Γεννήθηκε ἀπὸ ἀγράμματους γονεῖς καὶ χωρικούς. Καὶ τοῦ ’ρχόταν νὰ πάει σὲ μοναστήρι κι ἔτρεξε καὶ πῆγε. Ἀλλὰ δὲν ἤξερε οὔτε γράμματα καὶ δὲν εἶχε καὶ τρόπους. Τὸν βάλαν, λοιπόν, νὰ κάνει ὅλες τὶς ταπεινωτικὲς δουλειές. Νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς πατέρες καὶ στὸ τέλος τὸν βάλαν στὸ μαγειρεῖο, νὰ μαγειρεύει. Ὅλοι τὸν περιφρονοῦσαν καὶ τὸν εἶχαν γιὰ τίποτα. Ἦταν, ἐκεῖ, στὸ μοναστήρι κι ἕνας ἱερεὺς ἐνάρετος. Καὶ λέει, «Χριστέ μου, δεῖξε μου τὸν Παράδεισο, πῶς εἶναι». Κι ἕνα βράδυ τὸν πῆγε ὁ Κύριος στὸν Παράδεισο καὶ τί βλέπει στὴ μέση τοῦ Παραδείσου; Τὸν Εὐφρόσυνο! Καθότανε κι ἀπολάμβανε τὰ κάλλη καὶ τὶς ὀμορφιές τοῦ Παραδείσου. Καὶ τοῦ λέει, «Τί κάνεις ἐδῶ πέρα;» «Τί νὰ κάνω», λέει. «Ἐγὼ εἶμαι ἕνας παλιάνθρωπος», τοῦ λέει, «ὅπως μ’ ἔχετε, ἀλλὰ εἶναι καλὸς ὁ Θεός, κι ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα μοῦ χάρισε αὐτὰ ἐδῶ ποὺ βλέπεις. Μοῦ τά ’δωσε ὅλα δικά μου, νὰ τὰ βλέπω καὶ νὰ τ’ ἀπολαμβάνω». «Δικά σου ὅλα;» «Ἔτσι μοῦ ’πε ὁ Κύριος», λέει. «Δικά μου ὅλα».
Τί μᾶς περιμένει, ἔ! Καὶ καθόμαστε καὶ κολλᾶμε σ’ ἕνα χωραφάκι, σ’ ἕνα αὐτό… ἂν μᾶς ἔκαψαν τὸ ἕνα, ἂν μᾶς ἔκλεψαν τὸ ἄλλο. Καὶ τί ἔγινε; Καὶ τί ἔγινε, στὴν τελευταία ἀνάλυση; Αὐτὰ περνᾶνε καὶ φεύγουνε. Περνᾶνε καὶ φεύγουνε. Παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου. Φεύγει. Φεύγει. Καὶ τοῦ λέει, σὲ μιὰ στιγμή, ὁ ἱερέας μας, πού ’ταν κι αὐτὸς στὸν Παράδεισο, «Ἔ, δῶσ’ μου κάτι ἀπ’ τὸν Παράδεισο». «Zήτησέ μου», τοῦ λέει, «καὶ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ θὰ σοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ὄντως ἔχεις ἀνάγκη». Ἤτανε κάτι ὡραῖες μηλιές, ἐκεῖ καὶ λέει, «Δῶσ’ μου», λέει, «μῆλα». Κόβει καὶ τοῦ δίνει. Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ἐσήμανε τὸ σήμαντρο τῆς μονῆς γιὰ τὸν Ὄρθρο, τὴν πρωινὴ Ἀκολουθία. Λοιπόν.
Καὶ καθὼς συνῆλθε ὁ παπᾶς τοῦ μοναστηριοῦ, βλέπει στὰ χέρια του, στὸ παλτό του, τί; Τὰ μῆλα τοῦ Εὐφρόσυνου. Πραγματικά. Ἔκανε πολλὴ ὥρα νὰ συνέλθει ἀπ’ τὴν κατάπληξη. Καὶ μετὰ πάει στὴν Ἐκκλησία καὶ τί βλέπει; Τὸν Εὐφρόσυνο ἐκεῖ. «Ἔλα, δῶ, βρέ», τοῦ λέει. «Σὲ ἐξορκίζω νὰ μοῦ πεῖς ποῦ ἤσουνα τὸ βράδυ». «Ἐγώ», λέει, «ποῦ ἤμουνα; Ἐδῶ ἤμουνα. Σήμανε καμπάνα, κι ἦλθα». «Ὄχι, λὲς ψέματα». «Ἔ, ποῦ ἤμουνα; Ἐκεῖ ποὺ ἤσουν κι ἐσύ», τοῦ λέει. Τώρα, τί θὲς νὰ λέμε; Μεταξὺ κατεργαρέων εἰλικρίνεια, ἂς τὸ ποῦμε θετικά. Καὶ τότε ἔβαλε τὸν Εὐφρόσυνο ὁ ἱερεὺς τῆς μονῆς, ὁ σεβάσμιος, ποὺ πῆγε κι αὐτὸς στὸν Παράδεισο καὶ εἶδε, νὰ πεῖ ὅλ’ αὐτά. Τά ’πε ὁ Εὐφρόσυνος, ἀλλὰ ἦταν τόσο ταπεινὸς καὶ φοβόταν τὴ δόξα, μήπως ψηλώσει ὁ νοῦς του καὶ χάσει τὰ πάντα, καὶ τί ἔκανε; Ἐξαφανίστηκε ἀπ’ τὴ μονή. Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε πιά. Κανεὶς δὲν τὸν ἄκουσε. Πῆγε καὶ κρύφτηκε. Πῆραν τὰ μῆλα καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι, ποὺ ἔτρωγαν, ἐθεραπεύοντο. Ὁ ἅγιος Εὐφρόσυνος, ὁ μάγειρος. Ἅμα, λοιπόν, μᾶς περιφρονοῦν, ἂς τὸν θυμόμαστε. Καὶ νὰ λέμε, «Ἅγιέ μου Εὐφρόσυνε, ἔλα ’δῶ καὶ δῶσε μου εὐφροσύνη, μὲ τὴν περιφρόνηση καὶ μὲ ὅλα τ’ ἄλλα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ πονηροῦ».
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
Φθινοπωρινὸ Συναξάρι, Τόμος Β´.
No comments:
Post a Comment