Εὐλογημένα
«γιατί»!
Ἐρώτημα τόσο
συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στήν ἐκφορά του, τόσο
δύσκολο στήν ἀπάντησή του. Ἐρώτημα τόσο ἀληθινό, τόσο ἀνθρώπινο, τόσο
ἀπαιτητικό, πού ὅμως ἀπό τή φύση του δέν ἀντέχει στόν λόγο, δέν ἐκφράζεται μέ
τό στόμα, δέν μπαίνει σέ λέξεις, δέν δημοσιοποιεῖται σέ ἀκροατήριο, πολύ δέ
περισσότερο, δέν ἐπιδέχεται μονοσήμαντες ἀπαντήσεις ἀπό κάποιους πού δῆθεν
γνωρίζουν πρός κάποιους ἄλλους πού σίγουρα πονοῦν. Ἴσως εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν
θέμα γιά τό ὁποῖο δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά γίνονται ὁμιλίες. Εἶναι πολύ
βαθύ γιά νά ἔλθει στήν ἐπιφάνεια τῆς συνειδητοποίησης. Εἶναι πολύ ἐπώδυνο γιά
νά χωρέσει στόν ὁρίζοντα τῶν ἀντοχῶν μας. Εἶναι πολύ προσωπικό γιά νά
ἐντοπισθεῖ στό στερέωμα τοῦ δημόσιου λόγου. Ἴσως αὐτό τό ἐρώτημα νά πονάει πιό
πολύ καί ἀπό τήν αἰτία πού τό δημιουργεῖ. Γιατί ὅλοι ξέρουμε πώς δέν ἔχει
εὔκολη ἀπάντηση. Καί ὅμως εἶναι τόσο ἐπίμονο καί ἀληθινό.
Γιατί σέ μένα, Θεέ μου; Ἠχεῖ στά αὐτιά μου
αὐτό τό ἐρώτημα καί ἀντηχεῖ βαθιά στήν καρδιά μου. Εἶναι τό ἐρώτημα κάθε γονιοῦ
πού τό παιδί του πάσχει ἤ κάθε ἄνθρωπου πού ἔχει χτυπηθεῖ ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια.
Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό τό ἐρώτημα νά μεταμορφωθεῖ σέ ὁμιλία, συμβουλή, γνώμη ἤ
ἀπάντηση;
Τό ἐρώτημα αὐτό συνεχῶς διατυπώνεται καί
ἀπαντᾶται μόνο μέ δάκρυα, ὄχι μέ λέξεις, μέ αἰσθήματα, ὄχι μέ σκέψεις, μέ
σιωπή, ὄχι μέ ἀπόψεις, μέ συμπόνια, ὄχι μέ ἀπαντήσεις. Πῶς νά τό κάνουμε; Συχνά
τά μάτια μιλοῦν πιό εὔγλωττα ἀπό τό στόμα, ὁ ἀναστεναγμός πιό δυνατά ἀπό τή
σκέψη καί ἡ πονεμένη ἀπορία ἐκφράζει περισσότερο τήν ἀλήθεια ἀπό τήν ὅποια
ἀπάντηση.
Γιατί;
Γιατί ὁ πόνος; γιατί ἡ ἀδικία; γιατί τά
παιδάκια; γιατί τόσο πρόωρα; γιατί μέ αὐτόν τόν τρόπο; γιατί τήν ἀπερίγραπτη
χαρά τῆς ἀθώας παρουσίας τους νά τή διαδέχεται ὁ ἀβάσταχτος πόνος; γιατί; Καί
ἄν εἶναι γιά τό ἄγνωστο καλό μας, γιατί αὐτό τό καλό μας νά εἶναι τόσο πικρό;
Γιατί σέ μένα;