Monday, February 23, 2015

ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΩΣ - ΔΙΗΓΗΜΑ


Ο ᾿Αντώνης Μητσάκος ταν σκληρός νθρωπος. Ατό τό κουσα πολλές φορές πό πολλούς. Κακός μως δέν ταν. Κι ατό τό κουσα. Κανέναν ποτέ δέν δίκησε καί ταν καί φιλάνθρωπος. Ενα σωρό νθρωποι, κατά πώς λέγανε, εεργετήθηκαν πό τόν ᾿Αντώνη καί το χρωστοσαν μεγάλη χάρη.Κι μως, ᾿Αντώνης Μητσάκος ταν σκληρός, πολύ σκληρός σ᾿ ποιον το φταιγε. «Δέν μπαίνω στά χωράφια κανενός», λεγε στρίβοντας τό μουστάκι του, «καί δέ θέλω νά μπαίνει κανείς στά δικά μου». Κι ταν λεγε «χωράφια» ννοοσε καθετί πού τόν φοροσε. Μέ τόν πατέρα μου παλιότερα ταν πολύ καλοί φίλοι, μά κάποτε ψυχράθηκαν. Δηλαδή κυρ-Αντώνης ψυχράθηκε, πειδή πατέρας μου τόλμησε σάν φίλος νά τόν συμβουλεύσει νά φήσει τόν Μιχάλη, τόν γιό του, νά σπουδάσει δάσκαλος, πού ταν τό νειρό του καί χι πολιτικός μηχανικός, πού τόν θελε πατέρας του. Τέλος πάντων, ατός καλός -κατά τά λλα- νθρωπος βρέθηκε νά εναι κακιωμένος μέ τό μισό χωριό.
Οχι πού δέν τόν στενοχωροσε ατό, χι πού δέν θελε νά τά χει μέ λους καλά, μά νά, τό θεωροσε θέμα ξιοπρέπειας νά κρατ πόζα καί τουπέ σ᾿ ποιον θεληματικά θέλητα το φταιξε. Στό χωριό μου κενα τά χρόνια δικό μας παπά δέν εχαμε. Μς στελναν μως τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές ερέα καί μς λειτουργοσε. Καί εναι λήθεια πώς κόσμος το χωριο μου τήν γαποσε τήν κκλησία καί κάθε φορά πού τελείωνε Λειτουργία, κε στήν αλή, ο μεγάλοι καναν πάντα τήν δια συζήτηση. «Νά ᾿χαμε ναν δικό μας παπά! Νά ᾿χαμε ναν μόνιμο ερέα στό χωριό μας!» Καί πειδή τίς μορφες καί εσεβες πιθυμίες τίς κούει Θεός, μς δωσε νά χουμε τόν δικό μας παπά. Τόν θυμμαι τήν πρώτη μέρα πού φτασε μέ τή γυναίκα του καί τά τρία του παιδιά. Τόσο νέο ερέα μέ τόσο μαύρη γενειάδα πρώτη φορά βλεπα. Οταν πρωτολειτούργησε στήν κκλησιά μας, ταν -τό θυμμαι πολύ καλά- ρχή το Τριωδίου. Κάτι μς επε στό κήρυγμα γιά τόν Τελώνη καί τόν Φαρισαο μά, γιά νά εμαι ελικρινής, δέν θυμμαι οτε λέξη. ᾿Εκενο γιά τό ποο μπορ νά μιλήσω μέ σιγουριά εναι τι κάθε φορά βγαζε λόγο, πράγμα πρωτόγνωρο γιά τό χωριό μου, καί τι μετά στήν αλή λοι μιλοσαν μέ θαυμασμό καί εχαρίστηση γιά τόν νέο παπά.Ο π. Πέτρος σέ λιγότερο πό να μήνα μς εχε γαπήσει καί εχε γαπηθε πό μς. Τήν τελευταία Κυριακή πρίν πό τήν Καθαρά Δευτέρα, μόλις τελείωσε τό κήρυγμά του, μς παρακάλεσε νά ξαναμαζευτομε τό πόγευμα στίς 5.00 ρα, γιά νά κάνουμε λοι μαζί τόν Εσπερινό τς Συγχωρήσεως. Ο χωριανοί μου κοιτάχτηκαν μέ πορία. Πρώτη φορά κουγαν γιά τήν παρξη νός τέτοιου Εσπερινο. -Θέλω νά σς παρακαλέσω, δελφοί μου, κέτευσε μέ τή θερμή νεανική φωνή του π. Πέτρος, νά ᾿ρθετε λοι, πό τόν πιό μικρό μέχρι τόν πιό μεγάλο. Δέ θά θελα νά λείπει κανείς. Θές περιέργεια γιά τήν καινούργια κολουθία πού δέν ξέραμε, θές πιθυμία νά μή λυπήσουμε μέ τήν πουσία μας τόν νέο μας παπά, μς φεραν λους νεξαιρέτως στόν Εσπερινό. Πολλά πράγματα πό τόν Εσπερινό δέν καταλάβαινα, οτε καί τίς εχές πού διάβαζε μέ τόση κατάνυξη ερέας καταλάβαινα, φο μουν κόμη παιδί. Ενιωσα μως μέσα σέ κείνη τή γεμάτη θεϊκό θάμπος τμόσφαιρα πώς κάτι ξέχωρο, κάτι συγκλονιστικό ζοσαν ο μεγάλοι. Μίλησε καί πάλι π. Πέτρος, κι γώ κρεμάστηκα πό τά χείλη του. Μς διηγήθηκε, θυμμαι, τήν στορία το γίου Διονυσίου, πού συγχώρεσε τόν φονιά το δελφο του, καί εδα γιά πρώτη φορά δάκρυα ερέα νά βρέχουν τά γένια του. -Δέν σς γνωρίζω κόμη καλά, δελφοί μου, κατέληξε ερέας, μά κι ν μιά μέρα ταν ζωή μας σέ τούτη τή γ σέ κάποιον θά φταίγαμε, κάποιον θά λυπούσαμε. Γι᾿ ατό πόψε, σς παρακαλ, νά συγχωρεθομε λοι, νά μπομε καθαροί, πεντακάθαροι, στήν γία Σαρακοστή. Γύρισα αθόρμητα καί κοίταξα τόν κυρ-᾿Αντώνη. Τά δάκρυά του εχαν φτάσει ς τά μουστάκια του. -Λοιπόν, ξακολούθησε παπάς, θά περάσετε λοι πρτα πό μένα κι στερα π᾿ λους τούς συγχωριανούς σας γιά νά συγχωρεθομε. -Πρτος γώ, πάτερ μου, πρτος γώ, γιατί γώ χω νά συγχωρεθ μέ τούς περισσότερους. Γυρίσαμε λοι ξαφνιασμένοι καί κοιτάξαμε τόν πιό σκληρό νθρωπο το χωριο, τόν ᾿Αντώνη τόν Μητσάκο, πού δη προχωροσε κι φτανε μπροστά στήν Ωραία Πύλη που στεκόταν ερέας. Εκανε μιά δαφιαία μετάνοια μπροστά στόν παπά καί το φίλησε τό χέρι. Υστερα γύρισε καί μς κοίταξε λους μέ μάτια δακρυσμένα.- Χωριανοί, συγχωρέστε με γιά λα σα σς φταιξα, μά πιό πολύ γιατί δέν θελα νά συγχωρ. Ενας ψίθυρος χαρούμενος κούστηκε καί τότε νοιξαν ο γκαλιές. Εδα τόν κυρ-᾿Αντώνη στήν γκαλιά το πατέρα μου κι στερα στήν γκαλιά το δελφο του. Πέρασε πό γκαλιά σέ γκαλιά, σφιξε χέρια, φίλησε παιδιά καί στό τέλος πγε καί στάθηκε μπροστά στή γυναίκα του -Πολύ σέ παίδεψα, γυναίκα, τς επε, συγχώρα με κι ς μέ συγχωρέσει κι Θεός.᾿Από κείνη τή χρονιά κι πό κενον τόν Εσπερινό τς Συγχωρήσεως, μικροί μεγάλοι ξέραμε πιά πώς στό χωριό μας κάθε χθρα, σοβαρή σήμαντη, θά σβηνε τό πολύ σ᾿ να χρόνο. Η λήθεια βέβαια εναι πώς π. Πέτρος, γρυπνος πάντα πάνω στό ποίμνιό του, δέν φηνε τίς καταστάσεις νά χρονίσουν. Μά ταν κι ᾿Αντώνης Μητσάκος πού πλάι στόν παπά τρεχε νά φιλοτιμήσει, νά παροτρύνει, νά συμβουλεύσει. Κι ν κάπου βρισκε ντίσταση, δέν τά χανε οτε τά παρατοσε. «Σκληρότερη πέτρα π᾿ τήν καρδιά μου», λεγε, «δέν πρχε· κι μως Χριστός τήν σπασε καί τήν κανε πηλό.» Κι κουγα πολλούς νά λένε πό τότε πώς « ᾿Αντώνης Μητσάκος μέ φίλιωσε μέ τόν τάδε», κι λο τό χωριό τόν σεβόταν καί τόν γαποσε. Μά πιό πολύ, θαρρ, πώς τόν γαποσε παπάς.
Ε.Β.
http://zpigikamchoir.blogspot.com/2011/03/blog-post.html

No comments:

Post a Comment