Άγιος Αναστάσιος γεννήθηκε στην Περσία στα τέλη του 6ου
αιώνα μ.Χ. Το όνομα που του έδωσε ο πατέρας του Βαβ, ήταν Μάργουνδατ. Ο Βαβ,
ήταν ένας από τους σοφούς της εποχής εκείνης στην Περσία και ασκούσε την μαγική
τέχνη. Την τέχνη αυτή δίδαξε στον γιό του, ελπίζοντας να τον κάνει μεγάλο μάγο,
ώστε όταν έρθει ο καιρός, να τον διαδεχθεί. Μέρος της εκπαίδευσης του Αγίου
ήταν και η είσοδός του στο Τάγμα των Τηρώνων.
Τον καιρό εκείνο, ο λόγος του Ιησού Χριστού, έφτασε στην
Περσία και πολλοί άρχισαν να πιστεύουν και να βαπτίζονται Χριστιανοί. Μεταξύ
αυτών που πίστεψαν ήταν και Άγιος Αναστάσιος. Θέλοντας να ακολουθήσει μια
χριστιανική ζωή, εγκατέλειψε την πατρίδα του, τις σπουδές και τα αξιώματά του
και ταξίδεψε στην αρχή μέχρι την Ιεράπολη και κατόπιν μέχρι τα Ιεροσόλυμα. Στα
Ιεροσόλυμα εξέφρασε την επιθυμία του να βαπτισθεί, πράγμα που έκανε πράξη ο
Πατριάρχης Μόδεστος. Τότε έλαβε το όνομα Αναστάσιος και κατόπιν εισήλθε στο
μοναστικό τάγμα, καθώς έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Ιουστίνο στο μοναστήρι του
Αγίου Αναστασίου.
Ο Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης, εργαζόταν στον κήπο και στο
μαγειρείο του μοναστηριού. Συνεπής στις εργασίες που του είχαν αναθέσει, δεν
παρέλειπε να εκτελεί με θέρμη και τα χριστιανικά του καθήκοντα. Έτσι έζησε ο
Άγιος στο μοναστήρι για επτά συνεχή έτη. Κατά τη διάρκεια των επτά αυτών ετών,
προσευχόταν και ζητούσε από τον Θεό να τον αξιώσει να μαρτυρήσει για την πίστη
του. Κοντά στο τέλος των επτά ετών, ο Άγιος είδε ένα όνειρο, που του
γνωστοποιούσε ότι το τέλος της ζωής του δεν ήταν μακριά. Πήρε τότε την απόφαση
να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Αφού γιόρτασε το Πάσχα εκείνης της χρονιάς στο
μοναστήρι, έφυγε και ταξίδεψε ως την Καισάρεια της Παλαιστίνης. Από εδώ
ξεκινούν τα μαρτύρια του Αγίου.