Ὅταν καλοῦν τόν ταπεινό νά διακονήσει σέ ἕναν χῶρο, δέχεται μέ χαρά. Ὅταν τοῦ λένε νά φύγει ὑποκλίνεται καί φεύγει πάλι μέ χαρά. Ὅταν καλοῦν τόν ὑπερήφανο νά διακονήσει, διακονεῖ μέ χαρά ἀλλά καί μέ ταραχή. Ὅταν τοῦ ζητοῦν νά φύγει, φεύγει μέ γκρίνια, ἀγανάκτηση, παράπονο, πίκρα. Ὁ ταπεινός προσεύχεται ἐπίμονα γιά νά ὑλοποιηθοῦν οἱ πόθοι του. Κάθε φορά ὅμως λέγει: «Ὄχι ὅπωςἐγώ θέλω, Κύριε, ἀλλά ὅπως ἐσύ» (βλ. Ματθ. κϛ΄ 39). Λαχταρᾶ, θέλει, ποθεῖ νά ἀποκτήσει τό ἀγαθό.Σάν ἄλλος παραλυτικός στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ ἐπιθυμεῖ νά γιατρευτεῖ. Βλέπει τούς ἄλλους πού γιατρεύονται καί χαίρεται γιά αὐτούς, ὅμως λυπᾶται γιά τό κατάντημά του. Δέν σταματᾶ νά συντρίβεται πού εἶναι παραλυτικός. Ὅμως, δέν "λαδώνει" κανέναν γιά νά τόν ρίξει στήν κολυμβήθρα, δέν ἀγανακτεῖ μέ τόν Θεό πού εἶναι πολλά χρόνια ἀγιάτρευτος. Δέν βάζει τό μαχαίρι στόν λαιμό κανενός γιά νά τόν ρίξει "στήν κολυμβήθρα".Τό εὐγενικό ἦθος του τοῦ ἐπιτρέπει μόνο νά ποθεῖ βαθιά τή θεραπεία του. Ἔχει δικαίωμα νά ἐπιμείνει στήν προσευχή γιά τή θεραπεία του. Δέν ἔχει ὅμως δικαίωμα νά ἀγανακτεῖ πού ἀργεῖ ἡ θεραπεία.
Ταπεινή προσευχή σημαίνει νά ἐπιμένω στόν Θεό γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν μου χωρίς νά ἀγανακτῶ, χωρίς νά γογγύζω, χωρίς νά τά βάζω μέ Ἐκεῖνον, χωρίς νά πιέζω ἀνθρώπους προκειμένου νά πετύχω αὐτό.
Ὑπερήφανη ἤ ἀρνητική προσευχή εἶναι νά τά βάζω μέ τόν Θεό ἤ μέ τούς ἀνθρώπους ὅταν δέν ἐκπληρώνονται οἱ στόχοι μου.
Ὁ Θεός εἰσακούει ὄχι τά λόγιά μας, ἀλλά τόν πόνο καί τή συντριβή τῆς καρδιᾶς μας, τό μαράζι μας, τήν ἐξουθένωσή μας, τήν ἀπομόνωσή μας. Αὐτές οἱ δυνάμεις ἑλκύουν τό θεῖο ἔλεος. Άναφέρεται στήν Καινή Διαθήκη: «αἱ βοαί τῶν θερισάντων εἰς τά ὦτα Κυρίου Σαβαώθ εἰσεληλύθασιν»(Ἰακ.ε΄4).
Δέν γράφει "τά λόγια", ἀλλά "αἱ βοαί" ἐσωτερικές φωνές.
Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κωτσόπουλου, "Ἐκπλήξεις Χάριτος", Ἀθήνα 2010, σελ. 358
No comments:
Post a Comment