Friday, September 26, 2025

Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος.. Και άθεος θα πεθάνω!


 Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία.

 Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.

Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.

Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.

– Φύγε από εδώ!

Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος.. Και άθεος θα πεθάνω!

Ο παπάς τα έχασε.

– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!

– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!

Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.

– Να αυτή!

– Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου.

Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος.

Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει.  Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Δημητρίου Ντούτκο, ιερέως

Από το βιβλίο του "Στό σταυροδρόμι", Μόσχα 1994


No comments:

Post a Comment