Tuesday, June 30, 2020

Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το “γνώθι σαυτόν”. Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι.


Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή ,
Ποιός είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι. Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων.
Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο.
Διότι δεν λέει ο Προφήτης· “ίδε, Κύριε, τον κόπον μου”, αλλά “ίδε, λέγει, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου”. Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή και πάλι τα δύο μαζί, κόπος και ταπείνωση, για όλον τον άνθρωπο.
Ποιός νίκησε το διάβολο; Αυτός που γνώρισε την ασθένειά του, τα πάθη και τα ελαττώματα, που έχει. Ο φοβούμενος να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτός βρίσκεται μακριά από τη γνώση· άλλο τίποτε δεν αγαπά παρά να βλέπει μόνο λάθη στους άλλους και να τους κρίνει. Αυτός δεν βλέπει στους άλλους χαρίσματα, αλλά μόνον ελαττώματα- δεν βλέπει στον εαυτό του ελαττώματα, παρά μόνο χαρίσματα. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας το χάρισμα του άλλου.
Ο ένας στερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουν όλα. Αυτό που έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αυτό το αναγνωρίζουμε, υπάρχει πολλή ταπείνωση. Γιατί έτσι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, ο οποίος με πολλούς τρόπους στόλισε τους ανθρώπους και έκανε όλα τα δημιουργήματά του άνισα, δηλ. διαφορετικά. Όχι όπως προσπαθούν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντας την θεία Δημιουργία. Ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησεν».
Γι’ αυτό, παιδί μου, τώρα που είναι αρχή φρόντισε να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου, για να βάλεις θεμέλιο στερεό την ταπείνωση. Φρόντισε να μάθεις την υπακοή, να αποκτήσεις την ευχή. Γι’ αυτό πρώτα γνώριζε, παιδί μου, ότι κάθε αγαθό από το Θεό έχει την αρχή. Δεν γίνεται αγαθός λογισμός που να μην έχει αιτία το Θεό, ούτε πονηρός που να μην έχει αιτία το Διάβολο. Ό,τι καλό λοιπόν διανοηθείς, πεις, κάνεις, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. “Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον”. Όλα είναι της δωρεάς του Θεού· δικό μας δεν έχουμε τίποτε.
 («Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος -αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση)

Μάθε ποιος είσαι,


Αν ο Χριστός ενεργούσε σύμφωνα με τον τρόπο των ανθρώπων, δε θα είχε διαλέξει για αποστόλους Του δώδεκα ψαράδες, αλλά μάλλον δώδεκα βασιλιάδες της γης. Αν ήθελε να ‘χει άμεση επιτυχία στο έργο Του και να δρέψει τους καρπούς των αγώνων Του, με την ακατανίκητη δύναμή Του θα είχε διαλέξει δώδεκα από τους πιο δυνατούς βασιλιάδες του κόσμου για να τους κάνει οπαδούς και αποστόλους Του. Σκέψου απλά πώς θα μπορούσε αμέσως ο Χριστός, σε μια στιγμή, να γίνει γνωστός σ’ ολόκληρο τον κόσμο· πόσο γρήγορα θα διαδίδονταν τότε η διδασκαλία Του! 
Πώς θα εξαφανίζονταν τα είδωλα εν ριπή οφθαλμού μ’ ένα αυτοκρατορικό διάταγμα! 
Πώς θα μετατρέπονταν όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί σε χριστιανικούς! 
Πώς θα σταματούσαν αμέσως οι θυσίες ζώων στους θεούς και τους καπνούς από τις θυσίες θ’ αντικαθιστούσαν τα θυμιάματα! 
Σκέψου πόσο εύκολα η Εκκλησία του ενός Θεού θα είχε ιδρυθεί, για την εξυπηρέτηση ολόκληρης της ανθρωπότητας!
 Ο Χριστός, χωρίς να χρειαζόταν να υποφέρει και να πάθει, θα καταλάμβανε τον πρώτο και μοναδικό αυτοκρατορικό θρόνο κι από κει θα κυβερνούσε όλους τους λαούς της γης, ολόκληρο τον κόσμο από ανατολή σε δύση κι από βορρά ως το νότο, με αντιπροσώπους Του τους δώδεκα υποτελείς βασιλιάδες. Χωρίς να χρειαστεί να πάθει, οι σκληροτράχηλοι Ιουδαίοι θα αναγνώριζαν το Χριστό ως βασιλιά και τον αναμενόμενο Μεσσία και θα τον προσκυνούσαν.
Στοχάσου τελικά πόσα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν από έναν τέτοιο επίγειο βασιλιά και μάλιστα σύντομα, με τη δύναμη και την ευφυΐα ενός μόνο ανθρώπου! 
Τ’ αποτελέσματα θα ήταν τα ίδια με όσα είχαν πραγματοποιήσει όλες μαζί οι βασιλείες, πριν αλλά και μετά το Χριστό. Θα ‘χαν φτάσει κι αυτά σ’ ένα τέλος, μαζί με τους ιδρυτές τους. Ο κόσμος θα ξαναγύριζε εκεί που ήταν και πριν. Πιο γραφικά ακόμα, θα ήταν σα να  ’χε ξεριζώσει κάποιος γίγαντας μια πανύψηλη δρυ από το δάσος και την είχε ξαναφυτέψει σε μια πεδιάδα. Όσο διάστημα ο γίγαντας στεκόταν δίπλα στο δέντρο και το κρατούσε όρθιο με το δυνατό του χέρι, η δρυς θα στεκόταν όρθια. Με το που θ’ απομακρυνόταν ο γίγαντας όμως, ο άνεμος που θα φυσούσε θα την ξερίζωνε και θα την έριχνε κάτω. Οι άνθρωποι θα μαζεύονταν γύρω από την πεσμένη δρυ και θα θαύμαζαν πώς ένα τόσο δυνατό δέντρο έπεσε με το πρώτο φύσημα του ανέμου, ενώ οι αργοανάπτυκτες φουντουκιές δίπλα τους αντιστέκονταν στον άνεμο και στέκονταν όρθιες. Οι άνθρωποι θα κουνούσαν το κεφάλι τους και θά ‘λεγαν: «Είναι αλήθεια πως οι χαμηλές φουντουκιές φυτεύονται με σπόρο κι αναπτύσσονται αργά, αλλ’ αντιστέκονται σθεναρά κι αντιμετωπίζουν πιο εύκολα τον άνεμο από την πανύψηλη δρυ που τη μεταφύτεψε ένας γίγαντας κι έπειτα την εγκατέλειψε. Όσο πιο βαθιά βρίσκονται στο έδαφος οι ρίζες του δέντρου, τόσο πιο δυνατό και πιο ανθεκτικό θα γίνει.
Πόσο σοφό ήταν το να ξεκινήσει από τα χαμηλά ο Κύριος κι όχι από την κορυφή. Πόσο σοφό ήταν ν’ αρχίσει την οικοδομή της βασιλείας Του όχι με βασιλείς, αλλά με ψαράδες. Πόσο καλό, πόσο σωτήριο ήταν για μας, που ζούμε δυο χιλιάδες χρόνια από τη γέννησή Του, το ότι δεν απέβλεψε στην τελική επιτυχία του έργου Του, ούτε και στο να θερίσει τους καρπούς των αγώνων Του όσο ζούσε. Δεν ήθελε, όπως ο γίγαντας, να μεταφυτέψει μεμιάς το τεράστιο δέντρο, αλλά σαν απλός αγρότης να θάψει το σπόρο του δέντρου βαθιά μέσα στη γη κι έπειτα να πάει στο σπίτι του. Κι αυτό έκανε. Ο Κύριος έθαψε το σπόρο του Δέντρου της Ζωής όχι μόνο στο βάθος της καρδιάς των απλών Γαλιλαίων ψαράδων, αλλά και στο βάθος της ίδιας της κόλασης. Έπειτα συνέχισε την πορεία Του. Και το δέντρο αναπτυσσόταν αργά, πολύ αργά. Άνεμοι ισχυροί φύσηξαν πάνω του σε μια προσπάθεια να το ξεριζώσουν, μα δεν το κατόρθωσαν. Οι εχθροί έκοψαν το δέντρο, το έριξαν κάτω, μα οι ρίζες του πέταξαν πολλούς καινούργιους βλαστούς. Όσο εκείνοι το πελέκιζαν, τόσο πιο γρήγορα αναπτυσσόταν. Οι ορδές του εχθρού έσκαψαν στη γη, πιο βαθιά κι από τις κατακόμβες για να το ξεριζώσουν. Όσο όμως εκείνοι προσπαθούσαν, τόσο οι ρίζες αντιστέκονταν, τόσο οι καινούργιοι βλαστοί μεγάλωναν κι άλλοι φύτρωναν από την αρχή και πύκνωναν. Έτσι το δέντρο του Χριστού, που φυτεύτηκε με του Θεού τον τρόπο κι όχι του ανθρώπου, εξακολουθεί ν’ ανθίζει ως σήμερα, δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, παράγει καρπούς γλυκούς για ανθρώπους και αγγέλους και λάμπει από φρεσκάδα και κάλλος, σα νά ‘χε φυτευτεί μια γενιά νωρίτερα.
Αν ο Κύριος είχε ενεργήσει όπως οι άνθρωποι, είναι αλήθεια πως θα τον είχαν δοξάσει πολύ νωρίτερα οι άνθρωποι, εμείς όμως δε θα είχαμε σωθεί. Δεν τον ενδιέφερε η δόξα των ανθρώπων, ο ήχος των ποιμενικών αυλών, που σήμερα ακούγονται κι αύριο ρίχνονται στη φωτιά. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η σωτηρία των ανθρώπων. Δεν ήρθε στους ανθρώπους όπως κάνει κάποιος γίγαντας σε τσίρκο, για να δείξει τη δύναμη και τις ικανότητές του, ν’ απολαύσει το χειροκρότημα των θεατών. Ήρθε σαν φίλος σ’ εμάς, σαν γιατρός σε θεραπευτήριο για να μας επισκεφτεί, να συνομιλήσει με τον καθένα μας και να μας προσφέρει συμβουλές και θεραπεία. Είναι επομένως πολύ καλό για όλη την ανθρωπότητα, από τότε που ξεκίνησε ο κόσμος ως τη συντέλεια, το γεγονός ότι ο Κύριος ενήργησε με θεϊκό τρόπο. Διάλεξε για αποστόλους Του όχι δώδεκα τρανούς βασιλιάδες, μα δώδεκα άσημους ψαράδες.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

Monday, June 29, 2020

«Γέροντα μπορείτε να μας πείτε κάτι για την ευωδία του Αγίου Πνεύματος;»


Κάποτε, επισκεπτόμενος το Άγιον Όρος, βρέθηκα στα Κατουνάκια.

Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε φτάσει σε μεγάλο ύψος αγιότητος. Ομοίαζε περισσότερο με άγγελο…

Το πρόσωπό του έλαμπε από τη Χάρη του Θεού. Στην πορεία μου αυτή για τα Κατουνάκια είχα μαζί μου δύο καθηγητές θεολόγους και ένα φοιτητή του Πολυτεχνείου. Φτάσαμε στο γέροντα μετά από μεγάλη ανάβαση…

Μας υποδέχτηκε με απέραντη χαρά κι αγάπη. «Έχω μεγάλη χαρά» έλεγε:¨»Παπάς ήρθε στο κελί μου».

Καθίσαμε και ένας από τους καθηγητές ρώτησε: «Γέροντα μπορείτε να μας πείτε κάτι για την ευωδία του Αγίου Πνεύματος;»

Ο γέροντας σοβάρεψε και ρώτησε: «Tι εννοείς;»

«Να γέροντα, τα άγια Λείψανα, οι ιερές εικόνες δεν εκπέμπουν κάποια ευωδία;»

«Α,α..» είπε ο γέροντας και καθώς σκέφτονταν τι να απαντήσει, έσκυψε το κεφάλι και μια σιωπή απλώθηκε παντού…

Ύστερα…ω, ύστερα μια ευωδία πλημμύρισε όλο τον τόπο.

Σήκωσα τα μάτια μου και είδα τους άλλους τρείς με μάτια γεμάτα δάκρυα να με κοιτάνε…

Ο γέροντας παρέμεινε με σκυμμένο το κεφάλι. Μια γλυκύτητα πλημμύρισε τις καρδιές μας, μια κατάσταση που θύμιζε εκείνο το «επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη » όπως λέγει και ο μεγάλος Απ. Παύλος…

Ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι του, σαν ντροπιασμένο παιδί και μας είπε:

«Να με συγχωρέσετε, δεν ήξερα να σας το πω, και ζήτησα από το Θεό να σας το δείξει…»

Ιερομοναχος Λούκας Γρηγοριατης για τον παπά Εφραίμ κατουνακιώτη