Friday, December 4, 2020

Εις Ευτρόπιον Ιερός Χρυσόστομος Λόγος Α΄

 

ΠΑΝΤΟΤΕ, μα ιδιαίτερα τώρα, είναι κατάλληλη η στιγμή για να πούμε: «Όλα είναι μάταια, ματαιότητα και πάλι ματαιότητα» (Εκκλ. 1:2). Πού τώρα η λαμπρή αρχοντική στολή; Πού οι κρότοι και οι χοροί και οι συγκεντρώσεις; Πού οι επευφημίες στα ιπποδρόμια και οι κολακείες των θεατών; Όλα έφυγαν. Φύσηξε ξαφνικά αέρας, έρι­ξε τα φύλλα κι έδειξε το δέντρο γυμνό, να σαλεύ­εται σύγκορμο και να κινδυνεύει να ξεριζωθεί. Πού τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Πού τα γλέντια; Πού η συμμορία των παρασίτων; Πού τα καλύτερα κρασιά, που χύνονταν ολοήμερα, και οι ποικίλες τέ­χνες των μαγείρων; Πού οι γλυκόλογοι κι εξυπηρετικοί δουλόφρονες; Νύχτα ήταν όλα κι όνειρο. Και μόλις ξημέρωσε, εξαφανίστηκαν. Άνθη ήταν εαρινά και μαράθηκαν. Σκιά ήταν και πέρασε. Καπνός ήταν και διαλύθηκε. Σαπουνόφουσκα ήταν κι έσκασε. Αράχνη ήταν κι έσπασε. Να γιατί πάντα καταλήγουμε στο συμπέρασμα: «Όλα είναι μάταια, ματαιότητα και πάλι ματαιότητα». Δεν σου έλεγα συχνά-πυκνά, Ευτρόπιε, πως είναι δραπέτης ο πλούτος; Εσύ όμως δεν με ανεχόσουν. Δεν σου έλεγα πως είναι αχάριστος δούλος; Να που το απέδειξαν τα πράγματα. Όταν εσύ μου έκανες επανειλημμένες παρατηρήσεις, επειδή έλεγα την αλήθεια, δεν σε βεβαίωνα πως σ’ αγαπούσα περισσότερο από τους κόλακες; Αν υπέφερες τα δήθεν τραύματά μου, δεν θα σου προκαλούσαν τα προσποιητά φιλήματα εκείνων τούτον τον όλεθρο. Οι πληγές από μένα προξενούν υγεία, ενώ τα δικά τους φιλήματα σου χάλκεψαν αρρώστια ανίατη. Πού είναι τώρα οι κεραστές σου; Πού όσοι σου έπλεκαν μύρια εγκώμια; Χάθηκαν, αρνήθηκαν τη φιλία, κοιτάζουν να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν φερνόμαστε έτσι εμείς. Δεν σ’ εγκαταλείπαμε, όταν θύμωνες. Και τώρα που έπεσες, σε περιμαζεύουμε και σε συντρέχουμε. Η Εκκλησία, που την πολέμησες, άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχτηκε. Αντίθετα, τα θέατρα που υποστήριζες, αυτά που για χάρη τους αγανακτούσες και τά ’βαζες μαζί μας, σε πρόδωσαν και σε καταβαράθρωσαν. Εμείς ποτέ δεν πάψαμε να σε προειδοποιούμε: “Τί κάνεις; Έτσι που πολεμάς την Εκκλησία, βαδίζεις στην καταστροφή!”. Μα δεν έδινες σημασία… Και οι μεν ιπποδρομίες εξανέμισαν τον πλούτο σου και ακόνισαν το ξίφος εναντίον σου· η Εκκλησία όμως, που γνώρισε την άδικη μανία σου, βάζει τώρα τα στήθη της για να σε αποσπάσει από τα δίχτυα τού θανάτου. Τα λέω τούτα όχι για να ριχτώ πάνω στον πεσμένο, αλλά για ν’ ασφαλίσω τους όρθιους. Όχι για να ξύσω τις πληγές του τραυματισμένου, αλλά για να διατηρήσω άτρωτους τους άλλους. Δεν καταποντίζω αυτόν που θαλασσοδέρνεται, αλλά εκπαιδεύω όσους τώρα πλέουν με ούριο άνεμο, ώστε σε ώρα τρικυμίας να μην τους καταπιεί το νερό. Ας έχουμε πάντοτε στο νου μας, πόσο ευμετάβλητα είναι τ’ ανθρώπινα. Αν αυτός φοβόταν μεταβολή, δεν θα πάθαινε μεταβολή. Τ’ ανθρώπινα είναι μηδαμινότερα κι από το μηδέν. Γιατί ποιός, αλήθεια, ήταν ανώτερός του; Δεν ήταν αυτός ο πλουσιότερος της οικουμένης; Δεν ήταν ο πιο ισχυρός από τους ισχυρούς; Δεν τον έτρεμαν όλοι; Ωστόσο, να που έγινε αθλιότερος κι από τους φυλακισμένους κι από τους δούλους κι από τους φτωχούς που πεινάνε, γιατί απειλείται με σπαθιά κοφτερά, με δήμιους, με εκτέλεση. Ούτε καν θυμάται την προηγούμενη κατάσταση της ευτυχίας. Βρίσκεται μέσα σε πυκνό σκοτάδι, μέρα μεσημέρι. Όσο και να προσπαθήσουμε, δεν θα καταφέρουμε να παραστήσουμε το πόσο βασανίζεται, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή τον θάνατο… Τί χρειάζονται τα δικά μου λόγια, αφού ο ίδιος μας τα παρουσιάζει ζωντανά; Από χθες, που πήγαν να τον συλλάβουν και πρόστρεξε στ’ Αγια, έχει μορφή απολιθωμένου απ’ τον φόβο, πρόσωπο νεκρού, φωνή σπασμένη. Τρέμει σύγκορμος. Τα δόντια του χτυπούν από την αγωνία. Αυτά τα λέω όχι για να τον χλευάσω, επαναλαμβάνω, αλλά για να σας γαληνέψω και να δείξε­τε επιείκεια. Αρκετές ήταν, σαν τιμωρία του, οι συμφορές που τον βρήκαν ως τώρα. Πολλοί απάνθρωποι μας κατηγορούν, γιατί τον δεχτήκαμε μέσα στο ιερό Βήμα. Περιγράφω την κα­τάντια του για να τους μαλάξω την αστοργία. Αγανακτούν, επειδή κατέφυγε στην Εκκλησία αυτός, που την πολέμησε ακατάπαυστα. Μα γι’ αυτό ακριβώς να δοξάζουμε τον Θεό! Τον έφερε σε τέτοια ανάγκη, ώστε έμαθε και τη δύναμή της και τη φιλανθρωπία της! Έμαθε τη δύναμή της, γιατί έμεινε αήττητη στον πόλεμο που της κήρυξε, ενώ αφανίστηκε εκείνος. Έμαθε και τη φιλανθρωπία της, γιατί, μολονότι την αντιμετώπι­σε άδικα και σκληρά, αυτή έγινε τώρα ασπίδα και τον καλύπτει. Τον ασφαλίζει κάτω απ’ τις φτερούγες της και τον ζεσταίνει μέσα στην αγκάλη της. Δεν του κρατάει κακία. Τούτο είναι το λαμπρότερο τρόπαιο, η περιφανέστερη νίκη. Έπιασε αιχμάλωτο τον εχθρό και τον σπλαχνίζεται, τη στιγμή που όλοι τον εγκατέλειψαν έρημο. Σαν μάνα τρυφερή τον έκρυψε μέσα στα ρούχα της, μην υπολογίζοντας τον βασιλικό θυμό και τη λαϊκή οργή. Τούτο είναι το στολίδι που κοσμεί την αγία Τράπεζα. «Τί στολίδι μας λες;», διαμαρτύρεσθε. «Τον ασεβή και πλεονέκτη και άρπαγα ν’ ακουμπάει στο Θυσιαστήριο;». Μην ξεστομίζετε τέτοια λόγια, παρακαλώ, γιατί και η πόρνη ακούμπησε τα πόδια τού Ιησού. Και τούτο όχι μόνο δεν ήταν έγκλημα εναντίον Του, αλλά θαύμα και ύμνος μεγάλος. Γιατί δεν έβλαψε τον καθαρό η ακάθαρτη. Απεναντίας, την ακόλαστη και μυσαρή τη μετέβαλε σε καθαρή ο άσπιλος και άμωμος. Μη μνησικακείτε, άνθρωποί μου. Είμαστε δούλοι Εκείνου που, ενώ σταυρωνό­ταν, έλεγε: «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23:34). “Μα αυτός”, λέτε, “κατάργησε το άσυλο με νόμο”. Ναι, αλλά να που πρώτος έλυσε τον νόμο, κι έγινε θέαμα της οικουμένης! Χωρίς ν’ αρθρώσει λέξη, φωνάζει σ’ όλους: “Μην κάνετε ό,τι έκανα, για να μην πάθετε ό,τι έπαθα!”. Έγινε έτσι δάσκαλος με τη δική του συμφορά…

Λάμπει εξαίσια το Θυσιαστήριο, έχοντας δεμένο το λιοντάρι. Κι εσείς, που προστρέξατε, είσαστε μάρτυρες ότι δεν υπερβάλλω στα λόγια. Λαμπρή σήμερα η συγκέντρωση. Μόνο το Πάσχα είδα τόσο κόσμο! Η σιωπή του σας συγκάλεσε σαν βροντόφωνη σάλπιγγα. Οι γυναίκες αφήσατε τα σπίτια. Οι άνδρες αφήσατε την αγορά. Όλοι τρέξατε ν’ αντικρύσετε γυμνή τη μηδαμινότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. Και η πορνική όψη, που μέχρι χθες ακτινοβολούσε φαιδρή, άλλαξε σήμερα, σαν να της σφούγγισε η μεταβολή τα καλλυντικά. Έτσι γίνεται με τους πλεονέκτες: Ευημερούν πρόσκαιρα, και μετά υποφέρουν θλίψη αβάσταχτη. Τι μεγάλη δύναμη έχει η δυστυχία αυτή! Τον επισημότερο και μακαριότερο απ’ όλους, τον έκανε να φαίνεται ελεεινότερος απ’ όλους. Αν μπει πλούσιος εδώ, κερδίζει πολλά. Διαπιστώνει πως έχει πέσει από τόσο ύψος εκείνος, που ως τώρα έσειε την οικουμένη· πως είναι πιο συμμαζεμένος και δειλός από λαγό και βάτραχο· πως είναι καρφωμένος χωρίς δεσμά σε τούτο το κολονάκι, και αντί γι’ αλυσίδα περισφίγγεται από τον φόβο. Με όλ’ αυτά υποχωρεί η φλεγμονή της απληστίας και πέφτει ο αέρας του πλούσιου, που, φιλοσοφώντας για τα επίγεια, φεύγει, αφού μάθει στην πράξη ό,τι διακηρύσσει η Γραφή: «Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι, και η δόξα του φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο· το χορτάρι ξεραίνεται κι ο ανθός μαραίνεται και πέφτει» (Ησ. 40:6-7). Επίσης, «Οι μέρες του χάθηκαν σαν καπνός» (Ψαλμ. 101:4) και πολλά άλλα. Ο φτωχός πάλι, μπαίνοντας και αντικρύζοντας το θέαμα, δεν λυπάται πια τον εαυτό του. Αντίθετα, καλοτυχίζει τη φτώχεια, γιατί του είναι άσυλο και λιμάνι γαλήνιο και τείχος ασφαλές. Προτιμάει να μείνει στην κατάστασή του, παρά ν’ απολαύσει για λίγο τα πάντα και υστέρα να διακινδυνεύσει και τη ζωή του ακόμα. Βλέπετε ότι δεν πήγε άδικα η συγκέντρωσή μας εδώ, αλλά έγινε αιτία μεγάλου κέρδους και σε πλούσιους και σε φτωχούς, και σε άσημους και σε επίσημους, και σε δούλους και σε ελεύθερους; Βλέπετε ότι καθένας φεύγει αποκομίζοντας φάρμακα, και θεραπεύεται από το θέαμα τούτο και μόνο;

Άραγε σας κατεύνασα το πάθος; Έδιωξα την οργή; Έσβησα την απανθρωπιά; Σας έφερα σε συμπάθεια; Το πιστεύω. Το δείχνουν τα πρόσωπά σας και οι πηγές των δακρύων! Αφού λοιπόν οι πέτρινες καρδιές σας μεταβλήθηκαν σε εύφορο αγρό, ελάτε τώρα να βλαστήσουμε καρπό ευσπλαχνίας, να επιδείξουμε στάχυ μεστωμένο από αγαθοσύνη. Ας πάμε όλοι μαζί στον καλό μας αυτοκράτορα. Ας πάμε για χάρη τής Εκκλησίας, για χάρη του θυσιαστηρίου, παρακαλώντας τον να χαρίσει έναν άνδρα στην αγία Τράπεζα. Και αυτός θα το αποδεχθεί και ο Θεός θα το επαινέσει. Ήδη, βέβαια, έχει καταπραϋνθεί ο θυμός του και, παρά την εκδικητική απαίτηση του εξαγριωμένου στρατού, αυτός τον έχει συγχωρή­σει σαν άνθρωπο. Ο βασιλιάς τον σπλαχνίστηκε. Κι ενώ προσβλήθηκε, δεν μνησικάκησε. Εσείς, που δεν πάθατε τίποτα, πώς δείξατε τέτοιο μίσος; Πώς, όταν λυθεί όλη αυτή η παράσταση, θα πλησιάσετε στα ιερά Μυστήρια και θα πείτε την προσευχή, «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», χωρίς να τον έχετε συγχωρήσει; Εντάξει. Αδίκησε πολύ. Δεν διαφωνώ. Μα τώρα είναι καιρός όχι δικαστηρίου, αλλά ελέους· όχι ανακρίσεως, αλλά συγχωρήσεως· όχι καταδίκης, αλλά συμπάθειας. Ας μη δυσφορεί κανείς. Μάλλον ας δεηθούμε στον φιλάνθρωπο Θεό να του δώσει παράταση ζωής, ώστε να μετανοήσει και να ξεπλυθεί από τις αμαρτίες του. Έτσι, με την πράξη μας αυτή, και τα δικά μας πλημμελήματα θα σβήσουμε και την Εκκλησία θα τιμήσουμε. Μα κι η οικουμένη θα θαυμάσει και θα διακηρύξει τη φιλανθρωπία τής πόλης μας. Για να καρπωθούμε λοιπόν τόσα αγαθά, ας σώσουμε τον ικέτη.

No comments:

Post a Comment