Συνάντησα κάποτε ένα παππού τόσο φτωχό που του έλειπαν
ακόμα και τα στοιχειώδη μέσα για τη συντήρηση του.
Δεν είχε ούτε να φάει ούτε να ζεσταθεί. Η γυναίκα του
είχε πεθάνει από χρόνια και ο γιός του είχε φύγει στο εξωτερικό, δίχως να δίνει
σημεία ζωής, ούτε να νοιάζεται για τον πατέρα του.
Ο παππούς είχε πρόσωπο φωτεινό και γελούσε συνεχώς
καλόκαρδα.
Το φτωχικό του – ένα ημιυπόγειο κάτω από τη σκάλα μιας
πολυκατοικίας – ήταν πάντοτε ξεκλείδωτο.
Δεν είχε κάτι που να φοβάται μην του το κλέψουν. Έμπαινες
μέσα, αν ήθελες να του πας ένα πιάτο φαΐ και το άφηνες στο τραπέζι.
Κάποιο βράδυ, μπήκα κι εγώ. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω.
Κάποιοι φίλοι μου είχαν δώσει κάτι λεφτά να του αφήσω στο τραπέζι. Το σπίτι
ήταν παγωμένο.
Σε μια στιγμή, το είδα στο βάθος, ξαπλωμένο πάνω στο
ντιβάνι που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι του. Ήταν ημίφως.
Δεν με είχε δει και η ακοή του δεν ήταν και στα καλύτερα
της. Σκεπασμένος με κάτι πολυκαιρισμένες κουβέρτες, τουρτούριζε σχεδόν.
«Δόξα το Θεό, Παναγία μου!», έλεγε και ξανάλεγε, «Δόξα το
Θεό!
Πόσοι και πόσοι δεν ζουν στον δρόμο…
Πόσοι κα πόσοι δεν έχουν ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν…
No comments:
Post a Comment