«Κυρά Φανερωμένη
μου, παρηγοριά του κόσμου,
βόηθα με την
πανόρφανη! Τ’ άγιο σου χέρι δώσ’ μου
για να ανεβώ στο
βράχο σου! Δεν ήλθες ψες το βράδυ
ωσάν αχτίδ’
ανέλπιστη στο μαύρο μου τον Άδη
5
κι εσφόγγισες το
δάκρυ μου και μου ’πες συ, Κυρά μου,
να πάρω το παιδάκι
μου στην έρημη αγκαλιά μου
και να το φέρω να
το ιδείς;… Παρθένε, βοήθησέ με…
Τα γόνατά μου
εδείλιασαν… κατέβα, πρόφθασέ με…
Μὄφαγ’ η θάλασσα η
σκληρή το Λάμπρο μου στα ξένα…
10
Η δυστυχιά μ’
εμάρανε! Μην αρνηθείς κι εμένα…
Δυνάμωσέ με τη
φτωχή… Γιά ιδές με! Θερμασμένη,
τρεις μέρες
θεονήστικη, νεκρή, ξεψυχισμένη,
νιώθω τη ρώγα μου
στεγνή στα χείλη του, Κυρά μου.
Εστρέφεψε το γάλα
μου… Επάγωσ’ η καρδιά μου…
15
Σύντρεξε, μάνα τ’
ουρανού, σύντρεξε το παιδί μου…
Παρθένε μου,
εχιονίστηκε… Θα να σβησθεί μαζί μου…»
Και ξαναγύρισε
μεμιάς στη γη ξεστηθωμένη,
με το παιδί στην
αγκαλιά, η Δέσπω η πικραμένη.
✳
Επάνωθέ της του
βοριά τα σύγνεφ’ αρμενίζουν
20
κι ούτε δε στέκουν
να την δουν. Τον κόρφο της φωτίζουν
κρύες αχτίδες
φεγγαριού, που εδώ κι εκεί προβαίνουν
σαν από μάτι
νεκρικό, χωρίς να τη θερμαίνουν.
Σιμά της τρέχει το
νερό, γοργό γοργό, δροσάτο…
Λαλούν τ’ αηδόνια
ξέγνοιαστα μες στη μυρτιά, στο βάτο…
25
Τα δένδρα είν’ ανθοστόλιστα…
παντού χαρά κι ελπίδα,
σφιχταγκαλιάζεται η
οχιά με τη μονομερίδα,
κι ωστόσο
αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,
μια χήρα μάνα, ένα
παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη!
Μέσα στου κόσμου τη
γλυκιά, την άφθαρτη αρμονία,
30
ποιά θέληση και
ποιά καρδιά, ποιά παντοδυναμία
εσύμπλεξ’,
εζευγάρωσε το σφύριγμα τ’ αστρίτη,
του καταρράχτη τη
βοή, του λύκου, του πετρίτη,
και τ’ αϊτού το
ρυάσιμο, με το γλυκό τραγούδι,
που χύνει απ’ τα
στήθια του το μαύρο στεφανούδι;
35
Και ποιός, και
ποιός επρόσταξε, μέσα σ’ αυτήν την πλάση
να συναντιέται
αδελφικά, χωρίς να τη χαλάσει,
το περιστέρι κι ο
σκορπιός, ο χαμαιλιός κι ο κρίνος,
φιλί και
ψυχομάχημα, χαμόγελο και θρήνος;…
Κι ωστόσο
αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,
40
μια χήρα μάνα, ένα
παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη.
✳
Μοσχοβολούσε η
άνοιξη κι ολόγυρά τους χίλια
ανθίζουν
αγριολούλουδα, χολάτα χαμομήλια.
Και κάπου κάπου
αμέτρητες τρελές πυγολαμπίδες
φωτίζουν τα δυο
λείψανα με μυστικές αχτίδες.
45
Και του παιδιού το
μέτωπο και της φτωχής τα στήθια
φεγγοβολούν σαν
ουρανοί πὄχουν αστέρια πλήθια.
Χαμογελά η ανατολή
και ροδοκοκκινίζει
ολίγ’ ολίγο η
καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.
Λαλεί τ’ ορνίθι της
αυγής, το πρόβατο βελάζει…
50
Ξυπνούν στα πλάγια
οι πέρδικες, η μια την άλλη κράζει…
Ξυπνά κι ο
γερο-Γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας
σιγά στην εκκλησιά πηγαίνει
την άγια εικόνα της
Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει…
Κι εκεί που
ετέντων’ ο παπάς τα χείλη να φιλήσει,
55
του ’κάστηκε πως
έλειπε… παράδοξη ιστορία!…
απ’ το θρονί της το
χρυσό η Δέσποινα Μαρία…
Ετρόμαξ ο καλόγερος…
Στην πλάκα γονατίζει,
χτυπά το μέτωπο στη
γη, παρακαλεί, δακρύζει…
Μεμιάς αστράφτ’ η
εκκλησιά κι αισθάνετ’ ένα χέρι
60
οπού τον ανεσήκωνε…
Μοσχοβολάει τ’ αγέρι…
Τα μάτια του άνοιξ’
ο παπάς… Στο κάτασπρό του γένι
το δάκρυ του έσταζε
βροχή… Κοιτάζει… καθισμένη
στο θρόνο βλέπει
την Κυρά, που του χαμογελούσε,
και το Παιδί που
εχαίρετο και που τον ευλογούσε.
65
Σε ποιό καλύβι
αγνώριστο, σε ποιά καρδιά θλιμμένη
να πέρασες τη νύχτα
σου, Κυρά Φανερωμένη;
Ποιό μαραμένο λούλουδο
η χάρη σου, Κυρούλα,
κρυφά κρυφά ν’
ανάστησε, σαν τ’ ουρανού δροσούλα;…
Η μάνη η δύστυχη
ξυπνά και βλέπει το μωρό της
70
να παίζει με τα
λούλουδα, χορτάτο, στο πλευρό της.
Κι απ’ το φτωχό το
στήθος της δροσάτο, τυλωμένο,
να ρέει αδιάκοπα
στη γη το γάλα ευλογημένο.
Την είχε κράξει μια
φωνή και μια Κυρά Μεγάλη
της φάνηκε ότι
εμάλαζε το έρμο της κεφάλι
75
και με γλυκάδ’
ανέκφραστη ότι έταζε στη χήρα
να στείλει χρυσή
μοίρα.
Κοιτάζει ολόγυρα…
Ψυχή!… Τί τάχα να συνέβη
κι εκεί δε φαίνεται
κανείς;… Στο μοναστήρι ανέβη…
Στα πόδια πέφτει
της Κυράς και με τα δάκρυά της
80
βρέχει το κόνισμά
Της.
Το δρόμο παίρνει
για να ’λθεί γοργά στο φτωχικό της
κι έχει μαζί της
συντροφιά τ’ όμορφο τ’ όνειρό της·
σα να της έδινε
φτερά, τόσο τρεχάτη επέρνα,
που αιμάτωνε τη
φτέρνα.
85
Τη θύρα βλέπει
διάπλατη… Σπρώχνει σκιαχτά το μάτι
μες στο κατώγι της
να ιδεί… Στο τίμιο της κρεβάτι
ένας λεβέντης
σιωπηλός μες στα χρυσά ντυμένος
προσμένει
καθισμένος.
Εγνώρισε το Λάμπρο
της… πετά στην αγκαλιά του…
90
του δείχνει το
παιδάκι του… χορταίνει τα φιλιά του.
Και συ τους
επαρέστεκες, εκεί σιμά κρυμμένη,
Κυρά Φανερωμένη.
[24 Ιουνίου 1871] *
Αριστοτέλης
Βαλαωρίτης (1824-1879)
No comments:
Post a Comment