Friday, March 4, 2011

Διάλογος: ὁ ἁρματωλὸς καὶ ὁ διάβολος ἐλθὼν ἀποσπάσασθαι τὴν ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Κατ’ ἀλφάβητον.

Ὁ Ἁρματωλός.

Ἄφες με τρισκατάρατε, τί ἔχεις μετ’ ἐμένα;

καὶ κακὴν κάκως μὲ τραβᾶς, τίς ἔστειλεν ἐσένα;

Ὁ Διάβολος.

Βέβηλε καὶ παμμίαρε, ἐρωτᾶς τὴν αἰτίαν;

ἐνθυμήσου τὰ ἔργα σου, τὴν κακὴν πολιτείαν.

Ὁ Ἁρματωλός.

Γλήγορα φίλοι δράμετε, ἔλθετε βοηθοί μου,

τί νὰ γενῶ ὁ ἄθλιος; Εὐγαίνει ἡ ψυχή μου.

Ὁ Διάβολος.

Δὲν σ’ ὠφελοῦν ταλαίπωρε, φίλοι καὶ συγγενεῖς σου,

ματαίως κράζεις καὶ βοᾶς, ἐγὼ πέρνω τὴν ψυχήν σου.

Ὁ Ἁρματωλός.

Ἐλέησόν με ἄπονε, λυπήσου τὸν καημένον,

συμπόνεσε ἀπάνθρωπε, ἄνθρωπον πονεμένον.

Ὁ Διάβολος.


Ζωὴν κακὴν ἐπέρασες, δὲν εἶχες Θεοῦ φόβον,

ἔλα λοιπὸν μὲ λόγου μου, εἰς τοῦ ᾍδου τὸν ζόφον.

Ὁ Ἁρματωλός.

Ἤκουα δὲν ἐπίστευα, ἔλεγα τίς ἠξεύρῃ;

τὰ μέλλοντα· δὲν ἤλπιζα, τέτοια ὀργὴ νὰ μ’ εὕρῃ.

Ὁ Διάβολος.

Θανατηφόροι δαίμονες, ποῦ εἶσθε, τί ἀργεῖτε;

εὐγάλετέ του τὴν ψυχήν, καὶ μὴν τὸν λυπηθῆτε.

Ὁ Ἁρματωλός.

Ἴσως δὲν ἔμεινεν ἐλπίς, πλέον τῆς σωτηρίας,

ἄφες μ’ ὀλίγον καὶ καιρόν, δός μοι τῆς μετανοίας.

Ὁ Διάβολος.


Κακόγερε, ἀκάθαρτε, ὁ ἐν κακοῖς γηράσας,

τῶρα ζητεῖς μετάνοιαν, εἰς τὰς χεῖράς μου φθάσας;

Ὁ Ἁρματωλός.


Λυπήσου με καὶ ἔφες με, κᾄν νὰ γλυκοφιλήσω,

τὰ τέκνα τὴν γυναῖκά μου, λόγον νὰ τοὺς μιλήσω.

Ὁ Διάβολος.

Μαχαῖρι βαστῶ δίστομον, καὶ ὅποιον κεντήσει,

δὲν ἠμπορεῖ, παρὰ εὐθὺς νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ.


Ὁ Ἁρματωλός.

Νὰ δώσω ὁ ταλαίπωρος, ὅλο τὸ τίποτές μου,

νὰ ξαγοράσω τὴν ζωήν, μὲ ἀφίνεις εἰπές μου;

Ὁ Διάβολος.

Ξώρας ζητεῖς τὴν ξαγοράν, εἶχες καιρόν πλὴν τῶρα,

ἀπέταξε καὶ ἡ κακὴ σὲ ἔφθασεν ἡ ὥρα.

Ὁ Ἁρματωλός.

Ὁ τόπος δὲ ὁποῦ ἐσύ, νὰ πάγω μὲ βιάζεις,

εἰπέ μου ποῦ εὑρίσκεται, καὶ πῶς τὸν ὀνομάζεις;

Ὁ Διάβολος.

Παμφάγος ᾍδης λέγεται, καὶ εἶναι εἰς τὸν πάτον,

τῆς γῆς τὸν σκοτεινότατον, ὅλον ψυχαῖς γεμάτο.

Ὁ Ἁρματωλός.

Ῥάβδισε, κάψε, παίδευσε, βασάνισε καὶ κάμε,

σὲ μὲ ὅτι θέλεις ἐδώ, μόνον ἐκεῖ μὴ πᾶμε.

Ὁ Διάβολος.

Σῶμα χωρὶς ψυχὴ νὰ ζῆ, δύναται και τὸ ψάρι,

στὴν γῆν· παρὰ ὁ διάβολος, τὸν κακὸν νὰ μὴν πάρῃ.

Ὁ Ἁρματωλός.

Τί κάμνουν ὅσ’ εὑρίσκονται ἐκεῖ φανέρωσέ μου,

ἔχουν ποτὲ ἐλευθεριάν, ἤ ἄνεσιν κᾄν πές μου;

Ὁ Διάβολος.

Ὑπάρχουσιν ἐν τῇ φλογί, καίγονται αἰωνίως,

τυραννοῦνται ἀπὸ ἡμᾶς, χωρὶς σπλάγχνος τελείως.

Ὁ Ἁρματωλός.

Φωνάζω καὶ παρακαλῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου,

ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ δαίμονος, σῶσόν με Πλαστουργέ μου.

Ὁ Διάβολος.

Χάνεις τὸν κόπον ἄθλιε, καὶ σὺ εἶσαι δικός μου,

ἄν ἤθελες ἐγλύτωνες, ὅταν εἴσουν ἐν κόσμῳ.

Ὁ Ἁρματωλός.

Ψέματα τὰ βιβλία μας, θαῤῥοῦσα ὁ καημένος,

δὲν ἄκουα τί μ’ ἔλεγαν, καὶ εἶμαι κολασμένος.

Ὁ Διάβολος.

Ὤχ, ὤχ, ὅποιος σὰν ἐμὲ κάμει θέλει νὰ πάθῃ,

καὶ σὰν ἐμὲ καὶ νὰ ἔλθῃ, εἰς τοῦ ᾍδου τὰ βάθη.
(Καισαρίου Δαπόντε)

Πηγή: http://www.voutsinasilias.blogspot.com/

No comments:

Post a Comment