίνει μέσα μ᾽
ἕνα ὕφος ἀγέρωχο, μὲ ἐγωισμὸ μεγάλο. Προχωρεῖ, διασχίζει ὅλο τὸ πλῆθος, πάει καὶ
στέκεται μπροστὰ – μπροστὰ ἀπ᾽ ὅλους· κ᾽ ἐκεῖ, σὲ μιὰ θέσι περίοπτη, ὥστε νὰ τὸν
βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦνε ὅλοι, θ᾽ ἀρχίσῃ τὴν προσευχή του.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε προσευχὴ αὐτή· εἶνε ἕνα λιβάνισμα τοῦ ἐγωισμοῦ
του. Ἀντὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεὸ γιὰ τὰ μεγαλεῖα του, αὐτὸς ἐκθειάζει τὸν ἑαυτό
του. Ἀντὶ νὰ συναισθανθῇ τὴν ἁμαρτωλότητά του, νὰ θυμηθῇ καὶ νὰ μετρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά
του, αὐτὸς καυχᾶται καὶ προβάλλει κατορθώματά του. «Νηστεύω», λέει, «δὶς τοῦ
σαββάτου», δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα, μοιράζω στοὺς φτωχοὺς τὸ ἕνα δέκατο (1/10) τῶν
εἰσοδημάτων μου (Λουκ. 18,12).
Τὸ χειρότερο ποιό εἶνε· προτοῦ νὰ πῇ αὐτὰ καὶ νὰ ἐξυψώσῃ
τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό του, προηγουμένως (στ. 11) ταπείνωσε κ᾽ ἐξευτέλισε τοὺς
συνανθρώπους του. Ὑποτίθεται ὅτι τὴν ὥρα αὐτὴ ἀπευθύνεται στὸ Θεό· ἀντὶ λοιπὸν
μπροστὰ στὸν Κύριο νὰ δείχνῃ λίγῃ συστολὴ γιὰ τὰ κρίματά του καὶ νὰ κατηγορῇ γι᾽
αὐτὰ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους. Κατ᾽ αὐτὸν
οἱ ἄνθρωποι γύρω του εἶνε πολὺ κατώτεροί του· εἶνε ὅλοι «ἅρπαγες», ὅλοι «ἄδικοι»,
ὅλοι «μοιχοί»· ὅλοι μιὰ ἀκαθαρσία – ἕνας βοῦρκος, καὶ μόνο ἡ ἀφεντιά του εἶνε
καθαρὸς καὶ ἅγιος.
Ἀλλὰ ἦταν πράγματι ἅγιος; Ὄχι. Φαινόταν, μὰ δὲν ἦταν.
Νήστευε βέβαια, προσευχόταν, πήγαινε στὸ ναό, ἔδινε μερικὰ χρήματα· ὅλα ὅμως αὐτὰ
δὲν τὰ ἔκανε μὲ ταπείνωσι κι ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος
τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ ν᾽ ἀνακουφίζεται ὁ φτωχὸς συνάνθρωπος· τὰ ἔκανε γιὰ νὰ ἐπιδεικνύεται
ὁ ἴδιος, νὰ τὸν θαυμάζουν καὶ νὰ τὸν λένε ἅγιο. Μὰ ἔτσι τὰ ἔργα αὐτὰ δὲν ἐπρόκειτο
νὰ τὸν βοηθήσουν καὶ νὰ συμβάλουν στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Ὤ πόσο ἤλεγξε καὶ ξεσκέπασε τοὺς φαρισαίους ὁ Χριστός!
Μοιάζουν, εἶπε, μὲ πολυτελεῖς τάφους σκεπασμένους μὲ μάρμαρο, μὰ ὅταν σηκώσῃς τὴν
πλάκα καὶ σκύψῃς νὰ δῇς πιὸ βαθειά, θὰ πιάσῃς τὴ μύτη σου ἀπ᾽ τὴ δυσωδία καὶ θ᾽
ἀναγκαστῇς ν᾽ ἀπομακρυνθῇς, γιατὶ θὰ δῇς σάπιες σάρκες καὶ σκουλήκια ἀκάθαρτα νὰ
βόσκουν σ᾽ αὐτές (βλ. Ματθ. 23,27). Τέτοιοι ἦταν οἱ φαρισαῖοι· ἀπ᾽ ἔξω
φαίνονταν ἅγιοι, ἀπὸ μέσα ἦταν φύσεις διεφθαρμένες. Ἔκαναν ἐλεημοσύνη, ναί,
ποιός τὸ ἀρνεῖται· ἀλλ᾽ ἐνῷ μὲ τό ᾽να χέρι ἔρριχναν στὸ κουτὶ τοῦ ναοῦ ἕνα, μὲ
τ᾽ ἄλλο ἔκλεβαν ἑκατό. Μελετοῦσαν τὸ Νόμο, βιβλία θρησκευτικά· καὶ ἐνῷ στὸ
στόμα εἶχαν διαρκῶς τὴ λέξι «Θεός», στὴν καρδιά τους ζοῦσε ὁ διάβολος. Ἔκαναν
προσευχὲς σὰν αὐτὴν ἐδῶ ἢ ἄλλες πιὸ παρατεταμένες· καὶ ἐνῷ μὲ τὰ χείλη τους
πρόφεραν λόγια ἱερά, ἡ ψυχή τους ζητοῦσε ἐκδίκησι καὶ ἀφανισμὸ τῶν ἀντιθέτων
τους.
Ἔτσι εἶνε καὶ σήμερα ὡρισμένοι λεγόμενοι χριστιανοί. Ἐκκλησιάζονται·
καὶ ἐνῷ μέσα στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα λένε
τὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν», δὲν προλαβαίνουν νὰ βγοῦν
ἀπὸ τὸ ναὸ κ᾽ εἶνε ἕτοιμοι νὰ φιλονικήσουν γιὰ τὸ ἐλάχιστο, γιὰ τὴν παραμικρὴ ὑλικὴ
ζημιά. Νηστεύουν Τετάρτη καὶ Παρασκευή· καὶ ἐνῷ δὲν ἀγγίζουν ἐπ᾽ οὐδενὶ κρέατα
καὶ ψάρια, εἶνε ὅμως ἕτοιμοι σὰν καρχαρίες νὰ δαγκώσουν σάρκες ἀνθρώπων, νὰ φᾶνε
τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα ἑνὸς φτωχοῦ.
Αὐτὸς εἶνε ὁ φαρισαῖος κάθε ἐποχῆς. Εἶνε γεμᾶτος ἐλαττώματα
καὶ κακίες, καὶ ὅμως νομίζει πὼς εἶνε ὁ ἁγιώτερος στὸν κόσμο. Περιφρονεῖ καὶ
σιχαίνεται τὸν ταλαιπωρημένο ἁμαρτωλό. Δὲν καταδέχεται ὄχι νὰ τὸν πλησιάσῃ καὶ
νὰ τοῦ πῇ μιὰ λέξι παρηγοριᾶς, ἀλλὰ οὔτε νὰ τὸν σκεφτῇ ἢ νὰ τοῦ ῥίξῃ ἕνα βλέμμα
συμπαθείας.
Ὁ Θεὸς ὅμως μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται τέτοιους θρησκευτικοὺς
τύπους μὲ παρόμοιες ἐκδηλώσεις. Ὅλες οἱ προσευχές τους, ὅλες οἱ ἐλεημοσύνες
τους, ὅλες οἱ νηστεῖες τους, ὅλη ἡ θρησκευτικότητά τους εἶνε στὰ μάτια του σὰν
μιὰ ἀκαθαρσία, ἡ χειρότερη ἀκαθαρσία, ποὺ ὄζει, βρωμάει.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Τελώνου διαφέρει τελείως ἀπὸ τὴν
προσευχὴ τοῦ φαρισαίου. Ἀκοῦστε, ἀδελφοί μου, πῶς προσεύχεται ὁ Τελώνης καὶ
διδαχθῆτε ἀπ᾽ αὐτὸν τρόπο λατρείας.
Μπαίνει πρῶτα – πρῶτα αὐτὸς στὸ ναὸ μὲ φόβο Θεοῦ. Ξέρει, ὅτι
δὲν πηγαίνει οὔτε σ᾽ ἕνα σπίτι οὔτε σὲ κάποιο κέντρο ἐπιδείξεως· νιώθει, ὅτι εἰσέρχεται
στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου. Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς Χριστιανός. Ἂν διστάζῃ ἕνας στρατιώτης
τὴν ὥρα ποὺ εἶνε ὑποχρεωμένος ν᾽ ἀνεβῇ τὰ σκαλοπάτια τῶν ἀνακτόρων καὶ νὰ
παρουσιαστῇ μπροστὰ στὸν ἀνώτατο ἄρχοντα, μὲ πολὺ μεγαλύτερο σεβασμὸ πρέπει νὰ
μπαίνῃ στὸν ὀρθόδοξο ναὸ ὁ Χριστιανὸς τὴν ὥρα τῆς λατρείας. Δὲν στρέφεται δεξιὰ
κι ἀριστερὰ νὰ δῇ ποιός μπαίνει, τί φοράει, ἢ τί συζητοῦν οἱ ἄλλοι.
Μπῆκε λοιπὸν ὁ τελώνης μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο. Δὲν ζητάει νὰ
ἐπιδειχθῇ. Ἔτσι κι ὁ Χριστιανός. Δὲν ζητάει θέσεις, δὲν φιλονικεῖ γιὰ στασίδια
καὶ καθίσματα, ὅπως γίνεται συχνὰ δυστυχῶς. Πρὸ καιροῦ μάλιστα στὴν Κέρκυρα ἔγινε
καὶ ἔγκλημα· ἕνας χτύπησε καὶ σκότωσε κάποιον ἄλλο, γιατὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶχε
πάρει τὸ στασίδι καὶ δὲν ἔβγαινε ἔξω νὰ μπῇ αὐτός! Ἀλλοίμονο, μᾶς ἔφαγε ἡ ἐπίδειξι!
Ἐπίδειξι ἔξω, ἐπίδειξι καὶ μέσα στὸ ναό;
Ὁ τελώνης ὅμως μπῆκε μὲ ταπείνωσι. Πιάνει μιὰ γωνιά, νὰ μὴν
τὸν βλέπουν, κ᾽ ἔχει τὰ μάτια κάτω. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἁμαρτωλό, ἀνάξιο καὶ ν᾽
ἀτενίσῃ τὰ ἅγια.
Χτυπάει τὸ στῆθος, ἐκεῖ πού ᾽νε ἡ καρδιά (αὐτὴ ποὺ τόσες
φορὲς ἐπιθυμεῖ τὸ κακό), καὶ λέει μιὰ προσευχὴ πολὺ σύντομη ἀλλὰ γεμάτη νόημα·
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Δηλαδή· Θεέ μου, ἐγὼ δὲν ἔχω
νὰ σοῦ παρουσιάσω τίποτα καλό, ἔργα ἀρετῆς. Ὅλη ἡ ζωή μου δὲν εἶνε παρὰ μιὰ ἀκαθαρσία,
ἕνας βόρβορος. Ξυπνάω – κοιμᾶμαι, σηκώνομαι – περπατῶ, τρώω – πίνω, μιλάω –
δουλεύω· παντοῦ καὶ πάντα κατεργάζομαι τὴν ἁμαρτία. Θεέ μου, ἐλέησέ με. Ἂν μὲ
δικάσῃς αὐστηρά, κατὰ τὸ νόμο σου μοῦ ἀξίζει τιμωρία, θάνατος. Ζητῶ λοιπὸν τὸ ἔλεός
σου. Ἐγὼ ὁ μεγάλος κατάδικος, μιά ἐλπίδα ἔχω· τὸ ἔλεός σου.
Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ τελώνης. Καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν
προσευχή του. Τὴν ἄκουσε, γιατὶ ἦταν ὅλο ταπείνωσι· ἀνέβηκε στὸ θρόνο του σὰν
θυμίαμα καθαρό, εὔοσμο.
⃝ Νὰ μοιάσουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸν τελώνη, μᾶς λέει ὁ Κύριος. Ὄχι
βέβαια στὴν προηγούμενη ζωή του, ἀλλὰ στὴ μετάνοια, στὴν ταπείνωσι, στὴν
προσευχή του. Ἔτσι νὰ προσευχώμαστε· καὶ κατ᾽ ἰδίαν, καὶ δημοσίως στὸ ναό, καὶ ἰδίως
στὴν θεία λειτουργία τῆς Κυριακῆς.
* * *
Ἂς ἀγαπήσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν ταπείνωσι· αὐτὴ σὰν
μαγνήτης ἑλκύει ὅλες τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ. Νὰ μισήσουμε τὴν ὑπερηφάνεια· αὐτὴ
ἀπομακρύνει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, κάνει τὸν ἄνθρωπο παιδὶ τοῦ διαβόλου.
Οἱ ταπεινοὶ εὐλογοῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, οἱ ὑπερήφανοι τιμωροῦνται.
Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ξεσπάει ἐναντίον τῶν ὑπερηφάνων σὰν κεραυνός. Ὅπως ὁ κεραυνὸς ἀπειλεῖ
κυρίως τὰ ὑψηλότερα δέντρα καὶ τὰ ὑψηλότερα κτήρια, ἔτσι καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου
πέφτει σ᾽ αὐτοὺς ποὺ φέρονται ἐγωιστικά, ἀλαζονικά, καὶ νομίζουν πὼς εἶνε ἀνώτεροι
ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Ἂν θέλουμε νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός, ἂς ταπεινωθοῦμε. Ἂς ποῦμε
κ᾽ ἐμεῖς σὰν τὸν τελώνη «Ὁ Θεός, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
No comments:
Post a Comment