Ξένε, ποιος είσαι, που χωρίς καμώματα και μάγια
μαγεύεις; Κοίτα! όπου πατάς άχραντα βγαίνουν βάγια!
Σε βλέπει, και τη δόξα σου, Μεσσία, ποιος δεν κηρήττει;
Γιατί σκορπάς τη μυστικήν αυγή του αποσπερίτη;
Γιατί καθείς που σ' απαντάει, ξεχνάει τη Γη, και θέλει
να σέρνεται απ' τα χείλη σου που στάζουν θείο μέλι:
Δε φοβερίζει ο Λόγος σου, μήτε η ματιά σου καίει·
πώς τρέμουν έτσι αγνάντια σου κι' οι άγριοι Σαδουκαίοι;
Αλήθεια, μ' ένα λόγο σου πώς το κακό γιατρεύεις
κι' ακόμα κι' απ' το θάνατο πώς και νεκρούς γυρεύεις;
Οι λίμνες της Γενησαρέτ και της Τιβεριάδας,
Τα ρόδα του Γεθσημανή, τα κρίνα της κοιλάδας
Σε ξέρουν· είσαι των παιδιών χαμόγελο και ακτίνα
των γυναικών· τα χέρια σου, δυο θαύματα κι' εκείνα,
όταν τ' ανοίγεις απλωτά, θαρρεί κανείς την πλάση
ολόκληρην η αγκάλη σου πως θέλει ν' αγκαλιάσει.
κι' εμπρός σου χαμηλώνεται και φτωχική απομένει
του Σολομώντα η εκκλησιά η φεγγοβολισμένη!
(ΠΑΛΑΜΑΣ)
No comments:
Post a Comment