Showing posts with label Ποίηση. Show all posts
Showing posts with label Ποίηση. Show all posts

Friday, April 24, 2020

Όταν η Παναγιά συνάντησε τη Μάνα του Ιούδα

Οι δύο Μητέρες
Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο
την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο
τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο
και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος
θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη
και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει τα λέει
και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει

Friday, April 17, 2020

Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ





Πς ο δρόμοι εωδνε μ βάγια στρωμένοι,
λιοπάτητοι δρόμοι κα γύρω μπαξέδες!
χαρ τς γιορτς λο πιότερο ξαίνει
κα μακριάθε βογγάει κα μακριάθε νεβαίνει.

Τ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κμα τ κμα,
τν λλνε τ μίση καιρ τήνε θρέφαν
κι᾿ ν μαύρη σου κάκητα δίψαε τ κρμα,
ν πο βρκε τ θμα της, κακο θμα!

! πς εχα σ μάνα κι᾿ γ λαχταρήσει
(ταν νειρο κι᾿ μεινεν, χνα κα πάει)
σν κα τ᾿ λλα σου δέρφια ν σ᾿ εχα γεννήσει
κι᾿ π δόξες λάργα κι᾿ λάργα π μίση!

να κόκκινο σπίτι σ᾿ αλ μ πηγάδι. . .
κα μία δράνα γιομάτη τσαμπι κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλς ν γυρνς κάθε βράδι,
τ χρυσό, σιγαλ κα γλυκ σν τ λάδι.

Κι᾿ μ᾿ νοίγς τν πόρτα μ πριόνια στ χέρι,
μ τ ροχα γεμάτα ψιλ ροκανίδι,
(σπρα γένια, σπρα χέρια) συμβία περιστέρι
ν᾿ νασαίν βαθι τ᾿ λο κέδρον γέρι.

Κ᾿ φο λίγο σταθς κα τ σπίτι γεμίσ
τν καλό σου τν σκιο, Πατέρα κι᾿ φέντη,
κριβή σου ν βγάν νερ ν σο χύσ,
νυπόμονος δεπνος μ γέλια ν᾿ ρχίσ.

Κι᾿ κατόχρονος θάνατος θφτανε μέλι
κα πολλ φύτρα θ᾿ φηνες τέκνα κι᾿ γγόνια
καθενο κα κοπάδι, χωράφια κι᾿ μπέλι,
τ᾿ ργαστήρι κεινο, πο τν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στ μάτια τ μάβρην μπόλια,
γι ν πάψη κι᾿ νος μ τ μάτια ν βλέπ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ηδόνια στ γύρω περβόλια,
λεϊμονις σ κυκλώνει λεφτ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στν νοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
νοιξή μου γλυκιά, γυρισμ πο δν χεις.
μορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δ μιλς, δν κοιτς, πς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθς κλαίει, σν τς παίρνουν τ τέκνο, δαμάλα,
ξεφωνίζω κα νόημα δν χουν τ λόγια.
Στύλωσέ μου τ δυό σου τ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αμα τ᾿ στήθια, πο βύζαξες γάλα.

Πς δύναμη στάθηκε, τόσο καρδιά σου
στ λαμπρ Γεροσύλυμα Καίσαρας ν μπς!
ν τ πλήθη λαλάζανε ξώφρενα (λιά σου!)
δν ξεραν κόμα οτε ποι τ᾿ νομά σου!

Κε στ πλάγι δαγκάναν ο χτροί σου τ χείλη. . .
Δολερ ξεσηκώσανε τ᾿ γνωμα πλήθη
κι᾿ σο γήλιος ν πέσ κα νρθ τ δείλι,
τ σταυρό σου καρφώσαν ο χτροί σου κι᾿ ο φίλοι.

Μ γιατί ν σταθς ν σ πιάσουν! Κι᾿ κόμα
σ ρωτήσανε: «Ποις Χριστός;» τί πες «Νά με!»
χ! δν ξέρει τί λέει τ πικρό μου τ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δ σ᾿ μαθ᾿ κόμα!

William Bouguereau - Pieta (detail), 1876.
Κώστα Βάρναλη

Friday, April 10, 2020

Ανοίξτε μου την Εκκλησιά να μπω να Τον θρηνήσω.


"Ανοίξτε μου την Εκκλησιά
να μπω να Τον θρηνήσω.
Όπως Του πρέπει Του Χριστού
να Τον μοιρολογήσω.

Δεν θα 'χεις Παναγία μου
κανέναν στο πλευρό σου
στον πόνο τον αβάσταχτο
για τον Μοναχογιό σου.

Δεν με αφήνουνε Χριστέ
να Σε μοιρολογήσω,
μήτε και κάτω απ' το σταυρό
να' ρθω να ξαγρυπνήσω.

Πως το επέστρεψες Θεέ
φέτος αυτό να γίνει
πάνω στον ξύλινο Σταυρό
το τέκνο Σου να μείνει.

Δεν θα Σε βγάλουνε Χριστέ
απ' την Ωραία Πύλη,
μόνος Σου πάνω στο Σταυρό
και δίπλα ένα καντήλι.

Άμετε να χτυπήσετε
πένθιμα την καμπάνα
μόνη της στέκει στο Σταυρό
Του Θεανθρώπου η Μάνα.

Δεν θα Αποκαθηλώσουνε
το Άγιό Σου Σώμα.
Πως θα σε αντέξει ο Σταυρός
που τον κρατά το χώμα..

Ελάτε όλοι δίπλα μου
όσοι Τον αγαπάτε
να το βροντοφωνάξουμε
πως σήμερα κρεμάται.

Την Μέγα την Παρασκευή
αφήστε με να πάω
να κατεβάσω απ' το Σταυρό
Εκείνον που αγαπάω.

Να μπει στον Επιτάφιο
τα εγκώμια να πούμε
την άλλη μέρα απ' το πρωί
Ανάσταση να δούμε.

Χριστέ μια χάρη σου ζητώ
Δεν ξέρω αν θα μπορέσεις
άσπλαχνα φέτος φέρθηκα
και να με συγχωρέσεις..."

Thursday, April 9, 2020

Ο τυφλός προ του Σταυρού (Ιωάννης Πολέμης)


Τὶ εἶν' ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζί μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοὶ νἆν οἱ δυὸ, ποὺ ἐκδικητής ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιὸς ὁ πλᾶνος ποὺ κὶ αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζὶ τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ρώτησε, εἰναι δουλειὰ δικὴ τους!
-Θὰ πάω νὰ δῶ...

Εἶπα νὰ δῶ κὶ ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι.
Τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχή μέσα στὰ στήθη εἶν' ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὁρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμή ποὺ ἐστάθη αὐτός μπροστὰ μου
καὶ μ' εὐσπλαχνίσθη, κὶ ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ απὸ χάμου
κὶ ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλό ἐκείνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοὺ Σιλωάμ τὴ στέρνα να τα πλύνω!

Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρὸς μου,
στὴν ὄψη του εἴδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου.
Μοσχοβολοῦσε κὶ ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά του...
Φῶς καὶ τὰ χεἰλη, κὶ ἡ φωνή, τὰ μάτια κὶ ἡ ματιά του.
Στὰ χείλη του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια του ἡ ἐλπίδα...
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυὸ μου μάτια κὶ εἴδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κὶ εἴδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη του, λὲς κὶ ἤτανε καθρέπτης του ἡ οἰκουμένη.

Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἀς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσμος, περιγελάσματα κὶ ὀχλοβοή κὶ ἀντάρα
χίλιες φωνές σὰν μιὰ φωνή κὶ ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεῖς μαυροφόρες μοὺ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δὐστυχη! Ξάφνω, μὲ μιὰς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται. Νὰ, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν
Πῶς; Σὺ ποὺ μοῦδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κὶ ἦταν γραφτό τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τὶ νὰ τὰ κἀνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοῦδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!