Sunday, November 10, 2019

Άγιος Νεκτάριος


Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.
Μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.
Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 - 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.
Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ' (1870 - 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.
Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).
Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 - 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 - 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 - 1904 μ.Χ.).
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.
Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.

Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.
Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.
Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
****************************
Η κοίμηση και ο ενταφιασμός του Αγίου Νεκταρίου

..."Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι.
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιλιά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται.
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχήσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα τον καλούσε.
"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος."
"Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του.
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.
Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε.
"Σεβασμιώτατε, Σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο...
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του.
"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;"
Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε !
Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα, την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν.
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... Δεσπότης!
Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο Πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο, παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δύο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογής - λογής διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο Ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμιο κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η Κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο.
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του Ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει, κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε !
Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφες το μπαμπάκι, το έφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι το έκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι ελαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" (μεσίστια) στο πλωριό κατάρτι.
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το Ιερό Λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός Κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός Ιερομόναχου που ευαρέστησε τον Άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη.
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο Κλήρος, όλοι oι Ιερομόναχοι, όλες oι καλόγριες από τα ντόπια Μοναστήρια.
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.
"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφησες ορφανές και μόνες;"
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γιαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον Τίμιο Σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη Μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες, αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το Μοναστήρι. Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε.
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το Λείψανο - Θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και το έφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.
Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους Ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη Μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γριές και νιες και δροσερές παρθένες.
Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι ελαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια.
Το Μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογής άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογιαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυχτήσουν, να κλάψουν.
Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγριες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της Ηγουμένης, της Οσίας Ξένης, της τυφλής.
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - Μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, το ένιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε:
 "Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το Μοναστήρι μας θα προκόψει, δεν θα το αφήσει ο Κύριος.
**********************
Άγιος Νεκτάριος: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν»
Βρωμερές συκοφαντίες
         Πολλά όμως διεσπείροντο από τους κακούς ανθρώπους στην Αθήνα περί του Πενταπόλεως και της ανέγερσης της Μονής [δηλαδή της γυναικείας Μονής της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, της οποίας κατόπιν διετέλεσε εφημέριος και πνευματικός]. Πολύ εδοκιμάσθη από τους διεστραμμένους, τους μοχθηρούς και τους συκοφάντες. Διέδιδαν συκοφαντίες ανηθικότητος ανηκούστους. Ησχολήθη με αυτές και η Ιερά Σύνοδος. Ο δέ τότε Πρόεδρος αυτής, ο Αθηνών Θεόκλητος μετέβη αυτοπροσώπως επιτοπίως το 1908, διά να εξετάση. Φεύγοντας όμως από εκεί αναγκάσθηκε να ομολογήση ότι «ήτο όντως Θείον έργον».
       Πολύ τον κατέτρεξε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτός διετέλεσε και Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
       Αυτός ήταν και κατά του μοναχισμού. Όταν ο Άγιος αγωνιζόταν με τόσες δυσκολίες να κτίση το Μοναστήρι, επήγε και τον απέτρεπε...
        - Τί κάνεις εδώ; Μοναστήρι κτίζεις τώρα; Δεν βλέπεις ότι τόσα εξωκκλήσια γύρω εδώ ερήμωσαν; Δεν είναι για Μοναστήρια στη σημερινή εποχή.
       Ο Πενταπόλεως όμως εξηκολούθησε και έγινε το Μοναστήρι και άλλα πολλά κατόπιν, ώστε η Αίγινα σήμερον να έχη τα περισσότερα Μοναστήρια. Το προείπεν ο Άγιος: «Θα γίνη, είπεν, η Αίγινα το Άγιον Όρος των Μοναζουσών». Και ήδη έχει εννέα Μοναστήρια γυναικών.
********************************
Ένα από τα πολλά και συγκλονιστικά θαύματα του Αγίου Νεκταρίου, είναι και αυτό που συνέβη στον Μοναχό Ιωσήφ τον Γρηγοριάτη το έτος 1965!
~ Διηγείται ο Μοναχός Ιωσήφ ο Γρηγοριάτης (1915-2008)
Συνέβη τό ἑξῆς θαυμαστό: Ἦλθε κάποτε σπίτι μας γιά ἐπίσκεψη ὁ ἀδελφός μου π. Βαρλαάμ καί μοῦ εἶπε:
-Πᾶμε νά προσκυνήσουμε τόν Ἅγιο Νεκτάριο στήν Αἴγινα;
-Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Ἅγιος; Δέν τόν γνωρίζω ἐγώ.
Τότε δέν ἦταν πολύ γνωστός, διότι δέν εἶχε ἀναγνωρισθῆ ἐπισήμως ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Ἦταν τό 1952. Ἐπήγαμε στό μοναστήρι του καί ἐθαυμάσαμε γιά τά θαύματα πού ἀκούσαμε νά γίνωνται. Τότε ζοῦσε καί ἡ τελευταία μαθήτρια τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ἡ μοναχή Νεκταρία.
Ἐγώ στίς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1965 ἔπεσα ἀπό ἀπροσεξία μου ἀπό τό ὕψος μιᾶς σκάλας καί κτύπησα στόν ἀριστερό βραχίονα. Ἐπῆγα στό νοσοκομεῖο γιά δύο ἡμέρες. Τότε παρακαλοῦσα τό ἅγιο Παντελεήμονα νά μέ βοηθήση. Κυριακή πρός Δευτέρα μοῦ εἶπε ὁ γιατρός καθηγητής ὅτι αὔριο Δευτέρα θά μέ χειρουργήση, διότι ἔχει σπάσει ὁ βραχίονας. Ἐκεῖνο τό βράδυ προσευχήθηκα καί αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονη τήν χάρι τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ἔλεγα: «Ἅγιε Παντελεῆμον καί ἅγιε Νεκτάριε νά φωτίσετε τούς γιατρούς νά ἐπιτύχη ἡ χειρουργική ἐπέμβασις». Ἔτσι μέ εἶχε συμβουλεύσει μία πιστή νοσοκόμα.
Ἐκείνη τήν νύκτα, ὥρα 2-3 μετά τά μεσάνυκτα ἀκούω κάποιος νά κτυπᾶ τήν πόρτα τοῦ δωματίου μου: Τσόκ, τσόκ τσόκ. Ἐγώ ἐκοιμώμουν μαζί μέ ἕνα ἄλλον ἀσθενῆ. Εἴμασταν δύο στόν θάλαμο αὐτό. Ἄκουσα τά πατήματα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὅμως δέν τόν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μου μάτια. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ εἶπε: «Ἠλία, δέν βλέπω τόν λόγο πού θέλεις νά χειρουργηθῆς». Ἄνοιξα τά μάτια μου καί δέν εἶδα τίποτε. Οὔτε ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα, οὔτε ὅτι ἦλθε δίπλα μου.
Τότε εἶπα μέ τό μαυλό μου: «Ἐγώ προσευχήθηκα στόν ἅγιο Παντελεήμονα πού ἦταν γιατρός καί ἀξιωματικός. Δέν ἦταν ρασοφορεμένος, ἐνῶ αὐτός πού εἶδα τώρα φοροῦσε ράσα καί σταυρό στό στῆθος, μέ σκοῦφο καί τά γένεια του γκρίζα. Ἄαα, σκέφθηκα μοιάζει μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου πού ἔχω στό δωμάτιό μου καί τήν εἶχα πάρει ἀπό τό μοναστήρι του τό 1952″.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα μέ κατέβασαν νά χειρουργηθῶ, ἀλλά δέν μ᾿ ἔπιαναν οἱ ἐνέσεις γιά τήν νάρκωση. Ὅταν μ᾿ ἔδεσαν καί ὁ γιατρός φόρεσε τά γάντια του νά μέ χειρουργήσει, ἔστω καί ξύπνιον, ἐκείνη τήν στιγμή κατάλαβα ὅτι τό χέρι μου ἦταν καλά. Ὅτι τό θαῦμα ἐπιτελέσθηκε ἐπάνω στό χειρουργικό κρεββάτι, πρίν ξεκινήση ὁ γιατρός τήν ἐγχείρησι. Τότε ἐγώ εἶπα στόν γιατρό:
-Κύριε καθηγητά, περιμένετε λίγο. Πιστεύω στήν ἐπιστήμη σας, ἀλλά πιστεύω καί σέ μιά ἄλλη ἀνώτερη ἐπιστήμη, πού λέγεται Ἐκκλησία καί ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός καί οἱ Ἅγιοι καί κάνουν θαύματα. Ἐγώ ἀπό χθές τό βράδυ προσευχήθηκα στούς δύο Ἁγίους Παντελεήμονα καί Νεκτάριο καί μοῦ εἶπαν ὅτι δέν χρειάζεται νά χειρουργηθῶ. Σᾶς παρακαλῶ ἀφῆστε με νά πάω σπίτι μου. Καί, ὅταν βρῆτε χρόνο νά πᾶτε στήν Αἴγινα νά προσκυνήσετε τόν ἅγιο Νεκτάριο κάι νά ἰδῆτε ἐκεῖ πόσα θαύματα κάνει κάθε ἡμέρα. Καί, ὅταν πρόκειται νά χειρουργήσετε, νά τόν ἐπικαλεῖσθε στήν προσευχή σας γιά νά σᾶς βοηθεῖ.
Ὁ γιατρός ὅμως ἦταν ἄπιστος καί δέν ἔδωσε σημασία. Τότε ἕνας ἀπό τούς βοηθούς γιατρούς τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ εἶπε:
-Κύριε καθηγητά, οὐδέποτε μᾶς ἔχει συμβῆ ἕνας τέτοιο πρᾶγμα. Νά ἔλθη ἀσθενής νά χειρουργηθῆ καί νά μᾶς φύγη ἀχειρούργητος. Ἕνας ἄλλος βοηθός του πού μέ κατέβαζε κάτω, μοῦ εἶπε:
-Πῶς τήν γλύτωσες καί ἔφυγες ἀχειρούργητος. Ἔπρεπε νά χειρουργηθῆς διότι τό χέρι σου στίς πλάκες ἔδειχνε ὅτι ἦταν σπασμένο. Τοῦ εἶπα:
-Ἔχετε τήν ἀπιστία τοῦ καθηγητοῦ σας; Νά πιστεύετε ὅτι γίνονται θαύματα. Τό θαῦμα ἔγινε στό χειρουργικό κρεββάτι, πρίν ὁ γιατρός ξεκινήσει τήν δουλειά του.
Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἦλθε ὁ γιατρός καθηγητής καί μοῦ εἶπε νά πάω νά βγάλω μία ἀκτινογραφία (πλάκα). Τοῦ εἶπα:
-Μέ θεράπευσε ὁ ἅγιος Νεκτάριος, δέν πονῶ καθόλου.
-Ὄχι, πονᾶς καί δέν τό μαρτυρεῖς. Πᾶμε γιά πλάκα νά ἰδῆς ὅτι τό χέρι σου εἶναι σπασμένο καί πρέπει νά χειρουργηθῆς.
-Πᾶμε νά βγάλουμε τήν πλάκα, ἀλλά ἐγώ δέν θέλω νά τήν ἰδῶ. Ἄν τήν ἰδῶ σημαίνει ὅτι δυσπιστῶ στό θαῦμα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Βγῆκαν οἱ πλάκες καί κάταγμα δέν ὑπῆρχε. Οἱ γιατροί ἀπόρησαν. Μόνον ἕνας, ὁ δεύτερος στήν σειρά εἶπε: «Ἔχεις κάποιον Ἅγιο καί τελικά ἀπέφυγες τήν ἐγχείρησι».
Μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες ἀνεχώρησα ἀπό τό νοσοκομεῖο γιά τό σπίτι μου ὑγιέστατος. Εὐχαριστῶ τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους Του.
Ἀγαπῶ καί ἐπικαλοῦμαι ὅλους τούς Ἁγίους. Σέ πολλούς ἐξ αὐτῶν διαβάζω ἐδῶ στό κελλάκι μου τίς Παρακλήσεις τους: στόν ἅγιο Γεώργιο, στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, στόν ἅγιο Νεκτάριο, στούς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους κλπ.
από το βιβλίο: «Νέο Γρηγοριάτικο Γεροντικό» – Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος
*******************
Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την Προφητεία: Από εδώ, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι εμείς οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο Σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν Όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο".
Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια Θεϊκή Δύναμη και Χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας, απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το Λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα-Μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία!
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε.
"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην Οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει".
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια.
"Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι.
"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά.
"Μοσκομυρίζει Σεβασμιώτατε", ψιθύρισε.
"Τι μυρίζει;"
"Λιβάνι και αλόη." "Τότε μη φοβείσαι και διά το Λείψανον."
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - Μύρο.
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο Ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι, άκουσε την παράδοξη φωνή :"Άφησε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού Του.
Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το Ναό και παράπλευρα έξω"...
 Από το βιβλίο του Σώτου Χονδροπούλου "Ο Άγιος του αιώνα μας Νεκτάριος Κεφαλάς

No comments:

Post a Comment