Ὁ περιφρονημένος ἅγιος τῆς Μυτιλήνης
Παπα-Φώτης ὁ Λαυριώτης
Κοιμήθηκε στὶς 5 Μαρτίου 2010.
Τὸ
νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ κρύβει τὴν ἀρετή του καὶ νὰ συμπεριφέρεται ὡς σαλὸς ἀποτελεῖ
τὴν μεγαλύτερη μορφὴ ἀσκήσεως. Τὴν διὰ Χριστὸν μωρία παρουσιάζουν ψυχὲς ποὺ
βιώνουν τὴν ὑπέρβαση τῆς ἐν Χριστῷ καινῆς
ζωῆς, τὴν ἀκρώρεια τοῦ θείου ἔρωτος. Τὸ ἐφετὸ τῆς καρδιᾶς τους ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς τοὺς ὁδηγεῖ σὲ παράλογες
πράξεις, παρεξηγήσιμες ἀπὸ τοὺς ἀμυήτους, τὸ μεγάλο πλῆθος τοῦ κόσμου, στὸ ὁποῖο
ἐπιθυμοῦν νὰ περάσουν τὸ μήνυμα τῆς ματαιότητος τῶν ὑλικῶν ἐπιδιώξεων καὶ τὸν προσανατολισμό τους στὰ πνευματικά, αὐτὰ
ποὺ μένουν αἰώνια.
Ἀπαρχὴ
τῆς ἔνθεης ἀσκήσεώς τους οἱ «διὰ Χριστὸν σαλοὶ» ἔχουν τὴν
φράση τοῦ Παύλου στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του· «Δοκῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς
τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ
κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν
Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ὑμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι
τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν...
ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κορινθ.
δ΄ 9-13). Στηρίζονται ἐπίσης καὶ στὸν σωτήριο μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου μας: «Μακάριοί
ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ'ὑμῶν
ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. ε΄ 11).
Οἱ κατὰ
Χριστὸν σαλοὶ ἐμπαίζουν τὸν κόσμο καὶ ἐμπαίζονται ἀπὸ αὐτόν. Ζοῦν πλησίον τῶν ἁμαρτωλῶν,
τοὺς ὁποίους ὑπέμετρα ἀγαποῦν, ὡς ψυχὲς «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (Ῥωμ.ιδ΄ 15),
γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσουν πρὸς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ μορφὴ αὐτὴ τῆς ἀσκήσεως εἶναι
πολὺ ἐπικίνδυνη καὶ ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὰ μοναχικὰ καὶ ἀσκητικὰ ἰδεώδη. Ἔτσι,
«οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοί» ἀποτελοῦν ἰδιόμορφη καὶ μοναδικὴ περίπτωση ἀγάπης Θεοῦ,
ποὺ ἀπαιτεῖ ἰσχυρὸ χαρακτῆρα καὶ ἔντονη τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος,
τοῦ «τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦντος». Καταλύουν τὴν κοινωνικὴ καὶ ἠθικὴ εὐπρέπεια,
αὐτοταπεινώνονται, αὐτοευτελίζονται, δέχονται τὶς συκοφαντίες, τὶς ὕβρεις, τοὺς
ἐμπαιγμοὺς καὶ τὰ κολαφίσματα, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας, τοῦ "ταπεινοῖς διδόντος χάριν " ( Ἰακ.
δ΄ 6).
Ἐμφατικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ σαλοὶ εἶναι
χαρισματικοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πνευματοκίνητοι καὶ τὴν κατάλληλη στιγμὴ
δείχνουν τὴν ἐνοικοῦσα στὴν καρδιά τους πλουσία τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχουν
ἄμεση ἐμπειρία τῆς καινῆς πραγματικότητος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντιδιαστέλλουν
προφητικῶς τὴν ἀντίθεση τοῦ παρόντος αἰῶνος μετὰ τοῦ μέλλοντος. Ἐνῶ ὑποκρίνονται
τὸν σαλὸ ἢ τὸν δαιμονῶντα, γιὰ νὰ τοὺς περιφρονοῦν οἱ ἄλλοι, ἀφανῶς
προσεύχονται, ἀδιαλείπτως νηστεύουν, ἀγρυπνοῦν, προφητεύουν καὶ ἐπιτελοῦν
θαύματα παράδοξα. Συμπάσχουν μὲ τοὺς γύρω τους, θλίβονται γιὰ τὶς πτώσεις τους
καὶ ἀγάλλονται γιὰ τὶς πνευματικές τους ἀνατάσεις.
Κατὰ
Χριστὸν σαλὸς θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ καὶ ὁ σύγχρονος Ἅγιος τῆς Μυτιλήνης ὁ
Παπα-Φώτης, ὁ Λαυριώτης, ὁ περιφρονημένος ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου· ὁ ἁπλὸς ἱερομόναχος,
ὁ βιαστὴς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, ποὺ
εἶχε τὸ πολίτευμα στὸν οὐρανό, κατὰ τὴν ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «τὸ
πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20). Σήμερα, ποὺ εἴμαστε βέβαιοι γιὰ τὴν συνοίκηση
του μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους, σήμερα ποὺ βλέπουμε τὸν τάφο του γεμάτο μὲ τάματα
πιστῶν λόγῳ τῆς ταχείας ἐπεμβάσεώς του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὲ ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται,
μὲ βεβαιότητα μποροῦμε νὰ βροντοφωνάξουμε
τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ, τὰ ὁποῖα ἐπαναλαμβάνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος:
«Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας»
(Ψαλμ. 117, 22, Ματθ. κα΄ 42).
Γιὰ τὸν
Παπα-Φώτη εἶχε πεῖ σὲ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Λέσβο ποὺ τὸν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ στὸ Ἅγιον
Ὄρος ὁ Ὅσιος Παΐσιος: «Ἐσεῖς
ἐκεῖ στὴν Μυτιλήνη ἔχετε ἕνα μεγάλο ἅγιο, τὸν Παπα-Φώτη». Κι ὁ Παπα-Φώτης εἶχε
πεῖ γιὰ τὸν Ὅσιο Παΐσιο: «Αὐτὸς εἶναι τὸ διαμάντι τῆς Ἐκκλησίας
μας, τὸν γνώρισα
καλά, γιατὶ μαζὶ βοηθούσαμε τὸν Παπα-Τύχωνα».
Ὁ
Παπα-Φώτης, κατὰ κόσμον Παναγιώτης, γεννήθηκε στὰ Πάμφιλα, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν
Μυτιλήνη, τὸ 1913 ἀπὸ τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Μαρία Σαρδέλλη. Γεννήθηκε μετὰ ἀπὸ
δεατρία χρόνια γάμου τῶν γονιῶν του καὶ μὲ τὴν χάρη τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιάσου,
στὴν ὁποία εἶχε ταχθεῖ ἡ μητέρα του. Εἶχε μόνο μιὰ ἀδελφὴ μικρότερή του κατὰ
τρία χρόνια καὶ μαζί της μεγάλωσε μὲ πολλὲς δυσκολίες καὶ στερήσεις. Ὁ Κύριος
ἐπέτρεψε σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν νὰ μείνει ὀρφανός. Καὶ οἱ δύο γονεῖς του
μεταδημότευσαν γιὰ τὸν οὐρανὸ σὲ διάστημα μόλις ἕξη μηνῶν. Ἔμεινε ὑπὸ τὴν
προστασία τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ψαλμωδὸς λέει: «Ὀρφανὸν καὶ
χήραν ἀναλήψεται» (Ψαλμ. 145, 9). Αὐτὸς ἔστειλε κατὰ τὴν ἐφηβική του ἡλικία
ἕναν ἱεροκήρυκα στὸν τόπο του νὰ εὐαγγελισθεῖ τὸν λόγο τῆς σωτηρίας καὶ νὰ τὸν
σαγηνεύσει μὲ τὰ λόγια του καὶ τὴν παρουσία του. Ἔχοντας αὐτὸν πρότυπο ὁ νεαρὸς
Παναγιώτης ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Νεαρὸ
παλληκάρι δεκαοκτὼ χρόνων, στὶς 19 Ἀπριλίου τοῦ 1931, μαζὶ μὲ τὸν φίλο καὶ
συγχωριανό του, μετέπεινα μοναχὸ π. Παχώμιο, ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ βρῆκε
μοναχικὸ καταφύγιο στὴν Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀπὸ τὴν ὁποία πῆρε καὶ τὸ
πρσωνύμιο «Λαυριώτης». Τὰ δύο πρῶτα ἄωρα χρόνια, μέχρι νὰ ἀνδρωθεῖ ἔμενε σὲ ἕνα
κελλὶ στὴν Προβάτα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸ «βάπτιμα τοῦ πυρὸς» στὸν μοναχισμό. Στὴν
Λαύρα πῆρε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ χειροτονήθηκε διάκονος (16 Νοεμβρίου 1936) καὶ
πρεσβύτερος (5 Ἰουλίου 1944) παραμένοντας καὶ λειτουργώντας στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ
εἴκοσι χρόνια.
Τιμώντας
τὴν ἱερωσύνη του καὶ τὸ ράσο του ὁ Παπα-Φώτης ἦταν ἁπλός, ταπεινός,
παραδοσιακός, φιλακόλουθος, ἀκόλουθος τῆς πτωχείας τοῦ Ἰησοῦ. Ἀξιώθηκε νὰ ἔχει
πνευματικὴ σχέση μὲ τοὺς ἁγιασμένους Γέροντες, τὸν Παπα-Τύχωνα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε
τὴν μεγαλοσχημία, τοὺς νεοφανεῖς Ὁσίους, Σιλουανό, Παΐσιο καὶ Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ,
τὸν ὁποῖο γιὰ κάποιο διάστημα εἶχε καὶ πνευματικό. Ἐπίσης σχετίσθηκε μὲ τοὺς ἁγιασμένους
Γέροντες, τὸν Ρῶσο Παπα-Τύχωνα, ἀπὸ
τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴν μεγαλοσχημία, τὸν γιατρὸ καὶ πνευματικὸ Γέροντα Παῦλο
Παυλίδη, Λαυριώτη, καὶ τὴν πνευματικὴ βιβλιοθήκη, τὸν Παπα-Ἀββακούμ, τὸν ἀνυπόδητο,
τὸν ὁποῖο καὶ μιμήθηκε. Γιὰ τὴν γνωριμία του μὲ αὐτοὺς τοὺς ἰσάγγελους ἀσκητὲς
καυχόταν καὶ ἔκανε προσπάθεια νὰ γίνει ὁμόζηλός τους. Τοὺς θαύμαζε περισσότερο,
γιατὶ ὅλοι τους θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό του σκύβαλο τοῦ κόσμου, σκουπίδι καὶ «ἄχθος
ἀρούρης», δηλαδή, βάρος τῆς γῆς. Ἔβλεπε νὰ ἐπιτελοῦν καὶ θαύματα καὶ ὅταν τοὺς
ρωτοῦσε μὲ διάκριση τοῦ ἀπαντοῦσαν:
-Ἐμεῖς
δὲν κάναμε τίποτα, παρακαλέσαμε τὸν Θεὸ
καὶ Ἐκεῖνος ἀοράτως ἐνήργησε.
Μετὰ ἀπὸ
πρόσκληση τοῦ Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ἰακώβου τοῦ Α΄ τοῦ ἀπὸ Δυρραχίου, ὁ ὁποῖος
ἤθελε τὴν πνευματικὴ τοῦ νησιοῦ ἀνακαίνιση καὶ ὁ ἴδιος μερίμνησε καὶ γιὰ τὴν
ἔκδοση ἀπολυτηρίου γράμματος ἀπὸ τὴν Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὁ Παπα-Φώτης
ἐπέστρεψε στὸ νησὶ τῆς Λέσβου. Πόθο του εἶχε νὰ μεταλαμπαδεύσει τὴν κολλυβαδικὴ
φλόγα στὸ νησί του, ἀλώβητη καὶ χωρὶς ἐκπτώσεις τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση στὸν
σύγχρονο κόσμο τῆς συγχύσεως καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ. Τοποθετήθηκε ἐφημέριος στὶς
17 Ἀπριλίου τοῦ 1951 στὸ χωριὸ Τρίγωνα τοῦ Πλωμαρίου, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι
τὴν συνταξιοδότησή του. Πνευματικὸς καὶ ἐξομολόγος ἔγινε στὶς 2 Αὐγούστου τοῦ
1956 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰάκωβο τὸν Α΄καὶ τὸ ὀφίκκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη ἔλαβε
στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1964 ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Ἰάκωβο τὸν Β΄, τὸν ἀπὸ Σισανίου
καὶ Σιατίστης, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἀνέθεσε ἔργο στὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγώνα. Ὁ
Μητροπολίτης αὐτὸς μὲ γλαφυρότητα περιγράφει τὸν Παπα-Φώτη, ὅπως εἶναι
ζωγραφισμένος καὶ στὶς δέλτους τοῦ οὐρανοῦ:
«Ὁ Παπα-Φώτης κτίζει ναούς, παρεκκλήσια,
ἐξωκκλήσια, εἶναι φιλάνθρωπος, ἀγαπᾶ τοὺς πτωχούς, δὲν ἀγαπᾶ τὸ χρῆμα,
καλλιεργεῖ τὰ κτήματα τῶν πτωχῶν, ἀσκητικός, νηστευτὴς καὶ λίαν αὐστηρὸς
καλόγηρος. Ἔχει πολλὰ αἰσθήματα, ἀλλ’ εἰς στοιχειώδη μορφήν, ὑπερβολικὸς
ζηλωτής, ἐνθουσιώδης, εὐγενὴς κατὰ τρόπον πρωτόγονον, εἰλικρινής, εὐθύς,
ἀνιδιοτελὴς εἰς μέγαν βαθμόν. Ἐκτιμᾶται ὡς ἐργαζόμενος μετὰ ζήλου εἰς τὸν τομέα
τῆς φιλανθρωπίας, ἀλλ’εἶναι πάντοτε ἀτημέλητος καὶ ἀκαταλόγιστος [1].
Ἐκτὸς
Μυτιλήνης ὁ Παπα-Φώτης προσέφερε τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του, ὅπου ζητήθηκε ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία μας, γιὰ κάλυψη ἐφημεριακῶν κενῶν καὶ ἐνίσχυση τῶν Παναγίων
Προσκυνημάτων (1970-1975). Εἶχε, βλέπετε, καὶ τὸν πόθο τῆς ἱεραποστολῆς. Ἔτσι,
βρέθηκε στὸ Κιλκίς, ὅπου ἀποσπάσθηκε στὸ παραμεθόριο χωριὸ Μελάνθιο, καὶ ὅπου
σώθηκε ἀπὸ λύκους μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς του. Βρέθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο
τῆς νήσου Χάλκης, τῶν Πριγκηπονήσων τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, στὸ θεοβάσιστο ὄρος
Σινᾶ, ὅπου ἀγαπήθηκε πολὺ γιὰ τὴν προσφορά του ἀπὸ τοὺς Βεδουΐνους, καὶ γιὰ μιὰ
τριετία στὸν πανίερο Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὅλη ἡ
ζωὴ τοῦ Παπα-Φώτη ἦταν χριστοκεντρική. Ἀγαποῦσε τοὺς Ἁγίους μας, μόχθησε γιὰ
τὴν συλλογὴ πληροφοριῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ Ἁγιολογίου τῆς Λέσβου, μὲ τὴν
συνεπικουρία τοῦ εὐλαβεστάτου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, τοῦ
λειτουργιολόγου κ. Ἰωάννη Φουντούλη, ἔκτισε τὸν περικαλλέστατο Ναὸ τοῦ Νέου
Ὁσιομάρτυρος Λουκᾶ στὴν πατρίδα του, τὰ Πάμφιλα καὶ ἐργάσθηκε ἄοκνα στὸν
Τρίγωνα, τὸ χωριὸ τῆς ἐφημερίας του. Ἤθελε ὁ Γέροντας κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του
νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Χριστό μας, τόσο στὶς χαρές, ὅσο καὶ στὶς λύπες του καὶ νὰ
συμπαρίσταται στὶς εἰκόνες Του, τοὺς συνανθρώπους μας, σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ
τῆς ζωῆς τους. Ἄλλωστε ἀπὸ νήπιο εἶχε γευθεῖ τὸν πόνο, τὴν ὀρφάνια, τὴν στέρηση.
Ὁ Παπα-Φώτης,
ἦταν ἐνελῶς ἀκτήμων. Τὴν ὑπόσχεσή του στὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆμα τὴν τηροῦσε
ἀπόλυτα. Ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν ἀσκητική.
Δὲν εἶχε ποτὲ δικό του σπίτι, δικά του ροῦχα, δικά του ράσα. Δὲν εἶχε ποτὲ οὔτε
μιὰ δική του κατσαρόλα, οὔτε ἕνα πηρούνι, οὔτε μιὰ πετσέτα! Σὲ ὅλη του τὴν ζωή,
ἄλλοτε κοιμόταν μέσα σὲ χαντάκια , ἄλλοτε μέσα σὲ ἐξωκκλήσια, καὶ κάποτε μέσα
σὲ ἕνα ἀγροτικὸ αὐτοκίνητο μὲ ἄχυρα. Περπατοῦσε στὸν δρόμο μὲ
καταρρακτώδη βροχὴ καὶ τὰ ροῦχα του ἦταν στεγνά [2].
Ὁ
κουρελῆς Παπα-Φώτης ἦταν ἕνα ἐλεύθερο πουλί, ἕνα στρουθίο τοῦ οὐρανοῦ ποὺ
κελαδοῦσε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦσε τὴν ἀμεριμνισία τους, γιὰ νὰ μᾶς
παραδειγματίσει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας: «Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν, οὐδὲ
θερίζουσιν, καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. στ΄ 26). Δὲν
εἶχε ὁ Γέροντας συμβατικὲς ὑποχρεώσεις τοῦ κόσμου τούτου. Τὰ σύνορά του ἄρχιζαν καὶ
τελείωναν στὸ Ἀφεντικὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ μόνο γιὰ μιὰ θέση στὰ
ἐκεῖ δώματα ἀγωνιζόταν. Προσπαθοῦσε νὰ ὑπογράψει τὴν αἰώνια σύμβαση μὲ τὸν
γλυκύτατό μας Ἰησοῦ μὲ τὸν ἱδρώτα του, τὴν κακουχία τῆς σάρκας, τὸ αἷμα τῆς
καρδιᾶς του, γνωρίζοντας ὅτι ἂν δὲν δώσεις ἐδῶ στὴν γῆ δὲν παίρνεις στὸν οὐρανό.
Ἦταν τόσο ἀληθινὸς χωρὶς δεύτερη σκέψη, χωρὶς πονηριὰ
ἢ δόλο στὸ βάθος τοῦ μυαλοῦ του. Εἶχε τὸν χαρακτήρα ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ. Ἀπεχθανόταν τὴν
διαστροφὴ καὶ τὸ ψέμμα.
Ὁ
Παπα-Φώτης ἦταν πηγὴ Ὀρθόδοξου φρονήματος, καὶ τηρητὴς τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεώς
μας. Ἔμενε σταθερὸς σὲ αὐτὲς ἀκολουθώντας τὸν παύλειο λογο: «Στήκετε καὶ
κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. β΄ 15). Τὶς ἀρχές του δὲν τὶς ἀντάλλασσε μὲ
ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα καὶ ποτέ του δὲν τὰ ἐπεδίωξε. Δὲν
συσχηματιζόταν μὲ τὰ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν φοβόταν, δὲν ὑποκρινόταν στοὺς
πολιτικοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες, ἦταν εὐθὺς καὶ πιστὸς δοῦλος Κυρίου. Ἐπίμονος
τόσο στὴν προσευχή, ὅσο καὶ στὶς ἐπιδιώξεις του, ἕνωνε γῆ καὶ οὐρανὸ καὶ
πάντοτε ἐπιτύγχανε τὸν στόχο του, ὄχι, ὅμως, μόνος, ἀλλὰ μὲ τὴν Θεία
συνέργεια. Ὁργιζόταν ὅταν ἔβλεπε
κληρικοὺς νὰ παραφέρονται καὶ τοὺς ἔλεγχε, πολλὲς φορὲς μάλιστα σκληρά. Κι ὅμως
ἐκείνη ἡ φαινομενικὴ καλογερικὴ αὐστηρότητα δὲν εἶχε μέσα της κακία. Ὅλους τοὺς
ἀγαποῦσε, μισοῦσε, ὅμως, τὴν ἁμαρτία καὶ ἐξόρκιζε τὸν μισόκαλο δαίμονα, ποὺ
βάζει τρικλωποδιὲς στοὺς πιστούς, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει μὲ τὸ μέρος του. Ἐπιτιμοῦσε
καὶ ταυτόχρονα ἀγαποῦσε. Ὅ,τι ἔπραττε, τὸ ἔπραττε μὲ σκοπὸ σωφρονισμοῦ.
Ἀνυπόδητος τὶς περισσότερες φορὲς μὲ ράσο τριμμένο ἔδειχνε σημεῖα σαλότητος
μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κρύψει τὴν ἀρετή του καὶ νὰ ἀποφύγει τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο.
Προτιμοῦσε τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις ποὺ δὲν αὐξάνουν τὸν ἐγωϊσμὸ τῶν
ἀνθρώπων, ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους.
Ταπεινώσεως
ἀκρότης
Ἕνα πρωῒ πῆγε βιαστικὸς σὲ κάποια
Ἐκκλησία ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος. Στὸ κεφάλι του εἶχε ἔνα πρόσφατο κτύπημα
καὶ ἀνάστατα τὰ μαλλιά του.
-Τί ἔχει
τὸ κεφάλι σου; Τὸν ρώτησε ἐκεῖνος.
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Δέσποτα, λέει. Δὲν εὕρισκα μέσο
νὰ ἔρθω καὶ μὲ πῆρε ἕνας ταξιτζῆς μὲ γεμᾶτο τὸ ταξί, γιὰ νὰ μὲ ἐξυπηρετήσει. Μέ
ἔβαλε, ὅμως, στὸ καπὸ καὶ ὅπως πῆγε νὰ τὸ κλείσει μοῦ ἔσπασε τὸ κεφάλι! Τέτοιο
κεφάλι ποὺ εἶναι, τέτοια θέλει [3].
Μὲ τὴν εὐχή του θεράπευσε παιδί.
Στὸ Μπραχάμι ἦταν ἕνα παιδάκι ἄρρωστο ποὺ
σεληνιαζόταν. Οἱ γονεῖς καταστενοχωρημένοι τὸ ἔφεραν στὸν Παπα-Φώτη ἔχοντας
ἀκούσει γιὰ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς του. Ἐκεῖνος δέχθηκε νὰ τοῦ διαβάσει μιὰν
εὐχή. Ἔβγαλε τὸν ἐπιστήθιο σταυρὸ ποὺ φοροῦσε καὶ τὸν ἔθεσε ἐπάνω στὸ κεφαλάκι
τοῦ παιδιοῦ. Ἄρχισε νὰ διαβάζει καὶ νὰ λέει διάφορες προσευχές περίπου ἕνα
τέταρτο. Ἐπέμενε στὴν προσευχὴ καὶ αὐτὴ ἀνέβαινε κατ’ εὐθεῖαν στὸν θρόνο τῆς
μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ μας. Τὸ παιδὶ αἰσθανόταν, ὅπως ἀργότερα ἔλεγε, νὰ καίει
ὅσην ὥρα ὁ Γέροντας εὐχόταν. Καὶ ἡ
ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ ἦρθε ἄμεσα. Τὸ παιδὶ ἔγινε καλά! Καμιὰ ἐνόχληση ἔκτοτε δὲν
παρατηρήθηκε.
Σαλότητος θράσος
Κάποτε ἦταν
καλεσμένος σὲ βαπτίσια καὶ στὸ τραπέζι τὸν ἔβαλαν νὰ καθίσει ἀπέναντι ἀπὸ ἕναν
ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος φοροῦσε, ὅπως συνηθίζεται, καὶ τὰ σύμβολα τῆς ἀρχιερωσύνης
του, σταυρὸ καὶ ἐγκόλπιο. Ὁ Γέροντας ἤθελε μὲ τὴν σαλότητά του νὰ καυτηριάσει
αὐτὴν τὴν παρουσίαση. Τί σκέφτεται; Πῆρε
ἕνα πλαστικὸ πιάτο μιᾶς χρήσεως καὶ τὸ ἔβαλε στὸ στῆθος του αὐτομεμφόμενος. Ὁ
Ἐπίσκοπος μὲ ἐλαφρὸ μειδίαμα τοῦ λέει:
-Τί
εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνεις Παπα-Φώτη;
Καὶ
ἐκεῖνος δειχνόντάς του τὸ ἐγκόλπιο ποὺ ἐκεῖνος φοροῦσε τοῦ λέει ἐμπαικτικὰ μὲ θράσος:
-Ἐσὺ γιατί ἔχεις καὶ τὸ φορᾶς;
Ἔβλεπε ὅσα ἐμεῖς δὲν βλέπουμε, χωρὶς ἐπιδειξη.
Ἕνα
καλοκαιρινὸ μεσημέρι μὲ ἀφόρητη ζέστη ὁ Παπα-Φώτης φορτωμένος, ὅπως τὸ
συνήθιζε, μὲ τὸν τορβά του γεμάτο μαρμαράκια, γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ Ναοῦ του,
τοῦ Ἁγίου Νέου Οσιομάρτυρος Λουκᾶ, τὸ Μοναστηράκι του, τὸ ὄμορφο δημιούργημα
τῶν χεριῶν του, προχωροῦσε κάθιδρος ἀλλὰ
χαρούμενος καὶ εὐχόμενος. Κάποιοι εὐσεβεῖς ποὺ τὸν εἶδαν, τὸν κάλεσαν σπίτι
τους νὰ ξαποστάσει καὶ νὰ φάει λίγο, ἂν καὶ ἦταν γνωστό, ὅτι ἡ νηστεία του σὲ
ποσότητα καὶ ποιότητα ἦταν τρομερὰ αὐστηρή.
Μὲ
δυσκολία δέχθηκε κατόπιν μεγάλης ἐπιμονῆς
τους καί, ὅταν ἔφαγε λίγο, εἶπε στοὺς οἰκοδεσπότες ὅτι ἦταν
στενοχωρημένος μὲ κάποιο πρόσωπο, γιατὶ μὲ εὐκολία διαλαλοῦσε θαύματα Ἁγίων
λέγοντας:
Μά, καὶ ἐγὼ βλέπω, ἀλλὰ δὲν τὸ βγάζω ντελάλι… Νά,
μιὰ βραδιὰ ποὺ προσευχόμουν στὸν Ἅγιο Λουκᾶ, κατὰ τὰ μεσάνυκτα βλέπω ἀπὸ τὸ
παραθυράκι τοῦ ἱεροῦ νὰ μπαίνει δυνατὸ φῶς καὶ νὰ λούζει ὅλη τὴν Ἐκκλησία σὲ
σημεῖο ποὺ ἔγινε ἡμέρα καὶ ἔβλεπα κάθε λεπτομέρεια μέσα της. Ἐ, σκέφθηκα,
κάποιο αὐτοκίνητο εἶναι καὶ φώτιζε μέσα… Βγαίνω, ἀμέσως ἔξω νὰ δῶ, ἀλλὰ τὸ
σκοτάδι δὲν ἄφησε νὰ κάνω οὔτε δύο-τρία βήματα… Τότε σκέφθηκα, ὅτι μᾶλλον ὁ Ἅγιος Λουκᾶς πέρασε καὶ φωτίσθηκε ὅλη ἡ Ἐκκλησία! Δηλαδή, τί
ἔπρεπε νὰ κάνω; Νὰ κάθομαι, νὰ διαλαλῶ… ἐλᾶτε στὸν Ἅγιο Λουκᾶ ποὺ ἐμφανίζεται,
γιὰ νὰ μαζεύω κόσμο; Δὲν κάνει…πρέπει νὰ σεβόμαστε τοὺς Ἁγίους καὶ τὸν Κύριο
μας καὶ ὄχι νὰ τοὺς ἐκμεταλλευόμεθα.
Συνομιλοῦσε μὲ Ἁγίους.
Κάποιοι
εὐσεβεῖς ἐπισκέπτονταν τὸν Παπα-Φώτη στὸ Ἡσυχαστήριό του στὰ Πάμφιλα πρὶν τὴν
δύση τοῦ ἡλίου καὶ μετὰ τὸν ἔπαιρναν μὲ τὸ αὐτοκίνητό τους γιὰ ἀπογευματινὸ
περίπατο στὴν πόλη. Κατὰ τὴν διαδρομὴ ὁ
Γέροντας πάντοτε ἔψελνε, ἔκανε τὸν ἑσπερινὸ πάλι καὶ ἔλεγε διάφορα τροπάρια.
Μιὰν ἡμέρα
οἱ εὐσεβεῖς αὐτοὶ συνοδοί του κατάλαβαν ὅτι ὁ Παπα-Φώτης βλέπει Ἁγίους καὶ σκέφθηκαν νὰ κάνουν ἕνα
πείραμα! Λέει ὁ ἕνας μυστικά.
- Θὰ
ἐπικαλεσθῶ ἕναν Ἅγιο, ἀπὸ μέσα μου, σιωπηλά, καὶ θὰ δῶ τὴν ἀντίδραση του.!
Ἄρχισε νὰ λέει: «Ἅγιε Ἀναστάσιε Πέρση, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν»!
Νοερὰ τὸ
ἐπανέλαβε τρεῖς φορὲς μέχρι ποὺ ὁ Παπα-Φώτης γύρισε πρὸς τὸ τζάμι τοῦ
αὐτοκινήτου καὶ λέει:
-Ἐσὺ
ποιός εἶσαι;
Δὲν ἔβλεπαν,
ὅμως κανέναν περαστικό καὶ τὸ αὐτοκίνητο ἔτρεχε! Μετὰ γυρνάει καὶ τοῦ λέει:
-Ἐσὺ τὸν
ἐπικαλέσθηκες;
Ὁ
συνοδὸς ἀπάντησε. Ναί!
Ὁ
Παπα-Φώτης ἔβαλε τὰ γέλια μὲ τὸ πείραμα τοῦ συνοδοῦ του καὶ τοῦ λέει.
Τσιμουδιά,
ἄκουσες;
Νὰ εἶναι
εὐλογημένο ,τοῦ εἶπε ἐκεῖνος, κατεβάζοντας τὸ κεφάλι καὶ θαυμάζοντας.
Προσγείωση ἀπὸ
τὰ κεραμίδια
Ὁ Παπα-Φώτης εἶχε καὶ τὸ χάρισμα
τῆς διοράσεως. Πήγαινε σὲ σπίτια ξαφνικά, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα
πρόβλημα καὶ ὅταν τὸν ἔβλεπαν τοῦ ἔλεγαν:
-Παπα-Φώτη,
ὁ Θεὸς σὲ ἔστειλε. Σὲ χρειαζόμασταν!
Ὁ
Γέροντας δὲν εἶχε τηλέφωνο. Ἀρκοῦσε μιὰ προσευχὴ γιὰ νὰ συνδεθεῖ ὁ
προσευχόμενος μὲ τὸ ραντὰρ τοῦ Παπα-Φώτη μέσω τῆς κεραίας τοῦ Παναγίου
Πνεύματος. Μόλις οἱ πιστοὶ ἔλεγαν:
-Χριστέ
μου, στεῖλε μου τὸ Παπα-Φώτη, ἐκεῖνος πήγαινε!
Βοηθοῦσε
πολὺν κόσμο μὲ διαφόρους τρόπους, ὑλικοὺς καὶ πνευματικούς, μὲ ἁπλότητα
μοναδική. Ἕνα βράδυ τρεῖς πιστοὶ τὸν ἐπικαλέσθηκαν καὶ τὸν εἶδαν νὰ προσγειώνεται
στὴν αὐλή τους, ἀπὸ τὰ κεραμίδια. Πετοῦσε. Ὅταν κατάλαβε ὅτι τὸν εἶδαν τοὺς
εἶπε αὐστηρά:
Αὐτὸ ποὺ
εἴδατε νὰ τὸ ξεχάσετε ἀμέσως.
Ὁσιακὴ κοίμηση
Ο Παπα-Φώτης, συμπλήρωσε 68 χρόνια
κληρικός, λειτουργὸς τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου! Κοιμήθηκε στὶς 5 Μαρτίου τοῦ 2010
στὶς 8.30 τὸ πρωῒ στὸ φιλοξενο σπίτι τῆς οἰκογενείας Καπέδρα στὸν Ὑμηττό.
Μεταφέρθηκε διὰ θαλάσσης στὸ νησί του. Στὸν Ναὸ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει τοῦ
Ἁγίου Λουκᾶ ἐναποτέθηκε τὸ σκήνωμά του, γιὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετίσει, καὶ τελέσθηκε
τρισάγιο. Κατόπιν μετακομίσθηκε στὸν Τρίγωνα, ὅπου παρουσίᾳ δύο Ἐπισκόπων, τοῦ
ἐπιχωρίου κ. Ἰακώβου καὶ τοῦ παρεπιδημοῦντος στὸ Νησὶ Καμερούν, κ. Γρηγορίου
κηδεύθηκε, γιὰ νὰ ταφεῖ στὸ κοιμητήριο τοῦχωριοῦ, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος εἶχε κατασκευάσει.
Ὁ
μακαριστὸς ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους καὶ γνωστὸς γιὰ τὴν ἀσκητικότητα, τὴν παρρησία
καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Γιὰ τὴν ἰδιορρυθμία στὴν ἐμφάνισή
του δήλωνε ἁπλᾶ: «Ἐγὼ εἶμαι καλόγερος καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δίνω μεγάλη σημασία στὸ
ντύσιμό μου».
Εὐωδία τοῦ τάφου
του
Σήμερα ὅσοι προσκυνητὲς ἐπισκέπτονται τὸν
τάφο τοῦ Παπα-Φώτη στὸ χωριό Τρίγωνας τῆς Λέσβου αἰσθάνονται τὴν
εὐωδία ποὺ ἀναδίδεται ἀπὸ αὐτὸν καὶ ποὺ εἶναι σὰν νὰ ἔρχεται κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο.
Πραγματικὰ
ὁ τάφος του εὐωδιάζει. Εὐλογημένος τόπος τὸ χωριὸ τοῦ Τρίγωνα, ἕνα χωριὸ ποὺ
τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Παπα-Φώτης καὶ στὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς
ζωῆς του κάνοντας σπουδαῖα ἔργα. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐωδία τοῦ τάφου του καὶ τὰ
θαυμάσια ποὺ ἐπιτελεῖ τὸν δοξάζει ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆ γῆς, Αὐτὸς ποὺ
μᾶς εἶπε: «Τους δοξάζοντάς με ἀντιδοξάζω» (Παρ. η΄ 17, Α΄ Βασιλ.
β΄30).
Δρ Χαραλάμπης Μ.
Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν
Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
[1] π.
Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου, «Παπα-Φώτης Λαυριώτης, σημεῖον ἀντιλεγόμενον», σελὶς
37, Ἔκδοσις «Παναγία «Κοσμοσώτειρα».
[2] π. Ἀθανασίου Γιουσμᾶ, «Παπα-Φώτης ὁ διὰ Χριστὸν σαλός», Ἔκδοση Ὀρθοδόξου
Κοινότητος «Ἡ Ὁσία Θωμαΐς», Μυτιλήνη 2010.
[3] Στρατῆ Δουμούζη
“Παπα-Φώτης ὁ μονοχίτων καὶ
μονοσάνδαλος.
No comments:
Post a Comment