Ο αββάς Βασίλειος, ο πρεσβύτερος και αναχωρητής, ο οποίος είχε γίνει μοναχός
στη Νέα Λαύρα, μας διηγήθηκε ότι είχε ακούσει από κάποιους φιλόχριστους το
ακόλουθο θαύμα
Σε κάποια πολυάνθρωπη κωμόπολη της Παλαιστίνης κατοικούσαν Χριστιανοί και
Εβραίοι και είχαν πολλά ζώα Είχαν δε την εξής πατροπαράδοτη συνήθεια:
Καθημερινά συνάθροιζαν την αυγή τα ζώα στην είσοδο της κωμοπόλεως και ο καθένας
έστελνε μαζί με τα ζώα του το γιό του ή τον δούλο του. Αυτοί έπαιρναν τα ζώα
και τροφές για τον εαυτό τους, πήγαιναν στην έξοχη κι εκεί έμεναν μέχρι το
βράδυ, οπότε τα έφερναν πίσω καθώς έδυε ο ήλιος.
Μία ημέρα λοιπόν που είχαν πάει στη βοσκή όπως πάντα, συγκεντρώθηκαν την
ώρα του φαγητού, και τα παιδιά των Χριστιανών είπαν μεταξύ τους: «Ελάτε να
κάνουμε τη Θεία Λειτουργία, όπως κάνουν οι κληρικοί στην εκκλησία». Τότε ένας
από αυτούς πήρε τη θέση του επισκόπου και έκανε τους άλλους τον ένα πρεσβύτερο,
τον άλλο διάκονο, τον άλλο υποδιάκονο και άλλους αναγνώστες. Κατόπιν έφτιαξαν
ένα θυσιαστήριο με μία πέτρινη πλάκα και πρόσφεραν άρτους από τα τρόφιμα που
είχαν.
Μαζί τους ήταν και ένας Εβραίος, ο γιός του αρχιραββίνου, ο οποίος
παρακαλούσε τα παιδιά λέγοντας: «Δεχθήτε με μαζί σας, να προσφέρω κι εγώ όπως
κι εσείς». Αυτά όμως του έλεγαν: «Δεν μπορείς να έλθεις μαζί μας, γιατί είσαι
Ιουδαίος». Λέει αυτός: «Γίνομαι κι εγώ Χριστιανός». Εκείνα του αποκρίθηκαν: «Αν
γίνεις Χριστιανός, σε δεχόμαστε». Αυτός λοιπόν συμφώνησε και τον δέχτηκαν.
Αμέσως ο δήθεν επίσκοπος τον βάπτισε σε κάποιο νερό που βρέθηκε στη περιοχή.
Στη συνέχεια έκαναν όλα τα της Λειτουργίας. Και όταν έφθασαν και είπαν το
Εις άγιος… κατέβηκε φωτιά από τον ουρανό και κατέκαυσε όλα όσα βρίσκονταν επάνω
στο θυσιαστήριο· τα δε παιδιά από το φόβο τους έπεσαν κάτω κι έμειναν σαν
πεθαμένα
Όταν βράδιασε, τα ζώα γύρισαν στα σπίτια μόνα
τους. Το πρωί οι γονείς πήγαν και αναζήτησαν και βρήκαν τα παιδιά μισοπεθαμένα.
Σήκωσε καθένας το παιδί του και το πήγε στο σπίτι. Μετά τρεις ημέρες, που
συνήλθαν κάπως τα παιδιά, οι γονείς τα ρωτούσαν τι τους είχε συμβεί. Και αυτά
ομολόγησαν τα πάντα, όπως είπαμε πιο πάνω.
Ο αρχιραββίνος πάλι ετοίμασε τραπέζι και καλούσε το γιό του για φαγητό. Εκείνος
όμως δεν ήθελε να φάει και έλεγε: «Εγώ είμαι Χριστιανός και δεν τρώω». Όταν
άκουσε αυτά ο μιαρός, αποφάσισε να παραδώσει το παιδί του σε φοβερό θάνατο.
Ο προγνώστης όμως Θεός, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» γνωρίζοντας τον
πονηρό λογισμό του μιαρού ιερέως, οικονόμησε ώστε ο άρχοντας της περιοχής, ο
λεγόμενος αμηράς, να οργιστεί πολύ με τον βαλανέα, τον υπεύθυνο δηλ. του
δημόσιου λουτρού, πως
αμελεί και δεν κανονίζει σωστά τη θέρμανση του λουτρού, και του είπε: «Να τόσο
καιρό έχεις που κοροϊδεύεις τους πάντες, και όποτε έρχομαι να λουσθώ, βρίσκω το
λουτρό κρύο. Σου ορκίζομαι στο μεγάλο Θεό, ότι αν δεν θερμανθεί όπως πρέπει και
το βρω αύριο κρύο. θα σου κόψω το κεφάλι». Εκείνος υποσχέθηκε ότι έτσι θα
κάνει, για να περιποιηθεί τον αμηρά.
Το έμαθε αυτό ο πατέρας του εβραιόπουλου και νόμισε ότι βρήκε την ευκαιρία
να πετύχει το διαβολικό σκοπό του. Κάλεσε λοιπόν τον βαλανέα, ο όποιος του
χρωστούσε χρήματα και του είπε: «Απ’ ό,τι ξέρω, μου οφείλεις δέκα νομίσματα». Εκείνος
απάντησε: «Πράγματι, έτσι είναι». Του λέει πάλι: «Αν κάνεις την παραγγελία που
θα σου δώσω, σου χαρίζω όλο το χρέος». Αυτός του απαντά: «Ό,τι προστάξεις θα το
κάνω, για να ελευθερωθώ από το βάρος του δανείου». Τότε ο παράνομος και μιαρός
ιερέας του λέει: «Έμαθα ότι ο αμηράς σου παρήγγειλε να πυρώσεις το λουτρό. Επειδή
έχω κάποιο παιδί που με πικραίνει, θέλω, όταν κάψει καλά το καμίνι και
πρόκειται να το σφραγίσεις, να με ειδοποιήσεις και όποιον σου στείλω να σε
ρωτήσει “ετοιμάσθηκε το λουτρό;” πιάσε τον, πέταξε τον μέσα στο καμίνι,
σφράγισέ το και φύγε, για να απαλλαγώ έτσι από τον κακό χαρακτήρα του».
Ο βαλανέας, όταν άκουσε αυτά, συμφώνησε να κάνει όπως προστάχθηκε,
ελπίζοντας να απαλλαγεί από το χρέος. Πήγε λοιπόν και πύρωσε το καμίνι πολύ
περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, από το φόβο της απειλής του αμηρά. Ο δε
αρχιραββίνος, όταν έμαθε ότι το καμίνι είναι έτοιμο για να σφραγισθεί, έστειλε
το γιό του να ρωτήσει αν έκαψε καλά το λουτρό. Ο δε βαλανέας απάντησε: «έκαψε,
και παραέκαψε· και αν δεν πιστεύεις, θα το δεις αμέσως». Και αρπάζοντας το
παιδί, το εξακόντισε μέσα στη φωτιά, σφράγισε το καμίνι και έφυγε.
Ήλθε ο αμηράς να λουσθεί και βρήκε το λουτρό πιο κρύο από τις προηγούμενες
μέρες. Κάλεσε λοιπόν τον βαλανέα και του λέει: «Δεν σου παρήγγειλα να πυρώσεις
καλά το λουτρό: Γιατί αμέλησες και το άφησες πιο κρύο;» Εκείνος ορκιζόταν:
«Ξόδεψα τα τριπλάσια ξύλα θέλοντας να σε ευχαριστήσω. Πώς όμως το βρήκες έτσι,
δεν ξέρω. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, έλα να δεις το καμίνι και θα
καταλάβεις από τα κάρβουνα ότι δεν λέω ψέματα». Ο αμηράς τον ακολούθησε γεμάτος
θυμό. Όταν όμως ξεσκέπασε την πλάκα του καμινιού, βρίσκει το παιδί να κάθεται
πρόσχαρο και λέγει στον βαλανέα: «Πού βρέθηκε εδώ αυτό το παιδί; Και ποιά η
αιτία που το έρριξαν εδώ μέσα;» Ο βαλανέας τότε τα διηγήθηκε όλα στον αμηρά και
ότι ίσως η τόση φλόγα του καμινιού να μαράθηκε επειδή το παιδί ρίχτηκε άδικα σ’
αυτό. Ο αμηράς, νομίζοντας ότι αυτά είναι προσχήματα και όχι η αλήθεια, του
λέει: «Φέρε ξύλα και κάψε το καμίνι του λουτρού μπροστά μου». Όταν έγινε αυτό,
ο αμηράς ρώτησε το παιδί ποιού γιός είναι και για ποιά αιτία ρίχτηκε στο
καμίνι. Μαθαίνοντας ότι ο μόνος λόγος ήταν επειδή έγινε Χριστιανός και δεν
ήθελε να φάει ιουδαϊκά φαγητά, θύμωσε και για να μυκτηρίσει το Χριστιανισμό
-διότι στον αμαρτωλό είναι βδελυκτή η θεοσέβεια-, έπιασε το παιδί και το έρριξε
μέσα στο καμίνι, λέγοντας: «Αν και την πρώτη φορά κοίμισες τη φωτιά με μαγείες,
τώρα όμως δεν θα ξεφύγεις από τα χέρια μου».
Ο Θεός όμως. που πάντοτε κάνει έργα μεγάλα και θαυμαστά και είναι κοντά σε
όλους όσοι τον επικαλούνται αληθινά, σταμάτησε και φύλαξε σώο το παιδί. Και
όταν πήγε πάλι ο αμηράς για να λουσθεί, το λουτρό βρέθηκε ακόμη πιο κρύο, σαν
να είχε μείνει χωρίς φωτιά επί μια εβδομάδα. Έκπληκτος από το γεγονός αυτό ο
αμηράς πήγε και άνοιξε το καμίνι του λουτρού και βρήκε το παιδί να κάθεται μέσα
με πολλή χαρά, ενώ δεν υπήρχε διόλου μυρωδιά καπνού μέσα στο καμίνι.
Κατάπληκτος τότε ο αμηράς για το παράδοξο θαύμα έτρεξε και ανέφερε τήν
υπόθεση στον λεγόμενο από αυτούς σύμβουλο. Εκείνος, όταν τα άκουσε, πήγε
γρήγορα στη κωμόπολη και πρόσταξε να κάψουν πάλι το καμίνι και μπροστά του να ρίξουν το παιδί
μέσα σ’ αυτό. Και αφού σφράγισε την είσοδο και άφησε έξω φύλακες, μπήκε για να
λουσθεί. Μέσα στο λουτρό όμως, αντί για ζέστη, αισθάνθηκε πολύ ψύχρα. Βγήκε
λοιπόν αμέσως, άνοιξε το στόμιο του καμινιού και βρήκε το παιδί να κάθεται
πρόσχαρο, χωρίς να υπάρχει καμία μυρωδιά καπνού. Ρώτησε τότε και ο ίδιος το
παιδί, ποίου γιός είναι και έμαθε ότι είναι του μιαρού ιερέα των παράνομων
Ιουδαίων. Έμαθε και όσα συνέβησαν στην εξοχή, όπως γράφτηκαν πιο πάνω, και ότι
παραδόθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του σε τέτοια θανατική καταδίκη επειδή
δέχθηκε την ομολογία του Χριστιανισμού και έμεινε σταθερός σ’ αυτήν και δεν
ανέχθηκε να μιανθεί με τα ακάθαρτα φαγητά των γονέων του, και ότι είχε ήδη
τρεις φορές ριχτεί στη φωτιά χωρίς αυτή να τον κατακάψει, αλλ’ απεναντίας
μάλλον τον προστάτεψε, όπως κάποτε η βαβυλωνιακή κάμινος τους τρεις Παίδες.
Έφερε τότε τον πατέρα του παιδιού και του λέει: «Ποιά απολογία έχεις να
δώσεις στο Θεό για το διαβολικό και αποτρόπαιο πράγμα που έκανες; Εσύ βέβαια
νόμισες ότι θα κρυφτείς από το Θεό και τους ανθρώπους, ο Θεός όμως που γνωρίζει τις κακές σου πράξεις και σκέψεις
δεν ευαρεστήθηκε μαζί σου, αλλά ξεσκέπασε την ωμότητα της ψυχής σου. Διότι αν
εσύ έχεις τόση ασπλαχνία, ώστε να παραδώσεις το σπλάχνο σου σε τέτοιο πικρό
θάνατο, τί δεν θα κάνεις αν βρεις κατάλληλη ευκαιρία; Επειδή λοιπόν έκανες το
κάκιστο αυτό πράγμα και ενήργησες έτσι ώστε να γίνουμε κι εμείς συμμέτοχοι του
ακάθαρτου τολμήματός σου, θα καταδικαστείς σε θάνατο, ώστε κανείς άλλος
δαίμονας σαν και σένα να μην κάνει τα ίδια». Τότε πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν
έξω από την κωμόπολη σε έρημο τόπο και το πτώμα του να φαγωθεί από τα θηρία
Κάλεσε έπειτα τα παιδιά και αφού έμαθε με ακρίβεια όσα τους συνέβησαν στην
εξοχή, τα έβαλε σε μοναστήρι, ορίζοντας να δίνουν στο καθένα τροφή ανάλογα με το πως είχε ονομασθεί. Σ’
αυτό δηλαδή που ονομάσθηκε επίσκοπος να δίνεται σιτηρέσιο επισκόπου, ενώ για εκείνα
που ονομάστηκαν πρεσβύτεροι ή διάκονοι ή υποδιάκονοι ή αναγνώστες παρήγγειλε να
δίνεται η καθημερινή τροφή στο καθένα ανάλογα με το βαθμό του.
Ο δε Θεός και δημιουργός των όλων ευδόκησε να γίνουν αυτά για βοήθεια και
ενίσχυση των Χριστιανών και για να κάνει φανερή σε όλα τα έθνη που μας
τυραννούν με κακουργία, την μέχρι τέλους διαβολική απέχθεια των παρανόμων
Ιουδαίων προς τον Κύριο τον Θεό μας και προς τον Υιό Του τον μονογενή και προς
εμάς που πιστεύαμε σ’
Αυτόν αληθινά. Γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί η προφητεία που είπε ο Κύριος
στους αχάριστους: Εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου, και ου λαμβάνετέ
με, εάν άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε, και αποθανείσθε εν
ταις αμαρτίαις των κακών σας έργων.
(«Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 11,
σ.81-83)
No comments:
Post a Comment