O Όσιος Μαρτινιανός καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης και έζησε
στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα.
Από μικρός ποθούσε τον βίο της άσκησης και της αφοσίωσης.
Σε ηλικία 18 ετών αποσύρθηκε στο όρος του Κιβωτού και ζούσε εκεί ασκούμενος
στην προσευχή και την νηστεία. Επί είκοσι έξι χρόνια επιδόθηκε με τόσο ζήλο
στους άθλους της αρετής, ώστε απέκτησε το χάρισμα της θαυματουργίας.
Ό δαίμων, φθονώντας την πρόοδο αύτη, προσπαθούσε να τον περισπάσει από την
αδιάλειπτη προσευχή του με κάθε είδους θορύβους και τρομακτικές οπτασίες και
του υπέβαλλε ακάθαρτους λογισμούς, ο άγιος όμως παρέμενε ατάραχος έχοντας
απόλυτη εμπιστοσύνη στην βοήθεια του Θεού.
Κάποτε λοιπόν, του έστειλε στη θύρα του κελιού του Αγίου, μια γυναίκα αμαρτωλή
με δολιότητα, η οποία τον παρακαλούσε να την δεχθεί για διανυκτέρευση μέσα στο
κελί, διότι έχασε, όπως έλεγε, το δρόμο και κινδύνευε να κατασπαραχθεί από τα
θηρία κατά την διάρκεια της νύχτας. Ο Άγιος ενεργώντας με φιλανθρωπία την
φιλοξένησε στο εξωτερικό μέρος του ερημητηρίου του. Η γυναίκα αυτή όμως απέβαλε
το προσωπείο και ποικιλοτρόπως προκαλούσε τον Άγιο.
Ο γενναίος του Χριστού αθλητής προς κατανίκηση της εμπαθούς επιθυμίας,
άναψε φωτιά και έριξε τον εαυτό του εντός αυτής.
Μόλις η γυναίκα είδε αυτό, τα μάτια του πνεύματός της που έβλεπαν μόνο την
διαφθορά, ανέβλεψαν για πρώτη φορά.
Η αμαρτωλή γυναίκα μετανόησε και αφού έφυγε έγινε μοναχή με το όνομα Παύλα
και σώθηκε ζώντας οσιακά στη Βηθλεέμ.
Όσο για τον όσιο Μαρτινιανό, μετά από επτά μήνες, μόλις γιατρεύτηκε από τα
εγκαύματα, έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί σε ένα ξερονήσι μέσα στο πέλαγος,
ελπίζοντας έτσι να ξεφύγει από κάθε πειρασμό. Πέρασε εκεί δέκα χρόνια,
εκτεθειμένος νύκτα-μέρα σε όλους τους καιρούς, ζώντας από την εργασία των
χεριών του και με λίγα τρόφιμα που του έφερνε κατά καιρούς ένας ναυτικός.
Παρόλες τις προφυλάξεις του για να εξασφαλίσει την ησυχία, του έμενε να μάθει
ακόμη, ότι δεν υπάρχει τόπος στην γη, οπού θα μπορούσε κάποιος να είναι απόλυτα
ασφαλής από τον πειρασμό.
Μία νύκτα, την ώρα πού περνούσε ένα καράβι από εκεί κοντά, ο δαίμων σήκωσε
τόσο βίαιη τρικυμία ώστε το πλοίο βούλιαξε μέσα στα λυσσασμένα κύματα και μόνο
μια ωραία κόρη κατάφερε να σωθεί πάνω σε μια σανίδα φθάνοντας κοντά στο βράχο.
Βλέποντας τον άγιο του φώναξε να την βοηθήσει. Ο Μαρτινιανός διαβλέποντας ότι
επρόκειτο για έναν νέο πειρασμό του πονηρού πνεύματος, οπλίσθηκε με την
προσευχή και έβγαλε την κοπέλα από το νερό.
Της είπε όμως αμέσως: «Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ μαζί. Να ψωμί και νερό.
Σε λίγες ημέρες θα πιάσει εδώ ένας καπετάνιος πού έχει συνήθειο να μου φέρνει
τροφή. Πες του την ιστορία σου και θα σε πάει στην πατρίδα σου».
Αφού την νουθέτησε για την αρετή, έκανε το σημείο του σταυρού και ρίχτηκε
στην θάλασσα. Την στιγμή εκείνη, δύο δελφίνια σταλμένα από την θεία Πρόνοια τον
πήραν στην ράχη τους και τον έβγαλαν σώο και άβλαβη στην στεριά. Δοξάζοντας τον
Θεό, ο άγιος αποφάσισε να ζήσει σαν ξένος, περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο,
ζώνας από ελεημοσύνες, χωρίς να συνδέεται με κανένα, για να γλυτώσει από τον πειρασμό.
Έτσι σε δύο χρόνια πέρασε από εκατόν εξήντα τέσσερεις πόλεις και έφθασε
τέλος στην Αθήνα, οπού ο Θεός του αποκάλυψε πώς είχε φθάσει η τελευταία του
ώρα. Ό επίσκοπος μαθαίνοντας το, επισκέφθηκε τον άνθρωπο του Θεού και του
ζήτησε να προσευχηθεί για εκείνον και το ποίμνιο του, όταν θα φθάσει στον
Παράδεισο. Έτσι παρέδωσε ο Μαρτινιανός την ψυχή του στον Κύριο για να λάβει τον
στέφανο των μαρτύρων, διότι εθελούσια πέρασε δια πυρός και ύδατος (Ψαλμ. 65,
12), για να κρατήσει την αγνεία του. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στο ερημητήριό
του περί τα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ.
Όσο για την νέα ναυαγό που ονομαζόταν Φωτεινή, έμεινε με την θέληση της
στον βράχο, κατά το παράδειγμα του Μαρτινιανού,
για έξι χρόνια, τρεφόμενη από τον θαλασσινό. Ντυμένη ως άνδρας,
δουλεύοντας σκληρά με τα χέρια της και προσκαρτερώντας στην προσευχή, παρέδωσε
την αγία ψυχή της στον Θεό σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών και ενταφιάσθηκε στην
Καισαρεία της Παλαιστίνης.
Η Σύναξη του Οσίου ετελείτο στο Αποστολείο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και
Παύλου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.
Την φλόγα των πειρασμών, δακρύων τοις οχετοίς, εναπέσβεσας Μακάριε, και της
θαλάσσης τα κύματα, και των θηρών τα ορμήματα, χαλινώσας εκραύγαζες·
Δεδοξασμένος ει Παντοδύναμε, πυρός και ζάλης ο σώσας με.
No comments:
Post a Comment