—Ή Ἐκκλησία μας, παιδὶ μου, ἂν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου κατορθώση νὰ τοὺς πείση αύτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ὅτι σωστὴ ἀπεικόνισι εἶναι αὐτὴ πού διαμορφώθηκε στοὺς αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου, ἔχει καλῶς. Μέχρι νὰ τὸ ἐπιτύχη αὐτό τὸ πράγμα πρέπει νὰ ἀνέχεται καὶ νὰ ζωγραφίζουν τὶς εἰκόνες ἔτσι. Ἄν οἱ Κινέζοι Χριστιανοὶ ζωγραφίζουν τὸν Κύριο καὶ τὴν Παναγία σὰν Κινέζους, ἀπό εὐλάβεια τὸ κάνουν. Καὶ καλὰ κάνουν. Ἔτσι τοὺς νοιώθουν πιὸ κοντὰ τους. Ὅ Θεὸς ἔχει, ὅπως ἔχω πεῖ κι ἄλλοτε, τόσα μέτρα καὶ τόσες ζυγαριές, ὅσοι εἶναι καὶ οἱ άνθρωποι. Δύο ἄνθρωποι δὲν θὰ μποῦν στὴν ἴδια ζυγαριὰ ἀπό τὸ Θεό, καὶ δύο ἄνθρωποι δὲν θὰ μετρηθοῦν μὲ τὸ ἴδιο μέτρο ἀπό τὸ Θεό.
Σᾶς ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε. Κάποτε ἕνας μοναχὸς εἶχε πάει σὲ ἕνα παλιὸ μοναστήρι καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνη τὶς ἀσκήσεις, τὶς ὁποῖες ἔκαναν οἱ ἄλλοι μοναχοί. Δὲν μπορούσε νὰ ἀγρυπνῆ τόσο, νὰ νηστεύει τόσο πολύ, νὰ κάνη τόσο μεγάλες προσευχές. Αὐτὸς πρὶν ἦταν σαλτιμπάγκος, κλόουν. Πήγαινε στὰ πανηγύρια κι ἔκανε νούμερα. Πῆγε, λοιπόν, μετὰ κι ἔγινε μοναχὸς ὁ καημένος. Ἔβλεπε ὅτι αὐτὸς μειονεκτοῦσε. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνη ὅσα ἔκαναν οἱ ἄλλοι μοναχοί. Ἐλάχιστα. Ὁπότε σκέφθηκε τὸ ἑξῆς: Νὰ κάνη αὐτὰ τὰ νούμερα, τὰ ὁποῖα ἔκανε στὰ πανηγύρια μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀφοῦ δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ τῆς προσφέρει. Καὶ ἀγράμματος, βέβαια, καὶ ἴσως λίγο κουτούτσικος ὁ ἄνθρωπος.
Ἄφηνε, λοιπόν, νὰ φύγουν ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἀπό τὸ ναὸ καὶ πήγαινε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἄρχιζε νὰ κάνη ὅλα αὐτὰ τὰ νούμερα, τὶς ἀκροβασίες, τὶς ὅποιες ἔκανε στὰ πανηγύρια. 1, 2, 3, 5, 10, 20 φορὲς ὁ ηγούμενος κάτι κατάλαβε. Καὶ κρύφθηκε πίσω ἀπό μία κολώνα. Δὲν τὸν πῆρε εἴδηση ὁ μοναχὸς αὐτός. Κι ἀφοῦ έφυγαν ὅλοι οἱ ἄλλοι περίμενε νὰ δῆ τὶ θὰ κάνη. Ἄρχισε, λοιπόν, αὐτὸς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ κάνη αὐτὲς τὶς ἀκροβασίες, τὶς ὁποῖες ἔκανε στὰ πανηγύρια. Περίμενε ὁ ἠγούμενος νὰ δῆ ποῦ θὰ τὸ φθάση. 'Ὁπότε κάποια στιγμή, ὅταν ἄρχισε νὰ κάνη κάτι πηδήματα, κάτι τοῦμπες μπροστὰ στὴν Παναγία, ετοιμάσθηκε νὰ πάει νὰ τὸν πετάξει ἔξω γιὰ τὴν ἀσέβεια καὶ γιὰ τὴν βεβήλωσι αὐτὴ, τὴν ὁποῖα ἔκανε. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμή εἶδε τὸ χέρι τῆς εἰκόνας νὰ βγαίνη καὶ νὰ τοῦ σκουπίζη τὸν ἱδρώτα. Ἔμεινε ὁ ἠγούμενος. Στάθηκε ἐκεῖ καὶ δὲν εἶπε τίποτε. Τὸν ἄφησε νὰ φύγη καὶ τὸν ἄφησε νὰ συνέχιση ἔτσι. Αὐτό, τὸ ὁποῖο ἔκανε, ἡ Παναγία τὸ δεχόταν, διότι τὸ ἔκανε ἀπό καλή διάθεσι. «Παναγία μου», σὰν νὰ ’λέγε, «ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο νὰ σοῦ προσφέρω. Θὰ σὲ εὐχαριστήσω μ’ αὐτά τὰ πράγματα». Καὶ αὐτά τὰ δεχόταν καὶ τοῦ σκούπιζε τὸν ἱδρώτα ἀπό τὸ μέτωπο.
Λοιπόν, οἱ Κινέζοι ἄς ἐμφανίζουν τὴν Παναγία μας σὰν Κινέζα, μέχρι νὰ τοὺς πείσουμε ἐμεῖς νὰ τὴν κάνουν Βυζαντινή. ’Ἀρκεῖ νὰ τὴν εὐλαβοῦνται καὶ νὰ τὴν τιμοῦν καὶ νὰ ζητοῦν τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ Παναγία δὲν θὰ τοὺς πῆ, «Ἐγώ δὲν ἤμουν Κινέζα. ’Ἐγὼ ἤμουν ἀπ' τὴ λευκή φυλή, ὄχι ἀπό τὴ μαύρη, οὔτε ἀπό τὴν κίτρινη. Δὲν μπορεῖτε νὰ μὲ παρουσιάζετε ἔτσι». Ὄχι. Ἄς τὴν τιμούν τὴν Παναγία καὶ ἂς τὴν ζωγραφίζουν καὶ νέγρα. Ἐπαναλαμβάνω. Αὐτό δὲν σημαίνει ὅτι ἐμεῖς δὲν θὰ προσπαθήσουμε νὰ τοὺς διαφωτίσουμε.
✞ Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
No comments:
Post a Comment